Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού λόγω διαφοροποίησης πρακτικών άρδευσης, είναι μια διανεμητική αδικία καθώς δεν επηρεάζει μόνο την ανταγωνιστικότητα όλων των αρδευτών του ΤΟΕΒ μίας περιοχής σε σχέση με μία άλλη, αλλά ακόμα και με τα μέλη εντός ενός ΤΟΕΒ όπως του Πηνειού Λάρισας. Η οριζόντια τιμολογιακή πολιτική που ακολουθείτε εξομαλύνει τη διαφοροποίηση του κόστους άρδευσης στο ανοιχτό δίκτυο ανάμεσα στους αρδευτές, σε σχέση με το πόσες αντλήσεις από το δίκτυο (των ταμιευτήρων) χρειάζονται για να αποκτήσουν πρόσβαση οι διάφοροι γεωγραφικά προσδιοριζόμενοι αρδευτές, αλλά δεν προσφέρει κάποιο βαθμό εξοικονόμησης για το ίδιο το δίκτυο καθώς η τιμή είναι εξ αρχής προσδιορισμένη ανεξάρτητα της κατανάλωσης. Επιπλέον, οι χρήστες που εξυπηρετούν την άρδευσή τους με χρήση γεώτρησης είναι περισσότερο ευάλωτοι, καθώς καλούνται να πληρώσουν ξέχωρα την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτείται για την λειτουργία της γεώτρησης από το αρδευτικό τέλος, μια επιβάρυνση που δεν έχουν οι χρήστες του ανοιχτού δικτύου.
Αποσπασμα 1
“ (- την χρέωση πως την καθορίζετε;) οριζοντίως δυστυχώς για εμάς . . . στο ελεύθερο δίκτυο 13 ευρώ το στρέμμα, για τα εαρινά, ανεξαρτήτως νερού, εάν θα ρίξεις 10 ή θα ποτίσεις ή εγώ είμαι σπάταλος και θα ρίξω 14 το χρόνο θα πληρώσουν την ίδια τιμή, δυστυχώς.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“Είναι πάρα πολύ δύσκολο, είναι πάρα πολλά τα χωριά, πολλά τα κτήματα, τα οποία είναι δίπλα στο ποτάμι και το κόστος σε εμάς, είναι 3 ευρώ το στρέμμα, και πληρώνει αυτός ο άνθρωπος 13. Υπάρχουν κτήματα που είναι πολύ απομακρυσμένα, γίνεται μία άντληση για να πάει στο δίκτυο, γίνεται δεύτερη άντληση, εννοώ αντλήσεις δικές μας, με το οποίο βάζουμε το νερό μέσα σε έναν ταμιευτήρα μέσα, δεύτερο ρεύμα, το καλοκαίρι το βγάζουμε με τρίτο ρεύμα. Μας κοστίζει αυτός ο άνθρωπος 17 ευρώ, δηλαδή για αυτόν τον άνθρωπο ο οργανισμός μπαίνει μέσα, απλά εμείς βγάζουμε το κόστος συνολικά, δηλαδή μας κοστίζει 12.70 και μοιράζετε, που είναι άδικο.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Η αμεσότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων εντός της διοίκησης είναι καθοριστικής σημασίας για την ομαλή διεξαγωγή της διαχείρισης της άρδευσης την καλοκαιρινή περίοδο. Η συνθήκη αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στις αρδευόμενες καλλιέργειες, διότι η οποιαδήποτε δυσλειτουργία του αρδευτικού συστήματος επηρεάζει άμεσα την παραγωγή ή ακόμα χειρότερα την επιβίωση της καλλιέργειας. Η καθυστέρηση επίλυσης ενός τεχνικού ή άλλη φύσης προβλήματος που δημιουργεί προσκόμματα στην άρδευση ισοδυναμεί με την καταστροφή της καλλιέργειας και την απώλεια του προσδοκώμενου εισοδήματος από τον παραγωγό, κάτι το οποίο δημιουργεί μεγάλη πίεση και απαιτεί ταχύτητα στην διαδικασία λήψης αποφάσεων για την επίλυση του ζητήματος.
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η περιορισμένη αναγνώριση ορισμένων πιστοποιήσεων από την αγορά και τους εμπλεκόμενους παραγωγούς αναδεικνύει ένα βασικό πρόβλημα τεχνοκρατικού σχεδιασμού χωρίς στρατηγική εμπορικής ένταξης. Αν και μία σειρά από πιστοποιήσεις βασίζεται σε επιστημονικές αναλύσεις υψηλού κύρους (σχετικά με τη βιοδραστικότητα του ελαιολάδου και την ποιότητά του), δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη προσπάθεια προβολής, αναγνωρισιμότητας και σύνδεσης με τις πραγματικές αγορές. Οι παραγωγοί αισθάνονται ότι τους δόθηκε ένα “επιστημονικό πιστοποιητικό” που δεν μεταφράζεται σε οικονομικό πλεονέκτημα για την τοπική κοινωνία. Η πιστοποίηση παραμένει περιορισμένη στην αγορά, χωρίς να γίνεται πλήρης αξιοποίηση της δυναμικής της, ωστόσο παρέχει ελπίδες για το μέλλον.
Αποσπασμα 1
«Μας είπαν ότι είχαμε ένα καλό ποιοτικό λάδι, και μια πολύ καλή ελιά… και μας έδωσαν μία πιστοποίηση. Πες το όπως θες. Και την έχουμε στα χέρια μας. Τι κάνεις; Μία πιστοποίηση έτσι από μόνη της δεν λέει τίποτα, λοιπόν, έτσι ακριβώς.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Πώς θα το προωθήσουμε; Πήρα έναν έμπορα και του λέω: έχουμε ***. Μου λέει: ε, βάλε 30 λεπτά παραπάνω. Αυτό ήταν.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Οι αγρότες αντιλαμβάνονται μια βαθιά ασυμμετρία στη διαδικασία αποτίμησης του προϊόντος, όπου νιώθουν αποκλεισμένοι από τον επιστημονικό διάλογο και από τη συνδιαμόρφωση των εργαλείων και των συμπερασμάτων. Αν και συμμετέχουν ενεργά παρέχοντας δεδομένα (ελαιοδείγματα, πληροφορίες για πρακτικές, περιβαλλοντικά στοιχεία), δεν τους παρέχεται ουσιαστική ανατροφοδότηση ούτε καθοδήγηση για το τι σημαίνουν τα αποτελέσματα σε πρακτικό επίπεδο, και πώς μπορούν να βελτιώσουν το προϊόν τους, κάνοντας τις απαιτούμενες αλλαγές. Οι παραγωγοί δεν λαμβάνουν επεξήγηση για το τι ακριβώς επηρέασε θετικά ή αρνητικά την ποιότητα του προϊόντος τους, ούτε έχουν πρόσβαση σε ένα πλαίσιο αξιολόγησης που να συνδέει τις καλλιεργητικές τους αποφάσεις με το τελικό αποτέλεσμα, ενώ οι απαντήσεις φαίνεται να μην καλύπτουν τις ερωτήσεις τους, καθώς δεν υπάρχει συγκεκριμένο, τεκμηριωμένο ανατροφοδότηση για το τι λειτούργησε ή όχι. Αυτό δημιουργεί αβεβαιότητα, ματαίωση και αίσθηση αποκλεισμού από τη γνώση, παρόλο που το προϊόν είναι δικό τους.
Η παρατήρηση «Έχουμε την πιστοποίηση. Και τι την κάνουμε;» δείχνει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στην επιστημονική τεκμηρίωση και την εφαρμογή: οι παραγωγοί δεν συμμετείχαν στη διαμόρφωση του προϊόντος ως φορείς τεχνογνωσίας, αλλά λειτούργησαν παθητικά, ως πηγές δεδομένων, χωρίς να τους επιστραφεί αξιοποιήσιμη τεχνική ή εμπορική πληροφορία. Αυτό συνιστά απουσία συμπερίληψής τους ως ισότιμων συνομιλητών στη διαδικασία γνώσης, τεκμηρίωσης και εμπορικής αξιοποίησης του προϊόντος και συμβάλλει στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ επιστήμης και αγροτικής πράξης.
Η ελλιπής συμπερίληψη των αγροτών στην αποτίμηση του προϊόντος απορρέει από μια σειρά δομικών αιτίων που καθιστούν τη διαδικασία άνιση και ελλειμματική. Η προσέγγιση των επιστημονικών ομάδων πατάει πάνω στους παραδοσιακούς ρόλους της γνώσης και παραμένει ακαδημαϊκοκεντρική, εστιάζοντας στη χημική ανάλυση και στην τεκμηρίωση χωρίς ενεργή ενσωμάτωση της πρακτικής γνώσης των παραγωγών. Η απουσία μηχανισμών ανατροφοδότησης σημαίνει ότι οι αγρότες παρέχουν δεδομένα χωρίς να λαμβάνουν ουσιαστικές απαντήσεις ή καθοδήγηση για το πώς να βελτιώσουν τις πρακτικές τους ή να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα. Επιπλέον, η διαδικασία αποτίμησης και πιστοποίησης (όπως το AFQ) προκύπτει χωρίς συνδιαμόρφωση, αφήνοντας τους ίδιους τους παραγωγούς εκτός του σχεδιασμού ενός προϊόντος που φέρει το όνομά τους. Όμως ένα βήμα πριν τον σχεδιασμό, οι παραγωγοί έρχονται αντιμέτωποι με μια διαδικασία κατανόησης που μετατρέπει την εργασία τους σε τεχνικό αντικείμενο και τους αποξενώνει από αυτήν. Τέλος, η συστηματική υποβάθμιση της αγροτικής εμπειρικής γνώσης ενισχύει την απόσταση μεταξύ επιστήμης και πράξης, μετατρέποντας τους παραγωγούς από ενεργούς συντελεστές σε παθητικούς πληροφοριοδότες.
Αποσπασμα 1
«-Από αυτά τα πράγματα τα οποία μετράμε βιοχημικά και βλέπουμε στο ελαιόλαδο. Ήταν πιο ποιοτικά κάποια δείγματα.
-Γιατί ήταν πιο ποιοτικά αυτά; Ξέρουμε;
-Είπαμε. Εδαφολογικά χαρακτηριστικά που μπορεί να είναι όντως διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή. Οι πρακτικές που εφαρμόζει ο παραγωγός. Η ελαιοποίηση που μπορεί να κάνει.
-Όχι θεωρητικά. Πρακτικά για τα συγκεκριμένα δείγματα. Θεωρητικά εντάξει το ξέρουμε αυτό. Το καταλαβαίνουμε. Εγώ που τα έβγαλα και έδωσε. Ψέκασα 100.000 φορές.
-Τα ξέρουμε αυτά; Κι αν μάζευα ένα ένα τα τελάρα κι αν τα πήγα μετά από ένα μήνα. Το γνωρίζουμε αυτό; Γιατί δεν βγήκε σωστά; Καλό.
-Αυτό σας λέω. Δεν μπορώ να σας πω ότι κατά 10% συνεισέφερε ας πούμε η περιοχή από την οποία προήρθε ή κατά 50% συνεισέφερε μια κακή ελαιοποίηση που μπορεί να έκανε. Μπορεί να είναι αυτό ή να είναι σε συνδυασμό όλα τα πράγματα. Εσείς όμως βλέπετε το αποτέλεσμα. Εμείς βλέπουμε διαφορά με τη χρονιά με τη χρονιά, εμείς βλέπουμε με τη διαφορά με τη χρονιά με τη χρονιά. Αν εσείς έχετε αλλάξει κάτι θα το δούμε το πράγμα.
-Ναι, αλλά πρέπει να έχουμε μια βάση για αυτό. Πρέπει να ξέρουμε τι κάνουμε σωστά και λάθος.»
(Απόσπασμα από συζήτηση μεταξύ ερευνητή και αγροτών σε ομάδα εστίασης στην περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο, Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Μας είπαν ότι είχαμε ένα καλό ποιοτικό λάδι και μία πολύ καλή ελιά… και μας έδωσαν ένα πιστοποιητικό. Πες το όπως θες. Και την έχουμε στα χέρια μας. Τι κάνεις; Μία πιστοποίηση έτσι από μόνη της δεν λέει τίποτα λοιπόν, έτσι ακριβώς.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Η αποσπασματική πληροφόρηση και η απουσία συστηματικής συμβουλευτικής στήριξης συνιστούν μορφή διαδικαστικής αδικίας για τους αγρότες της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας. Δεν πρόκειται απλώς για έλλειψη τεχνικής βοήθειας· πρόκειται για συστηματική αποτυχία του θεσμικού πλαισίου να διασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση στη γνώση και τη γεωργική καθοδήγηση, ανεξαρτήτως μεγέθους εκμετάλλευσης ή περιοχής. Επι δεκαετίες η ενημέρωση είναι περιστασιακή ή εμπορικά κατευθυνόμενη, και η γνώση μεταδίδεται άτυπα, από στόμα σε στόμα, κάτι που οξύνει την αίσθηση των παραγωγών πως μένουν μόνοι τους να χειριστούν πολύπλοκα ζητήματα (όπως φυτοπροστασία, επιλογή δραστικών ουσιών, περιβαλλοντική συμμόρφωση), χωρίς επαρκή επιστημονική καθοδήγηση. Το αποτέλεσμα είναι σύγχυση, λάθη, απώλεια εισοδήματος και εξάρτηση από ακριβές ιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες υποκαθιστούν αυτό που θα έπρεπε να είναι δημόσιο αγαθό. Πρόκειται για διαδικαστική αδικία γιατί οι θεσμοί δεν διασφαλίζουν την ενεργή και ισότιμη συμμετοχή των παραγωγών στη διαδικασία λήψης τεχνικών αποφάσεων που τους επηρεάζουν άμεσα. Δεν πρόκειται για αδυναμία των αγροτών να προσαρμοστούν, αλλά για δομική αποτυχία της δημόσιας συμβουλευτικής γεωργικής πολιτικής, που οφείλεται σε μια σειρά από διαρθρωτικά αίτια. Τα βασικότερα είναι η υποστελέχωση ή και παντελής απουσία γεωτεχνικών υπαλλήλων στο πεδίο, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές και η αποσύνδεση μεταξύ επιστημονικής έρευνας και αγροτικής πράξης, αφού οι νέες γνώσεις δεν φτάνουν οργανωμένα στον παραγωγό. Αυτό υποδεικνύει ότι, λείπει ένας θεσμοθετημένος μηχανισμός τοπικής ή περιφερειακής συμβουλευτικής, που θα μπορούσε να προσαρμόζει τις οδηγίες στις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής.
Αποσπασμα 1
«Οι γεωπόνοι εφαρμογών… στα 22 χρόνια που ήμουν στον συνεταιρισμό δεν ήρθε καμία φορά ένας γεωπόνος να δει τι γίνεται στον ελαιώνα. Να δώσει πέντε συμβουλές. Αυτοί είναι “τρυπωμένοι”… ενώ η δουλειά τους είναι να είναι έξω στην ύπαιθρο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Πρέπει να υπάρχει γεωπόνος που να είναι στο σήμερα, να έρχεται σε επαφή με το Πανεπιστήμιο, να ξέρει την περιοχή, τις ιδιαιτερότητές της… να σχεδιάσει μαζί με τον παραγωγό τι πρέπει να γίνει. Δεν μπορεί να δουλεύει ο καθένας μόνος του.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«Πρέπει θεσμικά το κράτος, το Υπουργείο, δεν ξέρω ποιος, να βοηθήσει. Να γίνουν πειράματα, να δούμε ποια δραστικά να χρησιμοποιήσουμε. Μέσα σε τρία χρόνια χάσαμε όλες τις δραστικές. Πρέπει κάποιος να μας καθοδηγήσει…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Απόσπασμα 4
«Είναι πολύ σημαντικό. Και νομίζω εκεί πρέπει να επέμβει και το κράτος και να κάνει μεγαλύτερα σεμινάρια, περισσότερα ίσως, εκπαιδευτικά να θωρακίσει τον κόσμο και έτσι να έχουμε μία γνώση μεγαλύτερη πάνω στο αντικείμενο. Αυτό παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Είναι πού θέλουμε να φτάσουμε. Νομίζω ότι εκεί όλα τα άλλα γίνονται. Με τη συνεννόηση και την κατανόηση γίνονται.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Η απουσία επίσημης, λειτουργικής κατεύθυνσης από την πολιτεία ως προς τον ορισμό και το καθεστώς των παραδοσιακών ελαιώνων συνιστά ένα σοβαρό εμπόδιο για την τοπική αγροτική κοινότητα, καθώς δεν υπάρχει σαφής και καθολικά αποδεκτή ερμηνεία για το τι συνιστά «παραδοσιακός ελαιώνας», ούτε ως μορφή τοπίου, ούτε ως σύστημα καλλιέργειας. Από τη μία, αναγνωρίζεται η ιδιαιτερότητα των ελαιώνων με δέντρα μεγάλης ηλικίας, αγριελιές, άναρχη φύτευση και ιστορική συνέχεια. Από την άλλη, δεν υπάρχει επίσημη κατοχύρωση ή διοικητική καθοδήγηση που να επιτρέπει την αξιοποίηση αυτής της ιδιαιτερότητας. Αυτό δημιουργεί σύγχυση στους ίδιους τους παραγωγούς και τους στερεί την πρόσβαση σε ενισχύσεις, πιστοποιήσεις (όπως ΠΟΠ/ΠΓΕ), και αναπτυξιακά εργαλεία. Η απουσία σαφούς ορισμού και η έλλειψη θεσμικής στήριξης ακυρώνουν την προσπάθεια στρατηγικής ανάδειξης των ελαιοτεχνικών τοπίων, εμποδίζουν τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και διατηρούν την κοινότητα σε ένα καθεστώς ανασφάλειας και αδυναμίας διεκδίκησης. Πρόκειται για δομική διαδικαστική αδικία, όπου η πολιτεία δεν αποτυγχάνει μόνο να προστατεύσει, αλλά και να αναγνωρίσει έγκαιρα και ουσιαστικά τον χαρακτήρα ενός ζωντανού πολιτιστικού και παραγωγικού πόρου.
Η απουσία σαφούς θεσμικού πλαισίου για τον παραδοσιακό ελαιώνα οφείλεται κυρίως στην πολυνομία και στη διοικητική ασυνέχεια που δημιουργούν σύγχυση, καθώς διαφορετικοί φορείς εφαρμόζουν αντικρουόμενα κριτήρια χωρίς ενιαίο ορισμό, αλλά και στην έλλειψη επιστημονικής και χαρτογραφικής τεκμηρίωσης, που θα επέτρεπε τον επίσημο χαρακτηρισμό των εκτάσεων ως παραδοσιακών. Αυτό έρχεται σε συνδυασμό με την μηδενική στρατηγική αντίληψη της πολιτείας για τα αγροτικά τοπία ως αναπτυξιακούς και πολιτιστικούς πόρους, γι αυτό περιορίζεται σε αποσπασματικές πολιτικές και σε διοικητική αδράνεια, που οδηγεί σε ανασφάλεια και απραξία, εμποδίζοντας τις κοινότητες να σχεδιάσουν το μέλλον τους.
Αποσπασμα 1
«Παραδοσιακός ελαιώνας σημαίνει πρώτα πρώτα η διαχείριση των δέντρων που παραδοσιακά καλλιεργούμε εδώ… αλλά δεν είναι ξεκάθαρο τι θεωρείται επίσημα παραδοσιακός ελαιώνας…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Ο παραδοσιακός ελαιώνας είναι λιγάκι παρεξηγημένος ακόμα και από εμάς… έχει δέντρα 400 ετών, αγριελιές, είναι άναρχα φυτεμένος… αλλά δεν ξέρουμε και πόσο αναγνωρίζεται αυτό από την πολιτεία…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο))
Οι Ομάδες Παραγωγών θεσμοθετήθηκαν με τον Νόμο 4384/2016, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων, μέσω της συλλογικής διαχείρισης της παραγωγής και της ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών. Σε αντίθεση με τους συνεταιρισμούς, οι οποίοι είναι πιο σύνθετες νομικές οντότητες με δικό τους καταστατικό, Δ.Σ., συνεταιριστικές μερίδες και υποχρεώσεις, οι Ομάδες Παραγωγών εστιάζουν κυρίως στην κοινή εμπορία και διακίνηση παραγόμενων προϊόντων. Παρότι η Πολιτεία θεωρεί τη συλλογική οργάνωση βασικό εργαλείο ενίσχυσης των μικρών παραγωγών, και την προωθεί μέσα από το Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ 2023 – 2027 στην Ελλάδα (Παρέμβασης Π3-77-1.1), οι αγρότες είναι σκεπτικοί απέναντι στη σύσταση τέτοιων σχημάτων. Οι ίδιοι δεν απορρίπτουν την ιδέα της συνεργασίας, αλλά εξαναγκάζονται να την εγκαταλείψουν λόγω των θεσμικών, οικονομικών και κοινωνικών φραγμών. Σύμφωνα με τους παραγωγούς, η νομοθεσία προβλέπει δεσμευτικούς όρους (οικονομικές υποχρεώσεις, αποκλειστική διάθεση προϊόντος, αυξημένα λογιστικά κόστη), που δεν είναι ρεαλιστικοί για μικρούς καλλιεργητές, ενώ και οι προϋποθέσεις για λήψη στήριξης (αφορούν αριθμό μελών και ελάχιστη αξία διακινούμενης παραγωγής 100.000 ευρώ) κρίνονται απαγορευτικές.
Αυτή η πίεση συνοδεύεται από την απουσία θεσμικών υποστηρικτικών μηχανισμών, που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την οργάνωση και τη βιωσιμότητα τέτοιων σχημάτων. Επιπλέον, καταγράφεται ελλιπής κατανόηση εκ μέρους των αγροτών σχετικά με τον ρόλο και τις δυνατότητες των Ομάδων Παραγωγών, γεγονός που επιτείνει την έλλειψη εμπιστοσύνης και συνεννόησης. Αυτή η αδυναμία εμπεδώνεται τόσο από το ιστορικό τραύμα που άφησαν αποτυχημένοι συνεταιρισμοί, όσο και από την πλήρη απουσία καθοδήγησης ή ουσιαστικής ενίσχυσης από την πολιτεία. Συνεπώς, η δυσκολία συγκρότησης συλλογικών σχημάτων απορρέει από έναν συνδυασμό διαρθρωτικών εμποδίων, θεσμικών ελλείψεων και χαμηλού επιπέδου ενημέρωσης.
Αποσπασμα 1
«-Δεν μπορούμε να αντέξουμε ομάδα παραγωγών. Τέλος. Οικονομικά, φτιάξε μια ομάδα παραγωγών, έχεις τελειώσει.
-Εγώ να σου πω κάτι άλλο. Δεν γίνεται γιατί δεν υπάρχει συνεννόηση.
-Άσε τη συνεννόηση, εγώ σου λέω μπορούμε να βγάλουμε άκρη. Με βάση τη νομοθεσία ομάδα παραγωγών δεν μπορούμε να την κάνουμε. Δεσμεύεσαι οικονομικά και ότι πρέπει να δώσεις το προϊόν σου εδώ στην ομάδα αλλά πλέον οι δεσμεύσεις προς την εφορία είναι μεγάλες.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Σούρπη, Νηές))
Στο εσωτερικό των κοινοτήτων επικρατεί έντονη σύγχυση και καχυποψία ως προς το ποιος είναι πραγματικά βιοκαλλιεργητής. Παραγωγοί μιλούν για “βιολογικούς σε παρένθεση”, δείχνοντας ότι η έννοια του βιολογικού έχει χάσει το σαφές της νόημα. Από τη μία, υπάρχουν παραγωγοί που εφαρμόζουν βιολογικές πρακτικές πιστά και πιστεύουν στη διαδικασία, κι από την άλλη, υπάρχουν πιστοποιημένοι παραγωγοί που δεν τηρούν τις αρχές της βιολογικής γεωργίας στην πράξη, ή τις τηρούν επιφανειακά. Η δεύτερη κατηγορία προκύπτει από την είσοδο σε προγράμματα με απώτερο σκοπό την απόσπαση επιδοτήσεων και τροφοδοτείται από τους περιορισμένους ελέγχους. Η αδικία εδώ είναι διαδικαστική, καθώς οι πραγματικοί βιοκαλλιεργητές εξισώνονται θεσμικά με εκείνους που δεν τηρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές.
Η αδικία πηγάζει από τη γραφειοκρατική και εργολαβική διαχείριση της βιολογικής γεωργίας και την αδυναμία του θεσμικού πλαισίου να διαφοροποιήσει έμπρακτα τους πραγματικούς βιοκαλλιεργητές, επιβάλλοντας περισσότερους ελέγχους των πιστοποιημένων κτημάτων και προϊόντων. Μέσω των μηχανισμών πιστοποίησης και επιδότησης (και με την κρατική ανοχή) παράγονται “τύποις βιοκαλλιεργητές”, επιβαρύνοντας ηθικά και οικονομικά όσους ακολουθούν ουσιαστικά τις αρχές της βιολογικής γεωργίας. Έτσι, η διαδικαστική αδικία μετατρέπεται σε θεσμικό πρόβλημα εποπτείας.
Αποσπασμα 1
«-Τα έχουμε όλοι βιολογικά. Μερικοί είμαστε και σε παρένθεση βιολογικοί.
-Όμως είμαστε διάσπαρτοι. Άλλος τα έχει, άλλος δεν τα έχει.
-Συγγνώμη, όταν λέμε “σε παρένθεση βιολογικοί”;
– Άστο, μην το… Έχουμε μερικές περίεργες καταστάσεις […]
-Υπάρχουν και οι βιοκαλλιεργητές που δεν είναι βιοκαλλιεργητές. Υπάρχουν και αυτοί που δεν είναι σε πρόγραμμα και ακολουθάνε το βιολογικό πρόγραμμα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές, Σούρπη))
Οι παραγωγοί μαθαίνουν μέσω επιστημονικής πληροφόρησης ότι το προϊόν τους διαθέτει ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως υψηλές φαινόλες, ωστόσο, η έλλειψη των αναγκαίων οργανωτικών και συλλογικών μηχανισμών καθιστά την αξιοποίηση αυτής της γνώσης ανεφάρμοστη στην πράξη. Υπάρχει θεωρητικά η δυνατότητα βελτίωσης και υπεραξίας του προϊόντος, αλλά απουσιάζουν τα μέσα μετάβασης από τη γνώση στην εφαρμογή, καθώς δεν υπάρχουν ομάδες παραγωγών, κοινές δομές marketing, σχήματα τυποποίησης ή μηχανισμοί κάλυψης του κόστους για επιστημονική υποστήριξη και προβολή. Οι παραγωγοί εγκλωβίζονται έτσι σε έναν φαύλο κύκλο, όπου για να αποκτήσει το προϊόν τους υπεραξία απαιτείται επένδυση, την οποία όμως δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν χωρίς πρόσβαση σε κατάλληλες αγορές. Αυτό το έλλειμμα δεν είναι αποτέλεσμα ατομικής αδράνειας ή έλλειψης ενδιαφέροντος, αλλά δείκτης μιας οργανωτικής αδυναμίας, κατά την οποία οι παραγωγοί αποκλείονται από τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε διαδικασίες που οδηγούν στην ποιοτική αναβάθμιση και εμπορική αξιοποίηση του προϊόντος τους. Το αποτέλεσμα είναι σοβαρές διανεμητικές συνέπειες: η γνώση μένει ανεκμετάλλευτη, η ποιότητα δεν μεταφράζεται σε οικονομική αξία, και η εργασία δεν ανταμείβεται ισότιμα.
Αποσπασμα 1
«-Δηλαδή, το τι ολεασίνη ολεοκανθάλη έχει το ελαιόλαδο σας και αν σας το πω εγώ αυτό και εσείς το ξέρετε, και σας πω με ποιο τρόπο εσείς αυτό το πράγμα μπορείτε να το αυξήσετε, έρχεται και σας το λέει ο επιστήμονας. Θα το κάνετε ή όχι;
-Αναλόγως.
-Θα πάρει υπεραξία; Αν το κάνουμε; Αυτό είναι το βασικότερο όλων.
-Θα πάρει υπεραξία αν το κάνω; Δηλαδή θα δώσω τα λεφτά να κάνω έναν ψεκασμό αλφα ή κάτι άλλο. Ναι, όχι; Παράδειγμα. Ή πώς θα βγει από το ελαιοτριβείο, δεν ξέρω, ποια πρακτική πρέπει να κάνεις. Το θέμα είναι, υπεραξία θα πάρει αυτό το προϊόν, άντε και το ακολούθησα;
-Με ποιον τρόπο παίρνουν υπεραξία τα προϊόντα; Όταν βελτιώνουμε όλα τα χαρακτηριστικά τους, δεν γίνεται με κάποιον άλλο τρόπο. Αν δεν κάνουμε αυτό το βήμα, για να το κλείσουμε με κάποιον χ ψ τρόπο, πιο ακριβά, με ποιο τρόπο θα γίνεται. Μένοντας εκεί ή υποβιβάζοντας την ποιότητα του; Είναι μονόδρομος εκεί. […]
-Εκεί πρέπει να έχει μια ομάδα παραγωγών ή έναν συνεταιρισμό α, ο οποίος θα έχει έναν άνθρωπο marketing πωλήσεων και θα αναλάβει να προωθήσει το προϊόν.»
(Απόσπασμα από συζήτηση μεταξύ ερευνητή και αγροτών σε ομάδα εστίασης στην περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Σούρπη, Αχίλλειο))
Απόσπασμα 2
«-Γιατί όταν δεν μπορείς να πληρώσεις και να πάρεις έναν επιστήμονα για να σου βγάλει τη μελέτη και την αναγνώριση του λαδιού σου και να σου κάνει την τυποποίηση, έχεις χάσει όλη την μπάλα.
-Υπάρχουνε; Ερώτηση: Γιατί δεν μπορείς να τα κάνεις αυτά;
-Εγώ; Εγώ το θέλω. Γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον. Δηλαδή εσύ πιστεύεις, τι, άμα μαζέψεις μια ομάδα παραγωγών θες να μου πεις δηλαδή ότι θα έχεις χάσει πολλά άμα πληρώσεις 100-200 ευρώ τον χρόνο εσύ, εάν μπορείς να βγάλεις το προϊόν σου παραέξω και να πάρεις έναν επιστήμονα και να σου κάνει την πιστοποίηση του λαδιού σου;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός, Σούρπη))
Απόσπασμα 3
«Θέλει κάποιοι να μας βοηθήσουν, γιατί εμείς δεν έχουμε ούτε την εμπειρία, ούτε τα χρήματα, να πάμε σε μια έκθεση διατροφική, ξέρω πώς, στη Γερμανία, να πούμε ότι έχουμε αυτό, αυτό, όντως είναι καλό το προϊόν, πώς θα το προωθήσουμε, που να το πουλήσουμε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Παρά το γεγονός ότι το ελαιόλαδο της περιοχής αναγνωρίζεται ως ποιοτικό, δεν συνοδεύεται από αναγνωρισιμότητα, φήμη ή εμπορική ταυτότητα. Η απουσία θεσμικών μηχανισμών τοπικής ταυτότητας, πιστοποίησης προέλευσης και συστηματικού branding οδηγεί σε απώλεια συμβολικής και εμπορικής υπεραξίας. Το προϊόν είτε πωλείται χύμα και ενσωματώνεται σε άλλες “ισχυρές” ταυτότητες (π.χ. ιταλικές ή άλλες προβεβλημένες ελληνικές περιοχές), είτε αδυνατεί να σταθεί ανταγωνιστικά λόγω του κόστους δημιουργίας ανεξάρτητης ταυτότητας, που απαιτεί συγκριτικά μεγαλύτερη επένδυση σε προβολή και marketing απέναντι σε αναγνωρισμένες περιοχές (όπως η Καλαμάτα ή η Κρήτη).
Αυτή η αδυναμία οργανωμένης θεσμικής αναγνώρισης στερεί από τον τοπικό παραγωγό το δικαίωμα να καρπωθεί το κύρος της προέλευσης και της ποιότητας, και συνιστά διαδικαστική αδικία: οι ιδιαιτερότητες και η αξία του τοπικού προϊόντος δεν προστατεύονται ούτε θεσμικά, ούτε εμπορικά, ούτε πολιτισμικά. Η γεωγραφική καταγωγή, το μικροκλίμα, οι πρακτικές καλλιέργειας και η ιστορική συνέχεια παραμένουν αθέατα, χωρίς αποτελεσματικούς μηχανισμούς τυποποίησης και πιστοποίησης που θα κατοχύρωναν τη διακριτή ταυτότητα του προϊόντος. Η μη ύπαρξη γραφειοκρατικών υποδομών για την αναγνώριση της τοπικής ταυτότητας έχει ως αποτέλεσμα το προϊόν να παραμένει “ανώνυμο”, ακόμη και όταν είναι ποιοτικά άρτιο. Έτσι, η κοινότητα στερείται το συμβολικό και οικονομικό κεφάλαιο που θα της αναλογούσε.
Οι αιτίες αυτής της διαδικαστικής αδικίας εντοπίζονται στην απουσία συλλογικών μηχανισμών τυποποίησης και εμπορίας, στη χαμηλή στήριξη από το κράτος για την ανάδειξη τοπικών brands και στον περιορισμένο βαθμό οργανωτικής συνοχής των παραγωγών. Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο των συνεντεύξεων τον Ιανουάριο του 2024 δεν υπήρχε γεωγραφική ένδειξη για το προϊόν, ενώ πλέον βρίσκεται υπό ανάπτυξη το ΠΟΠ “Αγουρέλαιο Πτελεού”, μετά από συντονισμένες προσπάθειες της Περιφέρειας Θεσσαλίας και του Δήμου Αλμυρού.
Αποσπασμα 1
«Η γεωγραφική ένδειξη, από τη στιγμή που εμείς οριοθετήσουμε τον ελαιώνα… δεν το έχουμε κάνει. Πρέπει να φτιάξουμε χάρτη, να πούμε ότι αυτός έχει αυτό το ανάγλυφο. […] Δεν το κάνουμε γιατί χρειάζεται χρήματα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Μπήκαμε σε ορισμένα μάρκετ, έβλεπαν λάδι Πτελεού, το καλύτερο, δεν το ξέρουν, πώς θα περπατήσει;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Παρά την αναγνωρισμένη ποιότητα του τοπικού ελαιολάδου, οι “θεσμοί” και η Πολιτεία, δεν παρέχουν καμία ουσιαστική υποστήριξη για την τυποποίηση, την προβολή ή την εμπορική ανάδειξή του. Οι παραγωγοί δηλώνουν ότι το κράτος δεν έδωσε την υποστήριξη που πρέπει, ενώ εκφράζουν αδυναμία ακόμα και να συμμετάσχουν σε εκθέσεις ή να αποκτήσουν βασικά τεχνολογικά μέσα για τον εκσυγχρονισμό τους, δύο άξονες οι οποίοι θα ενίσχυαν την ορατότητα και την καλλιέργεια. Ακόμα, τονίζεται ότι η απουσία κρατικής μέριμνας στη διασύνδεση του προϊόντος με την αγορά στερεί από τους παραγωγούς κάθε δυνατότητα να αναδείξουν το προϊόν τους πέρα από την τοπική αγορά. Η συνθήκη αυτή αφορά τη μη ισότιμη δυνατότητα συμμετοχής των παραγωγών στις διαδικασίες που καθορίζουν την τύχη του προϊόντος τους. Δεν έχουν πρόσβαση σε υποστηρικτικούς μηχανισμούς (τεχνική βοήθεια, χρηματοδότηση για τυποποίηση, προβολή, εκπαίδευση για εξαγωγές), ούτε σε χώρους λήψης αποφάσεων ή προγραμμάτων που θα τους έδιναν εργαλεία να προωθήσουν το προϊόν τους ως ξεχωριστό. Αν και τυπικά επιτρέπεται να συμμετέχουν, ουσιαστικά αποκλείονται λόγω κόστους, έλλειψης τεχνογνωσίας και απουσίας κρατικής στήριξης. Η διαδικασία προώθησης, πιστοποίησης και εξαγωγής του προϊόντος είναι κλειστή για τους μικρούς παραγωγούς, αφήνοντάς τους εξαρτημένους από ενδιάμεσους που καρπώνονται την υπεραξία. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο παραγωγός δεν έχει φωνή, δεν έχει εργαλεία και δεν έχει ίση θέση στην αγροδιατροφική αλυσίδα.
Η αδικία πηγάζει από τη διαχρονική αδυναμία των θεσμών να οργανώσουν πολιτικές στήριξης για τις μικρές, τοπικές παραγωγές, την έλλειψη στρατηγικής branding του ελληνικού ελαιολάδου σε αποκεντρωμένο επίπεδο, και από μια θεσμική αδιαφορία για την ενδυνάμωση των ίδιων των παραγωγών. Οι πολιτικές μένουν σε επίπεδο ευχολογίων ή εθνικών αφηγήσεων, χωρίς εργαλεία εφαρμογής στην πράξη για όσους παράγουν σε μικρή κλίμακα και σε μειονεκτικές περιοχές.
Αποσπασμα 1
«Οι κυβερνόντες δεν φρόντισαν αυτό το χρυσάφι που έχουμε να το τυποποιήσουν και να το στείλουν στο εξωτερικό ώστε και ο έρμος ο παραγωγός να αλλάξει ένα παντελόνι.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Απόσπασμα 2
«Χρειάζεται να μας βοηθήσουν γιατί δεν έχουμε ούτε την εμπειρία, ούτε τα χρήματα, να πάμε σε μια έκθεση διατροφική, να πούμε ότι έχουμε αυτό, όντως είναι καλό το προϊόν. Πώς θα το προωθήσουμε;»
(Απόσπασμα συνέντευξης με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Παραδοσιακών Ελαιώνων Νοτιοδυτικής Μαγνησίας)
Απόσπασμα 3
«Είμαστε υπέρ αλλά πρέπει να είναι υπάρχει βοήθεια από το κράτος. Να έχει επιδότηση για να πάρουμε έναν drone, να κάνουμε τη δουλειά μας σωστά.»
Οι παραγωγοί διαθέτουν βαθιά εμπειρική γνώση της καλλιέργειας, βασισμένη σε πολυετή πρακτική, διαγενεακή μετάδοση και προσωπική παρατήρηση. Όπως οι ίδιοι περιγράφουν, εφαρμόζουν σταθερές πρακτικές επί δεκαετίες, γνωρίζουν πολύ καλά το περιβάλλον και τις συνθήκες της κάθε καλλιέργειας και του κάθε αγροτεμαχίου και διατηρούν μια σχέση σχεδόν βιωματική με το επάγγελμα τους. Ωστόσο, αυτή η γνώση δεν αναγνωρίζεται ως έγκυρη ή ισότιμη. Δεν καταγράφεται, δεν ενσωματώνεται στον σχεδιασμό, και δεν χρησιμοποιείται ως βάση τεκμηρίωσης για τις επιστημονικές ή θεσμικές παρεμβάσεις. Αντιμετωπίζονται ως αποδέκτες γνώσης και όχι ως συνδιαμορφωτές της, παρότι κατανοούν και μπορεί να γνωρίζουν πού πήγαν στραβά τα δείγματα και γιατί σκόραραν χαμηλά. Αυτή η συνθήκη είναι ενδεικτική επιστημική αδικία- δηλαδή, όταν η γνώση, οι εμπειρίες και οι προοπτικές τους συστηματικά υποτιμώνται, απορρίπτονται ή αγνοούνται λόγω προκαταλήψεων ή ανισορροπιών εξουσίας. Η αδικία αυτή δεν προκύπτει τυχαία. Οφείλεται σε ένα σύστημα που δίνει αξία μόνο στη θεσμοποιημένη, επιστημονική γνώση και αγνοεί τη συμβολή της εμπειρίας, κάτι που ξεκινά από την λειτουργία των θεσμών. Δεν υπάρχουν θεσμικοί μηχανισμοί που να επιτρέπουν την τεκμηρίωση και ενσωμάτωση της τοπικής αγροτικής γνώσης, ούτε διαύλοι επικοινωνίας που να διευκολύνουν τον διάλογο μεταξύ επιστήμης και πράξης. Η πολιτισμική και κοινωνική απόσταση μεταξύ επιστημονικών ομάδων και αγροτικής κοινότητας ενισχύει αυτή την αδικία, αναπαράγοντας την ιδέα ότι η εμπειρική γνώση είναι “παρωχημένη” ή “υποκειμενική”. Έτσι, οι παραγωγοί όχι μόνο περιθωριοποιούνται γνωσιακά, αλλά και αποδυναμώνονται στον ρόλο τους ως ισότιμοι εταίροι στην παραγωγή και αξιοποίηση του ίδιου τους του προϊόντος.
Αποσπασμα 1
«Κι εγώ αισθάνομαι από πού πήγα στραβά και από πού δεν πήγα στραβά… Ξέρω αυτά τα δείγματα που θα δώσω, ξέρω εγώ τι έχει γίνει. Οπότε βλέπω ποιο πήρε την καλύτερη βαθμολογία, άρα αυτά πρέπει να εφαρμόσω. Αυτό είναι το βιογραφικό, δηλαδή η εμπειρία σου.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο))
Απόσπασμα 2
«Δεν είναι ένας απρόσωπος ελαιώνας, σε δένει, γι αυτό. Ενώ αν ήταν μία γραμμική φύτευση και έμπαινες με το ψεκαστικό και την τουρμπίνα, μπήκες με την τουρμπίνα, ψέκασες, τελείωσες. Ενώ εκεί ξέρεις την κάθε ελιά, έχεις μπει στην κάθε ελιά, την έχεις κόψει, την έχεις κλαδέψει, έχεις κόψει τα αγρίδια από την κάθε ελιά, ο πατέρας μου θυμάται ποια ελιά είναι αυτή και πόσα τελάρα, και τώρα έρχομαι στα χνάρια του και θυμάμαι αν έχω ξεχάσει. Μπολιάζεσαι με αυτή την κουλτούρα. Αυτός είναι ο παραδοσιακός. Αλλά είναι συνυφασμένο με την ταλαιπωρία.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«Εμείς έτσι με το σύστημα καλλιέργειας, να τα μαζεύουμε νωρίς, να τα κλαδεύουμε κάθε χρόνο και αυτά που εφαρμόζουμε, από το 2012 μέχρι το φέτος, δηλαδή σε 11 χρόνια, δύο φορές δεν είχαμε εσοδεία.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Η ύπαρξη διαφορετικών προτεραιοτήτων μεταξύ των παραγωγών για το τελικό προϊόν – αν θα στοχεύσουν στη βρώσιμη ελιά, στο ποιοτικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο ή στη μαζική παραγωγή χαμηλότερης ποιότητας – συνιστά διαδικαστική αδικία, όταν αυτή η διαφοροποίηση δεν προκύπτει από ελεύθερη επιλογή, αλλά από άνισες συνθήκες συμμετοχής στο σύστημα παραγωγής. Οι παραγωγοί δεν έχουν όλοι ίση πρόσβαση στα μέσα, την πληροφόρηση και τις θεσμικές δυνατότητες για να διαμορφώσουν τη δική τους στρατηγική με ίσους όρους. Έτσι, ενώ κάποιοι μπορούν να επενδύσουν στην ποιότητα και στην προστιθέμενη αξία του προϊόντος τους, άλλοι αναγκάζονται να παράγουν σε όγκο και όχι σε ποιότητα, επειδή αυτό τους επιτρέπει η υποδομή και η οικονομική τους κατάσταση. Ως βασικά αίτια είναι η ανισότιμη πρόσβαση σε κρίσιμες υποδομές, όπως τα σύγχρονα ελαιοτριβεία που απαιτούνται για την παραγωγή ποιοτικού ελαιολάδου. Πολλοί παραγωγοί αναγκάζονται να συνεργαστούν με παλιές μονάδες που δεν πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υποστηρίξουν ποιοτικό προϊόν, ακόμη κι αν το επιδιώκουν. Παράλληλα, η οικονομική πίεση και η χρόνια έλλειψη ρευστότητας τους οδηγεί στην επιλογή της ποσότητας έναντι της ποιότητας, με μοναδικό στόχο την επιβίωση. Τέλος, η απουσία συλλογικού σχεδιασμού και οργανωμένης υποστήριξης τους αφήνει μόνους, χωρίς πρόσβαση σε κοινή στρατηγική, τεχνική καθοδήγηση ή θεσμικά εργαλεία που θα τους ενίσχυαν στη λήψη αποφάσεων για την κατεύθυνση της παραγωγής τους.
Αποσπασμα 1
«Υπάρχουν μεν ελαιοτριβεία που μπήκαν σε προγράμματα και έχουν μαλακτήρες υψηλών προδιαγραφών, αλλά άλλοι όχι. Ένα παλιό ελαιοτριβείο δεν είναι ίδιο με το καινούργιο. Τα παλιά δεν παίρνουν τις ελιές μας. Τώρα υπάρχουν τουρμπίνες ειδικές… Αν πατάω σε ένα και βγάζω 2 κιλά, και σε άλλο 3, εγώ θα πάω εκεί που βγάζω 3.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«-Ανάλογα τι κατεύθυνση έχεις. Άμα πηγαίνει για ελιά, πού το κατευθύνεις.
-Εγώ μαζεύω τις κορυφές που λέμε για βρώσιμη, κι ό,τι μένει, για λάδι. Αλλά, να απαντήσω στον γεωπόνο, γιατί λέμε ότι η ελιά πάει πιο πολύ για βρώσιμη ή αν θα πάει για λάδι. Ξέρω πώς λειτουργείτε, εγώ ξέρω πώς μαζεύω εγώ ελιές, μαζεύω τη μαύρη μαύρη που λέμε τη βρώσιμη, καρπό, και ό,τι μένει, το υπόλοιπο, πάει για λάδι.
-Το σκάρτο δηλαδή πάει για λάδι…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές, Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«-Το λάδι έχει αποδειχτεί σε μια άλλη ποικιλία ότι δεν είναι καλύτερη από ότι η ξηρική. Ποιο θα σου βγάλει καλύτερο λάδι, το ξηρικό ή το αρδευόμενο;
-Δεν μαζεύεις τη βρώσιμη και μετά ό,τι μένει πας να το βγάλεις λάδι. Αυτό σου λέει η κυρία.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός, Σούρπη))
Απόσπασμα 4
«Κοίτα, αυτό που λέγαμε πριν για το ποιοτικό. Για την ποιότητα του ελαιολάδου. Σίγουρα, ποιοτικά όλοι θέλουμε πράσινο αγουρέλαιο, έξτρα γεύση, έξτρα άρωμα, πολυφαινόλες, ελαιοκανθάλες, ό,τι θες να είναι στον Θεό. Αυτό. Βιοποριστικά και παρθένο ελαιόλαδο να βγάλω. Να βγάλω έξτρα παρθένο έναν τόνο και να βγάλω απλό παρθένο 15 τόνους, προτιμώ να βγάλω 15 τόνους απλό παρθένο. Γιατί είναι βιοποριστικό το θέμα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο))
Είναι γεγονός, το οποίο αναγνωρίζεται σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, ότι ακολουθείται μία συγκεκριμένη διαδικασία κατά την παράδοση και επεξεργασία του προϊόντος στα ελαιοτριβεία: μέσα σε ένα ελαιοτριβείο ή μια αλυσίδα τυποποίησης, το βιολογικό προϊόν δεν έχει προτεραιότητα και συχνά ενσωματώνεται στη ροή του συμβατικού, χωρίς διακριτό χειρισμό. Όπως καταδεικνύεται στο απόσπασμα της ομάδας εστίασης, το αποτέλεσμα είναι μια υποβάθμιση του προϊόντος τόσο πρακτικά όσο και συμβολικά – βρίσκεται “στη μέση”, χωρίς να αναγνωρίζεται ως κάτι ξεχωριστό. Αφενός, αυτή η πρακτική υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη πρόβλεψη για τη διαχείριση των βιολογικών ελιών, τόσο λόγω περιορισμένης ποσότητας, όσο και για λόγους απαξίωσης της ανάγκης διάκρισης. Όμως, αυτός ο μη-διαχωρισμός μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στους βιοκαλλιεργητές, διότι τα όρια υπολειμματικοτήτων είναι πολύ χαμηλότερο από ότι στο συμβατικό ελαιόλαδο, άρα, αν πάρει έστω και ένα μέρος συμβατικού προϊόντος, αναμειχθεί και στη συνέχεια προσδιοριστεί, μπορεί να βγάλει όλο το προϊόν εκτός αγοράς. Πρόκειται για αναγνωριστική αδικία, γιατί δεν αναγνωρίζεται ούτε ως πεποίθηση ούτε πρακτικά ότι το βιολογικό προϊόν διαφέρει — ως προς την ποιότητα, τη φιλοσοφία και την απαίτηση χειρισμού. Η ταυτότητα του προϊόντος αποσιωπάται ή θολώνεται. Επιπλέον, η αδικία έχει και διανεμητικές επιπτώσεις: εφόσον το προϊόν δεν διαχειρίζεται χωριστά, μπορεί να χάσει την ιδιαίτερη αξία του, και να μην αμειφθεί αναλογικά, άρα χάνεται η υπεραξία που ο παραγωγός επένδυσε να δημιουργήσει.
Το φαινόμενο οφείλεται στην έλλειψη θεσμικού πλαισίου ή τεχνικής υποδομής για διακριτή επεξεργασία του βιολογικού ελαιολάδου, στην ανυπαρξία αγοράς που να απαιτεί ενεργά διαφοροποιημένα προϊόντα, και στην απροθυμία των συνεταιρισμών ή μεταποιητικών μονάδων να κάνουν διαχωρισμό. Επιπλέον, η κοινωνική απαξίωση ή αδιαφορία για τη βιολογική παραγωγή καθιστά τον παραγωγό ανίσχυρο να απαιτήσει ισότιμη ή έστω δίκαιη μεταχείριση μέσα στο σύστημα.
Αποσπασμα 1
«-Αλλά όταν φτάνει, πρώτα το συμβατικό, πίσω το συμβατικό, στη μέση εσύ με το βιολογικό […] -Δεν είναι έτσι. Δεν γίνεται έτσι. Δηλαδή μπορείς εσύ μετά το συμβατικό, αν έχεις βιολογικά, να μπεις να βγάλεις λάδι; Κατάλαβες τι εννοώ;
-Δεν υπάρχει βιολογική γραμμή. Γραμμή να ξεκινάει να πατιέται η ελιά, να βγαίνει στους μαλακτήρες και να βγαίνει το λάδι. Πηγαίνεις εσύ που έχεις συμβατική καλλιέργεια, πατάς το λάδι… ένα κομμάτι από όπως κάνουμε στη σειρά τα λάδια μας, ένα κομμάτι θα πάρω εγώ από τον προηγούμενο. Δεν γίνεται να καθαριστεί όλο…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Οι παραγωγοί που επιλέγουν τη βιολογική καλλιέργεια, με αυξημένο κόπο, αυστηρότερες προδιαγραφές και συχνά μικρότερες αποδόσεις, δεν απολαμβάνουν την κοινωνική και οικονομική αναγνώριση που τους αναλογεί. Παράγουν ποιοτικότερο και περιβαλλοντικά φιλικότερο προϊόν, όμως η αγορά και το σύστημα αποζημίωσης δεν το διαφοροποιούν ουσιαστικά, ενώ και η κοινωνική τους εικόνα παραμένει περιθωριακή ή αόρατη. Η αξιοποίηση του πριμ ως δέλεαρ υποδηλώνει ότι το σύστημα ωθεί τους παραγωγούς σε επιδότηση επιβίωσης, όχι σε στρατηγική αναγνώρισης αξίας, και η απαίτηση για αναγνώριση, όχι μόνο ως τιμή, αλλά και ως συμβολική επιβράβευση της προσπάθειας, μένει ανεκπλήρωτη. Αυτό δεν είναι απλώς θέμα εισοδήματος· είναι θέμα θεσμικής αποδοχής και κοινωνικής δικαίωσης του ρόλου που διαδραματίζουν οι βιολογικοί παραγωγοί.
Αποσπασμα 1
«Εγώ είμαι βιολογικός καλλιεργητής τα τελευταία πέντε χρόνια και μπήκα μόνο για το πριμ. Ακριβώς γιατί ο κόπος μου δεν ανταμείβεται ούτε η υπεραξία μου πληρώνεται.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Σούρπη))
Απόσπασμα 2
«Κάθε χρόνο δίνω βιολογικό προϊόν σαφώς σε ανώτερη τιμή, […] αλλά απαιτώ να αναγνωριστεί.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Η αδυναμία αξιοποίησης νέων τεχνολογιών, όπως τα drone, τα σύγχρονα ελαιοτριβεία και οι αναλύσεις ποιότητας, είναι έντονη στους παραδοσιακούς ελαιώνες της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας. Αν και η τεχνολογία είναι διαθέσιμη και υπόσχεται μείωση κόστους και βελτίωση αποδόσεων, η πρόσβαση σε αυτήν παραμένει άνιση. Το υψηλό αρχικό κόστος και η έλλειψη τεχνικής κατάρτισης λειτουργούν ως φραγμοί, αφήνοντας τους μικρούς και λιγότερο οργανωμένους παραγωγούς εκτός της τεχνολογικής εξέλιξης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των drone: οι παραγωγοί αναγνωρίζουν τη χρησιμότητά τους στον στοχευμένο ψεκασμό και την παρακολούθηση του δάκου, αλλά το κόστος αγοράς, η τεχνική δυσκολία χειρισμού και η ιδιομορφία του εδάφους καθιστούν την τεχνολογία απρόσιτη για τους περισσότερους. Παρόμοια, οι αναλύσεις λαδιού και οι πιστοποιήσεις, που θα μπορούσαν να αναδείξουν την ποιοτική υπεροχή του προϊόντος, δεν μεταφράζονται σε εμπορικό πλεονέκτημα, λόγω έλλειψης θεσμικής υποστήριξης και κατάλληλων εργαλείων διάθεσης.
Η ανισότητα αυτή δεν είναι τυχαία. Οφείλεται σε τέσσερις βασικούς παράγοντες: το υψηλό κόστος επενδύσεων, την έλλειψη τεχνικής κατάρτισης, την απουσία υποστηρικτικών θεσμών (όπως ομάδες παραγωγών και συμβουλευτικές υπηρεσίες) και την αναντιστοιχία των δημόσιων προγραμμάτων με τις πραγματικές ανάγκες των μικρών παραγωγών. Το αποτέλεσμα είναι μια σαφής μορφή διανεμητικής αδικίας: οι τεχνολογικές και εμπορικές ευκαιρίες συγκεντρώνονται στους ήδη ισχυρούς και οργανωμένους, ενώ οι μικροί τοπικοί αγρότες παραμένουν αποκλεισμένοι και ανίσχυροι να επωφεληθούν από την καινοτομία. Η τεχνολογία, αντί να μειώνει τις ανισότητες, διευρύνει το χάσμα, εγκαθιδρύοντας μια άνιση δυναμική εξέλιξης στον αγροτικό χώρο.
Αποσπασμα 1
«-Δεν υπάρχουν τα χρήματα για το drone, το drone κάνει τριάντα χιλιάρικα…
-Αν δεν πάμε, θα εξαφανιστούμε. Αυτό.
-Είμαστε, αλλά πρέπει να υπάρχει βοήθεια από το κράτος… Να έχει επιδότηση για να πάρουμε ένα drone…
-Ποιος θα το χρησιμοποιήσει, ποιος θα το στήσει; Από εμάς δεν μπορεί κανείς να το κάνει αυτό.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός, Αμαλιάπολη, Αλμυρός))
Απόσπασμα 2
«Να σηκώσω το drone, να δω αν υπάρχει δάκος σε 5 δέντρα και να ψεκάσω μόνο εκεί. Αυτό τελικά μειώνει το κόστος. Αλλά είναι εμπροστοβαρής επένδυση, θέλει υποδομή, γνώση, συντονισμό…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«Είναι δώρο άδωρον να κάνουμε αναλύσεις, να βελτιώσουμε πρακτικές, να έχουμε δεδομένα ότι το προϊόν είναι καλό… και να μην μπορεί ο κόσμος να το αξιοποιήσει.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην προστασία των ελαιώνων από βασικούς φυτοπαθολογικούς και εντομολογικούς εχθρούς, όπως ο δάκος και ο πυρηνοτρήτης. Το σύστημα δακοκτονίας ξεκίνησε το 1953 και τα τελευταία χρόνια έχει αποδιοργανωθεί, καθώς η εφαρμογή γίνεται πρόχειρα, μηχανικά, χωρίς επιστημονική καθοδήγηση ή χωρική διαφοροποίηση. Ψεκασμοί πραγματοποιούνται ακόμα και σε χρονιές χωρίς παραγωγή ή χωρίς επιβεβαιωμένη παρουσία του εντόμου, από εργολάβους συμβεβλημένους με την τοπική Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής. Οι εργάτες καλύπτουν επιφανειακά την έκταση, περιοριζόμενοι στους δρόμους, χωρίς να μπαίνουν εντός των κτημάτων. Παράλληλα, οι βιοκαλλιεργητές ή όσοι εφαρμόζουν ήπιες μεθόδους αντιμετώπισης, δεν έχουν πρόσβαση σε καμία ουσιαστική στήριξη. Χρησιμοποιούν δικές τους παγίδες, επιβαρύνονται οι ίδιοι οικονομικά και λειτουργούν χωρίς καμία τεχνική υποστήριξη. Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι δραστικοί και αποτελεσματικοί φυτοπροστατευτικοί παράγοντες έχουν αποσυρθεί, και οι διαθέσιμες εναλλακτικές (π.χ. πυρηνεθρίνες, θειασβέστιο) αμφισβητούνται ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Η αδυναμία ουσιαστικής προστασίας από βιολογικούς εχθρούς πλήττει δυσανάλογα τους μικρούς παραγωγούς, τους βιοκαλλιεργητές και όσους βρίσκονται σε πιο απομονωμένες περιοχές διότι αναγκάζονται να ξοδεύουν χρήματα χωρίς αντίκρισμα ή να μένουν εκτεθειμένοι, αναλαμβάνοντας ρίσκο χωρίς εναλλακτική. Η πολιτεία, ενώ έχει την ευθύνη για την πρόληψη, έχει δημιουργήσει έναν μηχανισμό εφαρμογής του προγράμματος ο οποίος έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Έτσι μετακυλίεται το κόστος και η ευθύνη της φυτοπροστασίας στον παραγωγό, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου οι πιο αδύναμοι επιβαρύνονται περισσότερο.
Η αδικία αυτή προκύπτει από την υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος φυτοπροστασίας, την ιδιωτικοποίηση της εφαρμογής (μέσω εργολάβων χωρίς τεχνική ευθύνη), την έλλειψη τεχνογνωσίας και παρακολούθησης πληθυσμών εχθρών, και την απώλεια αποτελεσματικών σκευασμάτων χωρίς αντικατάσταση. Η κρατική πολιτική δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες του πεδίου, δεν κάνει διάκριση μεταξύ περιοχών ή τύπων παραγωγής και αφήνει τους πιο εκτεθειμένους να αντιμετωπίζουν μόνες τους τις συνέπειες της έλλειψης προστασίας. Σε αυτό το καθεστώς, όπου οι καλλιεργητές μένουν εκτεθειμένοι στη μεγαλύτερη απειλή για το ετήσιο εισόδημα τους, κάποιοι παλαιότεροι θυμούνται με νοσταλγία την δακοκτονία μέσα αεροψεκασμών…
Αποσπασμα 1
«Έρχεται ο εργολάβος, έχει δεν έχει παραγωγή, θα κάνουμε δακοκτονία. […] Μπαίνουν στο τρακτέρ ένας από εδώ, ένας από εκεί, περνάνε στους δρόμους όπου υπάρχει δρόμος και ψεκάζουν ό,τι βρίσκουν. Τι δακοκτονία είναι αυτή; […] Η δακοκτονία δεν γίνεται στα φύλλα, γίνεται στον κορμό.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Απόσπασμα 2
«-Κάποτε ο συνεταιρισμός έκανε δακοκτονία με 10 άτομα, τώρα εργολάβοι, και τίποτα.
– Με ψεκασμοί και με τέτοια, όλοι όσοι έκαναν, έκλεβαν. Αυτός που είπε ο κύριος μπροστά, 3 έβαζε, τα 2 τα έπαιρνε σπίτι, τα πούλαγε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με συνταξιούχους αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«-Και προσπαθούμε τώρα εμείς, από μόνοι μας, να μάθουμε να καλλιεργούμε. Και αυτά που μας λένε, εν τω μεταξύ, οι γεωπόνοι που είναι έξω, κοιτάν και αυτοί να βγάλουν κέρδος, και καλά κάνουν. Ρίξε εκείνο, ρίξε το άλλο, φτιάχνει το άλλο. Ενώ, μπορεί και να μην έχουν, π.χ. οι πυρηνοτρήτης, μπορεί να μην έχει, γιατί να ψεκάσω. Γιατί να μην το γλιτώσω αυτό και να πάμε πιο πίσω;
-Δεν γίνεται συστηματική δουλειά. Για να πετύχεις όλες – πώς να το πω – στα έντομα, στον πυρηνοτρήτη, τις τρεις γενιές που υπάρχει – στη φυλλόβια, στην ανθόβια και στην καρπόβια – πρέπει να έχεις παγίδες και να δεις πότε είναι. Και όλες οι περιοχές δεν είναι το ίδιο. Είναι ζεστές περιοχές που σκάνε πιο νωρίς, είναι οι πιο δροσερές αργότερα, και οι μεσαίες.»
(Απόσπασμα συνέντευξης με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Παραδοσιακών Ελαιώνων Νοτιοδυτικής Μαγνησίας)
Απόσπασμα 4
«-Εν τω μεταξύ, ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι ότι έχουν αποσυρθεί όλα τα δραστικά, δηλαδή τα εντομοκτόνα. Γιατί σας είπα και προηγουμένως υπήρχαν αποτελεσματικά φάρμακα.[…]
-Το τελευταίο καλό δραστικό και αποτελεσματικό φάρμακο που υπήρχε ήταν το ***, το οποίο το αποσύρανε πριν από 2–3 χρόνια. Φάρμακο για τον πυρηνοτρήτη.
-Τώρα έχουμε τις πυρηνεθρίνες, έχουμε το θειασβέστιο, αυτά. Αυτά είναι βιολογικά.
-Δεν ξέρουμε και τι δουλειά κάνουν.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός, Αμαλιάπολη))
Απόσπασμα 5
«-Το αεροπλάνο μας έκανε δουλειά. Μπορούμε να κάνουμε κάτι να έρθει πάλι το αεροπλάνο; Μπορείτε να κάνετε τίποτα; […]
–Μόνο με τα αεροπλάνα κάνανε. 100%. Με το αεροπλάνο ήμασταν πολύ καλά.
-Το αεροπλάνο ψεκάριζε γενικά. Αυτό μας έσωσε.
-Το πιο τέλειο.
-Και οικονομία στο φάρμακο.
-Εμείς τώρα περνάμε όπου είναι δρόμος ίσιος, στην άσφαλτο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με συνταξιούχους αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Οι επιδοτήσεις που παρέχονται στους αγρότες υποτίθεται ότι στοχεύουν στην ενίσχυση της βιωσιμότητας της παραγωγής και στην άμβλυνση των επιπτώσεων από αντίξοες συνθήκες, ωστόσο, στην πράξη, το σύστημα διανομής τους λειτουργεί άδικα και άνισα. Οι παραγωγοί σε περιοχές με αυξημένο κόστος (ορεινές, ξηρικές, μη εντατικοποιημένες καλλιέργειες) δεν λαμβάνουν επιδοτήσεις ανάλογες με τις επιβαρύνσεις τους. Αντίθετα, περιοχές του κάμπου με αρδευόμενες, εντατικές καλλιέργειες λαμβάνουν τις ίδιες ή και μεγαλύτερες ενισχύσεις, παρότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες και το κόστος παραγωγής σημαντικά χαμηλότερο. Ταυτόχρονα, υπάρχουν παραγωγοί που δηλώνουν καλλιέργειες αλλά δεν τις δουλεύουν ουσιαστικά, και παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν να λαμβάνουν επιδοτήσεις. Η έλλειψη ελέγχων δυσχεραίνει την κατανόηση της πραγματικής δραστηριότητας, και η γραφειοκρατική ακαμψία οδηγούν στην κατανομή πόρων σε μη ενεργούς ή ευνοημένους, και στην αποκλεισμένη στήριξη των ουσιαστικά ενεργών, μικρών και ευάλωτων παραγωγών. Οι επιδοτήσεις λειτουργούν ως βασικός μηχανισμός αναδιανομής πόρων στον αγροτικό χώρο κι όταν αυτή η αναδιανομή δεν λαμβάνει υπόψη το πραγματικό κόστος παραγωγής, τη φυσική δυσκολία ή τη χωρική μειονεκτικότητα, τότε μετατρέπεται σε μηχανισμό αναπαραγωγής ανισοτήτων.
Η συνθήκη αυτή καθίσταται αδικία που προκύπτει από την απουσία χωρικά διαφοροποιημένης αγροτικής πολιτικής, την γραφειοκρατική αδιαφορία, και την έλλειψη πολιτικής βούλησης να αποδοθούν οι ενισχύσεις σε αυτούς που πραγματικά παράγουν υπό δύσκολες συνθήκες. Οι μηχανισμοί ελέγχου είναι ανεπαρκείς, η στόχευση χαλαρή και η εφαρμογή των κανόνων γίνεται χωρίς κοινωνικοχωρικά κριτήρια.
Αποσπασμα 1
«Θέλουμε, επειδή είμαστε σε μειονεκτική θέση, και μεγαλύτερη τιμή στο προϊόν αλλά και μεγαλύτερη επιδότηση από την ελιά που είναι στον κάμπο. […] Τα έξοδά μας είναι πολύ μεγαλύτερα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Είμαστε μονοκαλλιέργεια. Φέτος εσοδεία δεν έχουμε. Είχαμε ακαρπία. Οι επιδοτήσεις μειώνονται, οι έμποροι εκμεταλλεύτηκαν το προϊόν μας […] Δεν υπάρχει κερδοφορία.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«Ίσως δεν θα έπρεπε να δίνουν επιδοτήσεις στον κάμπο. Είναι μεγάλο λάθος που επέτρεψαν να μπουν ελιές στον κάμπο. […] Δεν έπρεπε να πάρει επιδότηση. […] Δεν μπορείς να βγάλεις παραγωγές μεγάλες όπως στον κάμπο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αμαλιάπολη))
Απόσπασμα 4
«Πρέπει να κοπούν οι επιδοτήσεις σε αυτούς που δεν καλλιεργούν τα κτήματα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Σούρπη))
Απόσπασμα 5
«Να δώσουν σε αυτούς που καλλιεργούν. […] Με τον δορυφόρο δεν μπορεί να δει αν το καλλιεργούν.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Μετά το ακραίο καιρικό φαινόμενο «Ντάνιελ», πολλοί παραγωγοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απόλυτη απώλεια πρόσβασης στα αγροτεμάχιά τους. Οι καταστροφές στη βασική αγροτική υποδομή – δρόμοι, χωματόδρομοι, γεφύρια– ήταν τέτοιες που κατέστησαν αδύνατη ακόμη και την πεζή πρόσβαση σε πολλές περιπτώσεις. Ως αποτέλεσμα, τα κτήματα αποκόπηκαν από το οδικό δίκτυο, και η δυνατότητα καλλιέργειας ή συγκομιδής αναβλήθηκε επ’ αόριστον, χάνοντας την ετήσια παραγωγή. Η κατάσταση αυτή δεν ήταν προσωρινή: σε πολλές περιπτώσεις η αποκατάσταση δεν προχώρησε για εβδομάδες ή και μήνες, ιδιαίτερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία. Η επιβάρυνση δεν κατανέμεται ομοιόμορφα στον αγροτικό πληθυσμό, καθώς όσοι έχουν χωράφια σε πιο απομονωμένες ή δύσβατες περιοχές πλήττονται πολύ πιο σοβαρά λόγω άνισης χωρικής επιβάρυνσης, διότι δεν διαθέτουν ούτε ιδιωτικά μέσα ούτε κρατική υποστήριξη για την αποκατάσταση της προσβασιμότητας. Οι πιο κοντινές ή εύκολες περιοχές ανέκαμψαν γρηγορότερα, ενώ οι υπόλοιποι αποκλείστηκαν από την ίδια τους την παραγωγή.
Η αδικία αυτή συνδέεται με την υποεπένδυση σε βασικές αγροτικές υποδομές, την απουσία έγκαιρου σχεδιασμού αντιμετώπισης φυσικών φαινομένων και την ανισότητα στη θεσμική ανταπόκριση. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2024, οπότε και πραγματοποιήθηκαν οι ομάδες εστίασης, οι μηχανισμοί αποκατάστασης δεν είχαν ολοκληρώσει την αποκατάσταση των ζημιών, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα των πληγέντων. Ως αποτέλεσμα, οι παραγωγοί αντιλαμβάνονται την (μη) αντιμετώπιση των συνεπειών του καιρικού φαινομένου «Ντάνιελ» ως πράξη αδικίας. Εν προκειμένω, η ευαλωτότητα δεν προκύπτει μόνο από τη φύση, αλλά οι γεωγραφικές συνθήκες σε συνδυασμό με την απουσία υποδομών και θεσμικής ανταπόκρισης μετατρέπουν μια φυσική καταστροφή σε δομική αδικία για τους πιο απομονωμένους.
Αποσπασμα 1
«Σε όλες τις περιοχές που αναφέρουμε, Μιτζέλα, Νηές, Πτελεός, έχουν έρθει μεγάλες καταστροφές λόγω Ντάνιελ οι οποίες δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στα κτήματα. […] Δεν μπορούσα να φτάσω, κι όταν πήρα τον *** που έχει μπουλντόζα να πάμε λέει δεν χρειάζεται, μηχανήματα περιφέρειας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Δεν μπορούσαμε να πάμε καν στα κτήματα. Δεν υπήρχε δρόμος. Ρίζες στον αέρα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«Στα κτήματα δεν μπορούσαμε να πάμε σε μερικά, ακόμα και τώρα σε μερικά δεν έχουμε πρόσβαση, είναι απροσπέλαστα. […] Οι δρόμοι είναι διαλυμένοι, είναι ανηφόρες, κατηφόρες. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν καν να ανεβούνε στα περιβόλια τους.»
Οι αγροτικές κοινότητες αντιμετωπίζουν όλο και συχνότερα φαινόμενα κλιματικής αλλαγής που απορρυθμίζουν πλήρως τον κύκλο της ελιάς και επηρεάζουν την ποσότητα και ποιότητα της παραγωγής. Κάποια από τα βασικότερα προβλήματα είναι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, η μείωση των βροχοπτώσεων και τα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούν στρες στα ελαιόδεντρα, επηρεάζοντας αρνητικά τη φυσιολογία και την παραγωγικότητά τους. Επιπλέον, η άνοδος της θερμοκρασίας κατά τη χειμερινή περίοδο μπορεί να διαταράξει την απαραίτητη ψύξη που απαιτείται για την κανονική ανθοφορία (ώρες ψύξης), οδηγώντας σε μειωμένη καρπόδεση και, συνεπώς, σε χαμηλότερες αποδόσεις. Αυτές οι περιγραφές δεν είναι άγνωστες για τους αγρότες της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας: όπως παρατηρούν και οι ίδιοι, ανθοφορίες εμφανίζονται εκτός εποχής, όπως τον Οκτώβριο αντί για τον Μάρτιο, ενώ καταγράφονται ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες ακόμη και μήνες παραδοσιακά ψυχρούς. Παράλληλα, ακραία φαινόμενα όπως το χαλάζι, δεν προκαλούν μόνο άμεσες ζημιές, αλλά πλήττουν τους βλαστούς που επηρεάζουν τη σοδειά της επόμενης χρονιάς. Η ακαρπία πλέον επανεμφανίζεται σε τακτική βάση, με ολόκληρες χρονιές χαμένες από παραγωγή. Στους παραδοσιακούς ελαιώνες, όπου κυριαρχούν παλαιά δέντρα, οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα έντονες. Οι αλλοιώσεις στον κύκλο των εποχών και οι ζημιές από μεμονωμένα φαινόμενα διαταράσσουν την καλλιέργεια τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα, θέτοντας σε αμφισβήτηση την οικονομική επιβίωση των καλλιεργητών.
Είναι γεγονός ότι η ευαλωτότητα αυτή δεν κατανέμεται ισότιμα σε όλους τους παραγωγούς, διότι οι παραδοσιακοί ελαιώνες, λόγω της θέσης τους, της ηλικίας των δέντρων και της απουσίας αρδευτικών ή τεχνικών παρεμβάσεων, πλήττονται δυσανάλογα. Στον τοπικό ιστό υπάρχουν παραγωγοί με μικρότερη πιθανή δυνατότητα ανάκαμψης: είναι αυτοί που βασίζονται σε εδραιωμένες καλλιεργητικές πρακτικές, δεν έχουν διαφοροποίηση στις καλλιέργειες, λόγω της μονοκαλλιέργεια, και εξαρτώνται απολύτως από την απόδοση της χρονιάς για να επιβιώσουν οικονομικά. Αντίθετα, πιο εκσυγχρονισμένοι παραγωγοί ή εκείνοι σε πιο ευνοϊκές θέσεις (με άρδευση, πρόσβαση σε τεχνική υποστήριξη ή επιπλέον καλλιέργειες) μπορούν να απορροφήσουν μέρος του ρίσκου. Αντίστοιχα, παραγωγοί νεότεροι, με καλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία και κάτοχοι υψηλότερου επιπέδου εκπαίδευσης είναι σε καλύτερη θέση έναντι γηραιότερων ατόμων και εκείνων που δεν έχουν τη γνώση να υιοθετήσουν άλλες καλλιεργητικές πρακτικές. Έτσι, οι απώλειες δεν είναι απλώς φυσικό φαινόμενο, αλλά μετατρέπονται σε άνιση κοινωνικοοικονομική επιβάρυνση.
Η αδικία αυτή πηγάζει από τον συνδυασμό της κλιματικής απορρύθμισης με την έλλειψη μηχανισμών στήριξης ή αντιστάθμισης. Δεν υπάρχει έγκαιρη πρόβλεψη, αποζημίωση ή τεχνική καθοδήγηση για την αντιμετώπιση των νέων συνθηκών, αλλά ούτε και κάποια μελέτη βασισμένη σε προβλεπτικά σενάρια. Η απουσία πολιτικής για την προστασία των παραδοσιακών καλλιεργητών από την κλιματική κρίση, καθώς και η έλλειψη πρόσβασης σε τεχνολογικά μέσα και ενημέρωση, καθιστούν τις κοινότητες αυτές εκτεθειμένες και χωρίς δυνατότητα προσαρμογής. Αυτό οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου ρήγματος μεταξύ “ανθεκτικών” και “ευάλωτων” παραγωγών, με τους δεύτερους να πληρώνουν το κόστος της κλιματικής μετάβασης χωρίς βοήθεια ή αντιστάθμιση.
Αποσπασμα 1
«Άνθισε η ελιά Οκτώβρη αντί για Μάρτη. Μετά έσκασε το χαλάζι, δεν έμεινε τίποτα.[…] Είναι το χαλάζι που δεχτήκαμε πέρυσι το Μάιο μήνα. […] Κι όμως μετά από τρεις μήνες, ό,τι ήταν αναπτυγμένο, βλαστός, φρέσκος για να καρποφορήσει φέτος, αυτός έφυγε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Απόσπασμα 2
«Αυτή εδώ η φωτογραφία γράφει 26 Οκτωβρίου επάνω. […] Άρχισαν τα μάτια και βγάζανε. Αυτό έπρεπε να γίνει τέλος Μαρτίου ή μέσα Μαρτίου. Και είναι το 26 Οκτωβρίου. Αυτό τώρα μόλις θα κάνει ένα κρύο, πάει.»
(Απόσπασμα συνέντευξης με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Παραδοσιακών Ελαιώνων Νοτιοδυτικής Μαγνησίας)
Απόσπασμα 3
«-Εγώ θεωρώ ότι πιο πολύ είναι οι υψηλές θερμοκρασίες, στρεσάρεται πολύ το δέντρο, πώς μπορούμε να μπορέσουμε τι να κάνουμε, υπάρχουν σκευάσματα, τα οποία είναι ακριβά…
-Κι έτσι το κόστος είναι απαγορευτικό. Όταν το μέσο εισόδημα ενός ελαιοπαραγωγού είναι χ δεν μπορούν οι επεμβάσεις να κάνουν 2χ… γιατί από το χ πρέπει να βγει το κόστος καλλιέργειας και το είναι κόστος διαβίωσης.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Παρά την υψηλή ποιότητα του ελαιολάδου που παράγεται στη Νοτιοδυτική Μαγνησία, η συντριπτική πλειονότητα των ποσοτήτων πωλείται χύμα, χωρίς τυποποίηση ή εμπορική ταυτότητα. Είναι κοινή γνώση μεταξύ των τοπικών παραγωγών ότι μεγάλες ποσότητες πωλούνται μαζικά είτε μέσω μεσαζόντων-εμπόρων, είτε ατομικά από παραγωγούς, και καταλήγουν κυρίως σε Ιταλούς και Ισπανούς εμπόρους, οι οποίοι προβαίνουν σε ανάμειξη με άλλα λάδια. Κατά την μεταφορά, το λάδι μεταφέρεται σε βυτία, χωρίς συσκευασία, και πωλείται ως ανώνυμη πρώτη ύλη, την οποία οι αγοραστές αξιοποιούν εμπορικά στις δικές τους αγορές. Σε αρκετές περιπτώσεις, το ελληνικό λάδι αναμειγνύεται με ελαιόλαδα από άλλες χώρες, όπως από τη Βόρεια Αφρική, και διατίθεται ως “ευρωπαϊκό” προϊόν. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί επιβαρύνονται με το σύνολο του κόστους παραγωγής, φροντίδας και συγκομιδής ενός ποιοτικού προϊόντος, αλλά δεν αποζημιώνονται για την προστιθέμενη αξία του. Το όφελος από την ποιότητα, την οργανοληπτική ποιότητα και την τοπική ταυτότητα του ελαιολάδου δεν επιστρέφεται στην τοπική κοινωνία. Αντίθετα, η υπεραξία μεταφέρεται στους ενδιάμεσους και τελικούς εξαγωγείς, οι οποίοι την κεφαλαιοποιούν μέσω τυποποίησης, branding και εμπορικών δικτύων στο εξωτερικό. Η ανισότητα έγκειται στο ότι ο ένας κρίκος της αλυσίδας (ο παραγωγός) υφίσταται όλη την παραγωγική επιβάρυνση, ενώ ένας άλλος (ο έμπορος/μεταπωλητής) καρπώνεται το μεγαλύτερο μέρος του οικονομικού οφέλους. Δεν πρόκειται για ατομική αποτυχία, αλλά για συστημικό μηχανισμό εκτροπής πλούτου από την τοπική κοινωνία προς ισχυρότερους εμπορικούς δρώντες.
Η απουσία υποδομών τοπικής τυποποίησης, η ανυπαρξία εθνικής συνεκτικής στρατηγικής εξωστρέφειας, η έλλειψη πολιτικής στήριξης για συλλογικά εγχειρήματα εμπορίας και η κυριαρχία μεσαζόντων στην αγορά καθιστούν την εξαγωγή χύμα μονόδρομο για τους περισσότερους παραγωγούς. Η εμπορική αδυναμία συνοδεύεται από έλλειψη αναγνωρισιμότητας: ακόμα και όταν το λάδι είναι εξαιρετικό, δεν διαθέτει όνομα, πιστοποίηση ή πρόσβαση σε αγορές όπου θα μπορούσε να αποτιμηθεί η ποιότητά του. Η υπεραξία έτσι μεταναστεύει σταθερά εκτός τόπου, αναπαράγοντας μια χρόνια και δομική διανεμητική αδικία.
Αποσπασμα 1
«Χύμα, βυτία, μια χρονιά φόρτωσα 1245 τόνους ελαιόλαδα χύμα από τον συνεταιρισμό, ήταν μια πολύ μεγάλη χρονιά, 1999–2000. Ποιοτικά ήταν καλά τα λάδια. Τα είχε πάρει ο κόσμος στα σπίτια κατά την περίοδο της συγκομιδής, και όταν τελείωσε αυτή η περίοδος, είχαν μια τιμή καλούτσικη, γύρω στα 2,60–2,70. Τα φέρναμε από το σπίτι, τα παραδίνανε εκεί, κάναμε συγκέντρωση και εκείνη τη χρονιά, συνολικά το χωριό και μόνο ο συνεταιρισμός, γιατί υπάρχει και ιδιωτικό ελαιουργείο, φορτώσαμε 1245 τόνους λάδι χύμα. Καταλαβαίνεις τώρα… δίναμε τον πλούτο στους Ιταλούς και στους Ισπανούς. Τα δικά τους μπροστά στα δικά μας δεν έχουν καμία απολύτως σχέση.»
(Απόσπασμα συνέντευξης με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Παραδοσιακών Ελαιώνων Νοτιοδυτικής Μαγνησίας)
Απόσπασμα 2
«Υπήρχαν έμποροι, συνεργαζόμενοι γιατί τα λάδια έφευγαν έξω για τους Ιταλούς, και έλεγαν “θέλουμε αυτά τα λάδια του Πτελεού” και δίνανε 10–20 δραχμές παραπάνω… Έλεγαν οι Ιταλοί στους μεσίτες εδώ: αυτά τα λάδια θα τα χτυπήσετε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
«Το λάδι μας φεύγει χύμα σε Ιταλούς – δεν κρατάμε υπεραξία».
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 4
«Τα δικά μας τα λάδια, επειδή έχω ασχοληθεί, είναι γλυκά. Τα δικά τους και των Ισπανών και των Ιταλών είναι πικρά. Τα παίρνουν με τα δικά μας, τα μπερδεύουν και τα βγάζουν στην παγκόσμια αγορά.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Σε μεγάλο μέρος της περιοχής, οι αγρότες στερούνται πρόσβασης σε νερό, ακόμη και για βασικές ανάγκες. Στην Αμαλιάπολη, μάλιστα, ακόμη και το πόσιμο νερό είναι περιορισμένο, οι κάτοικοι του Αχιλλείου δεν έχουν πόσιμο νερό, ενώ η Σούρπη αντιμετωπίζει προβλήματα ποιότητας. Αρδευτικά έργα δεν υπάρχουν και οι γεωτρήσεις αποδίδουν ελάχιστα ή καθόλου, συχνά με αλατότητα που τις καθιστά ακατάλληλες για άρδευση. Οι παραγωγοί δεν έχουν τη δυνατότητα να ποτίσουν ούτε περιστασιακά και βασίζονται στη βροχή, αλλά ούτε αυτό είναι εφικτό. Παράλληλα, άλλες περιοχές, όπως ο κάμπος του Αλμυρού ή η Λάρισα, έχουν πρόσβαση σε οργανωμένα δίκτυα άρδευσης, ποτίζοντας εκτεταμένα, κάτι που αυξάνει και την παραγωγικότητα. Το νερό ως κρίσιμος παραγωγικός πόρος δεν κατανέμεται ισότιμα. Οι αρδευόμενες καλλιέργειες έχουν πολλαπλά πλεονεκτήματα: σταθερότερη και αυξημένη παραγωγικότητα, δυνατότητα εντατικοποίησης, καλύτερη ποιότητα καρπού και σημαντικά μειωμένο ρίσκο απώλειας παραγωγής σε περιόδους ξηρασίας ή ακραίων θερμοκρασιών. Αντίθετα, οι ξηρικές καλλιέργειες εξαρτώνται πλήρως από τις καιρικές συνθήκες και είναι εκτεθειμένες σε κάθε αστάθεια χωρίς κανέναν αντισταθμιστικό μηχανισμό. Το αποτέλεσμα είναι μια άνιση γεωγραφική κατανομή εισοδήματος και ευκαιριών, καθώς η παραδοσιακή ποικιλία Αμφίσσης (Κονσερβολιά) είναι πιο εύρωστη στις αρδευόμενες περιοχές του Αλμυρού, άρα δημιουργεί οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο παραγωγικών περιοχών.
Η αδικία αυτή προκύπτει από την απουσία βασικών υποδομών: αρδευτικών καναλιών, γεωτρήσεις κατάλληλης ποιότητας γεωτρήσεων και συλλογικών συστημάτων διαχείρισης νερού. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι οι παραγωγοί που δεν γνώριζαν τη λειτουργία και τον ρόλο των ΤΟΕΒ. Οι παραδοσιακοί αγροτικοί πληθυσμοί δεν έχουν επωφεληθεί από αναπτυξιακές πολιτικές που εφάρμοσαν αλλού συστήματα άρδευσης και ενίσχυσαν τεχνολογικά τη γεωργία. Παρά την ανάγκη και τη βούληση για βελτίωση, το κράτος δεν έχει υποστηρίξει την αναγκαία υποδομή, κι έτσι, ορισμένες περιοχές αποκλείονται από την παραγωγική εξέλιξη λόγω της άνισης διαθεσιμότητας σε έναν θεμελιώδη φυσικό πόρο.
Αποσπασμα 1
«Στον Αλμυρό ποτίζουν ώρες ατελείωτες – εμείς όχι, είμαστε ξηρικά.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Νηές))
Απόσπασμα 2
«Στην Αμαλιάπολη δεν έχουμε ούτε πόσιμο νερό. Ποτιστικά δεν γίνονται.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αμαλιάπολη))
Απόσπασμα 3
«Το πρόβλημά μας είναι ότι δεν έχουμε αρδευτικά κανάλια, όπως η Λάρισα. Δεν έχουμε κάτι τέτοιο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 4
«Το νερό μας, οι γεωτρήσεις μας δεν είναι καλές… Έχω δύο γεωτρήσεις, η μία είναι κοντά στη θάλασσα, είναι αλμυρό, μόνο ένα στα 90 μέτρα είχε βγει πόσιμο. Αλλά με τις αντίστοιχες 15 γεωτρήσεις που είναι στη Μιτζέλα, να είναι ποιοτικά νερά τα 2-3.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο))
Απόσπασμα 5
«Θέλουμε αρδευτικά. Δεν θέλουμε συνέχεια, αλλά 1-2 ποτίσματα το καλοκαίρι άμα κάνεις…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 6
«Θα θέλαμε να αλλάξουμε, να βάλουμε νερό, αλλά δεν μπορούμε. Είμαστε σε επικλινή, σε παραδοσιακούς.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Από την έρευνα παρατηρείται συστηματική αδυναμία των παραγωγών να συγκεντρώσουν κεφάλαιο προκειμένου να αποθηκεύσουν, να μεταποιήσουν ή να εμπορευτούν το προϊόν τους με δικούς τους όρους και να το διαθέσουν αργότερα, είτε ιδιωτικά. Τόσο στο ελαιόλαδο όσο και στην επιτραπέζια ελιά, η αποθήκευση είναι βασικός άξονας της παραγωγής για πολλές δεκαετίες: μετά την ελαιοποίηση, το ελαιόλαδο μπορεί να αποθηκευτεί σε δοχεία υπό τις κατάλληλες συνθήκες, ενώ οι επιτραπέζιες ελιές τοποθετούνται σε “κάδες” (μεγάλους πλαστικούς κάδους αποθήκευσης). Η συντήρηση σε κάδες βασίζεται σε φυσικές ή ελεγχόμενες ζυμώσεις σε άλμη, οι οποίες συμβάλλουν στην αδρανοποίηση παθογόνων μικροοργανισμών, τη μείωση της πικράδας και την επιμήκυνση του χρόνου εμπορεύσιμης ζωής του προϊόντος. Με αυτό τον τρόπο δινόταν η δυνατότητα για πώληση των προϊόντων μετά από μήνες, όταν θα έχει παύσει η ελαιοκομική περίοδος και οι τιμές παραδοσιακά θα έχουν σημειώσει κάποια άνοδο. Όμως λόγω της αύξησης του κόστους καλλιέργειας και διαχείρισης των αγροκτημάτων, καθίστανται οικονομικά ευάλωτοι, ακόμα και όταν η παραγωγή είναι ποιοτικά υψηλή. Από την μία ο εξοπλισμός, όπως οι δεξαμενές αποθήκευσης ή οι κάδες, έχουν πολύ υψηλό κόστος, κι από την άλλη αναγκάζονται να δίνουν αμέσως το λάδι για να πληρώσουν εργατικά, χωρίς διαπραγματευτική ισχύ. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι αδυνατούν να διαχειριστούν το προϊόν ως περιουσιακό αγαθό με εμπορικό κύρος και διάρκεια, αφενός λόγω του υψηλού τρέχοντος κόστους καλλιέργειας και συγκομιδής, των περιορισμένων κεφαλαίων για επένδυση σε εξοπλισμό και την εξάρτηση από τοπικούς μηχανισμούς πώλησης, που προκύπτουν από την ανεπάρκεια της συλλογικής διαχείρισης των παραγωγικών δυνατοτήτων, μέσω σχημάτων. Συνεπώς, η αδυναμία αποθήκευσης και διαχείρισης του προϊόντος αποτελεί χαρακτηριστική έκφραση διανεμητικής αδικίας στον πρωτογενή τομέα. Δεν πρόκειται απλώς για τεχνικό ή οικονομικό πρόβλημα, αλλά για ένα δομικό φαινόμενο άνισης πρόσβασης σε πόρους, ευκαιρίες και στρατηγική επιλογή.
Αποσπασμα 1
«Για την αποθήκευση δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να πάρουμε δεξαμενές οι οποίες είναι ανοξείδωτες, οι οποίες στοιχίζουν 2-3 χιλιάρικα, για να γίνει και σωστή αποθήκευση του προϊόντος… Με υποτιμημένο το προϊόν δεν σε άφηνε να εξελιχθείς, ούτε αν έχεις ιδέες, γιατί δεν σου άφηνε κέρδος ώστε να επενδύσεις στη δουλειά σου…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
«Έχει αυξηθεί το κόστος παραγωγής, τα εργατικά χέρια… μόλις πάρεις την παραγωγή σου, την αφήνεις στο εργοστάσιο για να πληρώσεις τους εργάτες…»
Απόσπασμα 3
«Άφηνε το λάδι στο συνεταιρισμό και πήγαινε στο γραφείο για να πάρει τα λεφτά να πληρώσει τους εργάτες… είναι μεγάλη η ανάγκη για ρευστότητα, τι λέμε τώρα.»
Η μείωση της διαθέσιμης αγροτικής εργατικής δύναμης έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ των παραγωγών. Η εποχιακή ζήτηση για εργάτες, ειδικά την περίοδο συγκομιδής, δεν μπορεί να καλυφθεί επαρκώς από το υπάρχον δυναμικό. Η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά και οι εργάτες, πλέον σε πλεονεκτική θέση, επιλέγουν πού θα εργαστούν, συχνά με γνώμονα την υψηλότερη αμοιβή ή τις λιγότερο απαιτητικές συνθήκες. Αυτό οδηγεί σε διαρκείς μετακινήσεις από το ένα αγροτεμάχιο στο άλλο, με εργάτες που “χάνονται” από τον έναν παραγωγό και πηγαίνουν σε άλλον, με βάση το τίμημα ή τη χρονική πίεση. Σε προνομιακή θέση βρίσκονται οι ετεροεπαγγελματίες, ή άνθρωποι που έχουν συμπληρωματικό εισόδημα, καθώς έχουν οικονομική ρευστότητα, η οποία επιτρέπει να διεκδικήσουν το επιθυμητό εργατικό δυναμικό διαθέτοντας υψηλότερα μεροκάματα.
Η συγκεκριμένη αδικία προκύπτει από τη συνολική απορρύθμιση της αγροτικής αγοράς εργασίας και την έλλειψη οποιουδήποτε θεσμικού πλαισίου διαχείρισης της προσφοράς και της ζήτησης εργατικού δυναμικού. Η μετανάστευση πολλών εργατών σε άλλες χώρες ή επαγγελματικούς κλάδους, η αποφυγή της επισφαλούς και μη ασφαλισμένης εργασίας σε συνδυασμό με την απουσία πολιτικών ενίσχυσης της αγροτικής εργασίας, έχει δημιουργήσει τέτοιες συνθήκες. Σε αυτό το περιβάλλον, οι παραγωγοί αναγκάζονται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους χωρίς κανόνες, στη λογική του “όποιος πληρώσει περισσότερο, κερδίζει”. Η προνομιακή θέση όσων διαθέτουν συμπληρωματικά εισοδήματα (π.χ. συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων) τους επιτρέπει να προσφέρουν υψηλότερα μεροκάματα ή πιο ελαστικούς όρους, εξασφαλίζοντας πρώτοι το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό. Οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, που έχουν σταθερό κόστος, περιορισμένα εισοδήματα και μεγαλύτερη εξάρτηση από την παραγωγή τους, αδυνατούν να ανταγωνιστούν αυτούς τους όρους, συνεπώς το αποτέλεσμα είναι η de facto μεταφορά του διαθέσιμου πόρου της εργασίας προς τους πιο οικονομικά ευέλικτους, εις βάρος των πιο ευάλωτων επαγγελματιών του αγροτικού χώρου. Έτσι, χαρτογραφείται μία τριμερής σύσταση των τοπικών παραγωγών: υπάρχουν οι επαγγελματίες αγρότες, οι ετεροεπαγγελματίες με άλλο κύριο επάγγελμα (ή εισόδημα) και οι κάτοχοι οικογενειακής ή κληρονομικής γης. Αυτές οι τρεις ομάδες αναπτύσσουν ανταγωνισμό μεταξύ τους για την εξασφάλιση του εργατικού δυναμικού, εντείνοντας ανισότητες.
Αποσπασμα 1
“Έχω εργάτες, Αλβανούς, τους οποίους έχουν 300 ημέρες το χρόνο. Μου λέει, δεν έρχομαι, γιατί ο δίπλα μου δίνει 55. Παράδειγμα. Όχι 50. 55.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
“Έρχεται ο συνταξιούχος και λέει ‘έλα 10 μέρες και σου δίνω 50 ευρώ’, να τελειώσει να πάρει το λάδι του. Αυτό δημιουργεί ανταγωνιστικότητα που δεν μπορείς να την παλέψεις αν είσαι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο))
Απόσπασμα 3
“Σήμερα τον έχεις, αύριο δεν τον έχεις. Θα πας στην πλατεία, μπορεί και να μην τον βρεις, θα πάει στον διπλανό.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Η αγροτική παραγωγή στη Νοτιοδυτική Μαγνησία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη φυσική εργασία. Οι παραγωγοί εξαρτώνται από εξωτερικά εργατικά χέρια για να καλύψουν τις βασικές καλλιεργητικές ανάγκες: συγκομιδή, ψεκασμό, κλάδεμα, μεταφορά. Είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος των εργατών στην αγροτική παραγωγή είναι αλλοδαποί (υπολογίζεται έως και 90%), με την πλειοψηφία να προέρχεται από χώρες των Βαλκανίων (Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία). Ωστόσο, η διαθεσιμότητα εργατών έχει μειωθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία, καθώς εργάτες που στο παρελθόν ήταν σταθερά διαθέσιμοι και προσιτοί οικονομικά, πλέον είτε απουσιάζουν εντελώς είτε επιλέγουν εργασία σε άλλους τομείς ή στο εξωτερικό.
Οι τοπικοί παραγωγοί βρίσκονται σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού για λίγους εργάτες, που απαιτούν ολοένα και υψηλότερη αμοιβή. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και χρονικό και λειτουργικό. Δεν μπορούν όλοι οι παραγωγοί να προγραμματίσουν την παραγωγική διαδικασία με συνέπεια, λόγω της αβεβαιότητας εξεύρεσης εργατών, ενώ όσο μένει στα δέντρα η παραγωγή είναι πιο ευάλωτη σε καιρικές συνθήκες και σε πιθανές ασθένειες. Συχνά, οι παραγωγοί καλούνται να καλύψουν οι ίδιοι την εργασία, με αποτέλεσμα την εξάντληση, ειδικά όταν πρόκειται για ηλικιωμένους ανθρώπους ή μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις χωρίς εναλλακτική στήριξη, είτε να διαθέσουν υψηλά ποσά, καταγράφοντας οικονομικές απώλειες.
Η εξάρτηση από εργάτες οδηγεί σε αβεβαιότητα και σε άνισο καταμερισμό των εξόδων και του κόπου. Παραγωγοί χωρίς πρόσβαση σε σταθερό, διαθέσιμο και προσιτό εργατικό δυναμικό αναγκάζονται να πληρώνουν περισσότερα ή να εξαντλούνται σωματικά για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της παραγωγής. Το κόστος αυτό δεν μετακυλίεται στην τιμή του προϊόντος και δεν αναγνωρίζεται από την αγορά. Αντίθετα, ευνοούνται περιοχές που έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε εργάτες ή λιγότερη ανάγκη για εξωτερική εργασία.
Τα αίτια περιλαμβάνουν τη γενικευμένη έλλειψη εργατικών χεριών στον αγροτικό τομέα, τη μετακίνηση των εργατών σε άλλες χώρες ή αστικά κέντρα, την απουσία κρατικής μέριμνας για την ενίσχυση της αγροτικής εργασίας (π.χ. επιδοτούμενα μεροκάματα ή οργανωμένη πρόσβαση σε εργατικό δυναμικό μέσα από διακρατικές συμφωνίες), καθώς και τη γήρανση του τοπικού πληθυσμού. Το βάρος πέφτει στους μικρούς παραγωγούς που μένουν χωρίς εναλλακτική.
Αποσπασμα 1
“Στον κάμπο με έναν εργάτη μαζεύεις 4.000 δέντρα. Εμείς θέλουμε 5-6.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
“Αν δεν είμαστε εμείς γεροί, δεν γίνεται τίποτα… Δεν έχεις βοήθεια, ούτε κρατική ούτε μηχανική.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 3
“Το κόστος ανέβηκε από τη στιγμή που φύγανε οι εργάτες. Δεν βρίσκεις εργάτες. Κάποτε έβρισκες με 25 ευρώ, σήμερα κάτω από 50 δεν βρίσκεις.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 4
“Το 2000 είχα 50 Αλβανούς να διαλέξω. Τώρα με διαλέγουν αυτοί.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Σούρπη))
Απόσπασμα 5
“Λειτουργούμε με ένα κόστος εποχιακό. Η κάλυψή μας δεν είναι καθόλου καλή… Ο εργάτης είναι συνεργάτης, αλλά δεν τον βρίσκεις εύκολα.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Στους παραδοσιακούς ελαιώνες της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας η καλλιέργεια πραγματοποιείται σε εδάφη με έντονο ανάγλυφο, βραχώδεις επιφάνειες, στενά περάσματα και έντονες κλίσεις που αγγίζουν ή ξεπερνούν το 30%. Η ιδιαιτερότητα αυτή καθιστά σχεδόν αδύνατη τη χρήση σύγχρονων γεωργικών μηχανημάτων και οι αγρότες δεν έχουν τη δυνατότητα να εκσυγχρονίσουν τις καλλιεργητικές τους πρακτικές και καταλήγουν να βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε χειρωνακτική εργασία: ψεκασμοί, κλάδεμα, συγκομιδή και μεταφορά πραγματοποιούνται με τα χέρια ή με ελάχιστη υποστήριξη από βασικά μηχανήματα. Ακόμα και η πρόσβαση στα κτήματα πολλές φορές απαιτεί πεζοπορία ή χρήση 4×4. Το αποτέλεσμα είναι ένα τεράστιο λειτουργικό κόστος που καταβάλλεται ετησίως από τον ίδιο τον παραγωγό, με αμφίβολη επιστροφή της επένδυσης.
Οι συγκεκριμένοι παραγωγοί επωμίζονται δυσανάλογο κόστος για την ίδια ή και μικρότερη παραγωγή συγκριτικά με παραγωγούς σε πεδινές περιοχές (όπως ο γειτονικός κάμπος του Αλμυρού), όπου είναι εφικτή η πλήρης μηχανοποίηση, η άρδευση και η χαμηλότερου κόστους εντατική καλλιέργεια. Έτσι, οι αγρότες των ορεινών περιοχών υφίστανται άνιση κατανομή του κόστους, χωρίς να αντισταθμίζεται με κάποια υπεραξία ή κρατική στήριξη. Παράλληλα, οι άνθρωποι κατέχουν κεφάλαιο, είτε αυτό είναι γη, φυτικό κεφάλαιο είτε παραγωγή, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να το αξιοποιήσουν, κι έτσι προσλαμβάνουν μία διπλή αδικία.
Η αδικία αυτή προκύπτει από τον συνδυασμό γεωμορφολογικών περιορισμών, απουσίας υποδομών (δρόμοι, αρδευτικά έργα), έλλειψης τεχνολογικά προσαρμοσμένων λύσεων για επικλινή εδάφη και κυρίως από την απουσία πολιτικών που να λαμβάνουν υπόψη τη χωρική ιδιαιτερότητα στη γεωργική παραγωγή, καθώς δεν πρόκειται για ατομική αδυναμία, αλλά για δομική συνθήκη άνισης επιβάρυνσης.
Αποσπασμα 1
“Δεν μπαίνουν μηχανήματα… ψεκάζουμε με τα χέρια… ρίχνουμε τρία βυτία την ημέρα με τα χέρια.”
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Πτελεός))
Απόσπασμα 2
“Ένας στον κάμπο θέλει έναν εργάτη, εμείς θέλουμε πέντε – έξι για ίδια δουλειά.”
Απόσπασμα 3
“Έχουμε ελιές σε απρόσιτα μέρη, 200–300 ετών, αλλά δεν μπορούμε να φτάσουμε ούτε να τις καλλιεργήσουμε.”
Απόσπασμα 4
“Ολόκληρη η περιοχή έχει τέτοιο ανάγλυφο που και να θέλαμε να βάλουμε μηχανήματα μέσα δεν μπορούμε… ψεκάζουμε με τα χέρια, ρίχνουμε τρία βυτία όλη την ημέρα με τα χέρια.”
Απόσπασμα 5
“Η μορφολογία του εδάφους δεν επιτρέπει εντατική ή γραμμική καλλιέργεια, δεν γίνεται να μπουν τρακτέρ, κομπίνες, τίποτα.”
Απόσπασμα 6
«Η Ισπανία έβαλε γραμμικά και αύξησε τις αποδόσεις. Εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον παραδοσιακό ελαιώνα, ούτε να μηχανοποιήσουμε. Είμαστε εξαρτημένοι από αυτό που έχουμε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες από την περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας (Αχίλλειο))
Οι παραγωγοί του Πηλίου κατέχουν πολυεπίπεδη γνώση για το μικροκλίμα, τις καλλιεργητικές τεχνικές, τις ασθένειες και τους κινδύνους της περιοχής τους. Η γνώση αυτή είναι αποτέλεσμα χρόνιας παρατήρησης, βιωματικής πρακτικής και διαγενεακής εμπειρίας. Ωστόσο, αυτή η εμπειρική γνώση αποκλείεται συστηματικά από τους θεσμούς λήψης αποφάσεων, επειδή δεν συνοδεύεται από τον τίτλο του “ειδικού” ή του θεσμικά πιστοποιημένου “επιστήμονα”. Οι παρατηρήσεις των παραγωγών αγνοούνται, οι απόψεις τους δεν ζητούνται, και οι λύσεις τους θεωρούνται εκ προοιμίου “μη αξιόπιστες”. Η συγκεκριμένη συνθήκη συνιστά περίπτωση επιστημικής αδικίας, δηλαδή ενός αποκλεισμού από το πεδίο της γνώσης λόγω κοινωνικής θέσης. Οι παραγωγοί δεν αναγνωρίζονται ως έγκυρες πηγές γνώσης, όχι επειδή οι απόψεις τους είναι λανθασμένες ή ατεκμηρίωτες, αλλά επειδή θεωρούνται “απλοί αγρότες”. Αυτή η μορφή αδικίας είναι αναγνωριστική, γιατί συνδέεται με την κοινωνική υποτίμηση της αγροτικής ταυτότητας, αλλά και διαδικαστική, καθώς έχει πραγματικές συνέπειες στον αποκλεισμό των παραγωγών από την αξιοποίηση της εμπειρικής τους γνώμης και από τον σχεδιασμό των πολιτικών που τους αφορούν.
Η απουσία θεσμών ή διαδικασιών που να ενσωματώνουν τη φωνή και τη γνώση των παραγωγών (π.χ. σε επιτροπές, διαβουλεύσεις, αξιολόγηση πολιτικών) διευρύνει το χάσμα μεταξύ σχεδιασμού και εφαρμογής, και δημιουργεί πολιτικές που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του πεδίου, απαξιώνοντας την εμπεδωμένη γνώση τους και αποξενώνοντάς τους από τους θεσμούς και τις διαδικασίες. Τα αίτια της αδικίας αυτής θα μπορούσαν να διερευνηθούν σε θεσμικούς και πολιτισμικούς τομείς, όπως είναι η κυριαρχία της επιστημονικής τεχνοκρατικής αυθεντίας χωρίς διαβούλευση με τοπικές κοινωνίες, ο κατακερματισμός του αγροτικού πληθυσμού, που δεν έχει οργανωμένες δομές να εκπροσωπηθεί ισότιμα, η κοινωνική οκνηρία που πηγάζει από αντιπροσωπευτικά σχήματα, η έλλειψη αναγνώρισης της εμπειρικής γνώσης ως συνδιαμορφωτικής (co-productive) με την επιστήμη και ο διοικητικός συγκεντρωτισμός, που μεταφράζει την “πολιτική για τους αγρότες” σε πολιτική “από ειδικούς χωρίς τους αγρότες”.
Απόσπασμα 1
«Και θα πληρώσουμε δακοκτονία φέτος, και δεν έγινε, με βάση τη διαδικασία όπως έπρεπε, δεν ακούστηκαν ποτέ οι παραγωγοί, όπως κάνουμε καλή ώρα τώρα με το Πανεπιστήμιο, και λέμε ότι από τη στιγμή που έχουμε, από τότε που έγιναν οι έρευνες για το δάκο, δύο απανωτοί ψεκασμοί στις αρχές, και δεν το εφαρμόζουν, γιατί έχουμε υπεύθυνο που λέει, “εδώ εγώ θα μιλήσω επιστημονικά, με τα δεδομένα τα δικά μου. Θα βρω τη γονιμότητα”. Παλεύεις να σκοτώσεις το δάκο πριν αρχίσει να κάνει πληθυσμό. Αν τον αφήσεις να γίνει πληθυσμός, πώς θα το αντιμετωπίσεις μετά;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια)
Απόσπασμα 2
«Όλα αυτά που σας λέμε στηρίζονται στην εμπειρία μας. Τίποτα άλλο. Κανένας δεν ήρθε να μας καθίσει κάτω και να σου πει κύριε αυτό δεν θα το ρίξεις έτσι ή δεν θα την κλαδέψεις έτσι, ή δεν θα χρησιμοποιήσεις νιτρικά, θα ρίξεις βιοδιεγέρτη πάνω. Αυτά μόνοι μας και από τους γεωπόνους. Από τους ιδιώτες γεωπόνους. […] Δεν υπάρχει κάποιος άλλος. Ένας δεν ήρθε να μας πει μια μέρα, καθίστε. Έχουμε Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, που είναι όλοι αυτοί; Δεν είναι αγρότες στην παραγωγή εδώ, να μαζέψουν τους αγρότες να τους κάνει σεμινάρια; […] Να μπουν μέσα να μας πουν δυο πράγματα, να μας καθοδηγήσουν. Δεν υπάρχει.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια)
Η απουσία θεσμοθετημένης γεωπονικής συμβουλευτικής στην περιοχή του Πηλίου αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση διαδικαστικής αδικίας, καθώς αποκλείει τους παραγωγούς από την πρόσβαση σε επιστημονικά τεκμηριωμένη, ανεξάρτητη και προσαρμοσμένη στη γεωγραφική και παραγωγική τους πραγματικότητα γνώση. Οι αγρότες αναφέρουν ότι λειτουργούν αποκλειστικά με βάση την εμπειρία και τη δοκιμή–σφάλμα, χωρίς καμία θεσμική καθοδήγηση από γεωτεχνικές υπηρεσίες ή πανεπιστημιακά ιδρύματα, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία βρίσκονται γεωγραφικά κοντά. Οι ελάχιστες πληροφορίες που λαμβάνουν προέρχονται από εμπορικά δίκτυα και ιδιώτες γεωπόνους, των οποίων η συμβουλευτική λειτουργεί μέσα από τον φακό της πώλησης προϊόντων και όχι της ολιστικής διαχείρισης του αγροοικοσυστήματος. Αυτό το θεσμικό κενό υπονομεύει τη δυνατότητα των αγροτών να λάβουν τεκμηριωμένες και περιβαλλοντικά υπεύθυνες αποφάσεις, καθώς η χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων βασίζεται συχνά είτε σε γενικεύσεις είτε σε κινδυνολογία. Σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται λόγος για περιττούς ή λανθασμένους ψεκασμούς, που όχι μόνο επιβαρύνουν το περιβάλλον και το κόστος παραγωγής, αλλά και μειώνουν την αποτελεσματικότητα των ίδιων των σκευασμάτων, μέσω δημιουργίας ανθεκτικότητας (π.χ. στον δάκο). Η απουσία ενός δημόσιου, διαφανούς και προσβάσιμου συστήματος γεωπονικής υποστήριξης παραδίδει την τεχνική καθοδήγηση στην αγορά, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η εξάρτηση των αγροτών από ιδιωτικά συμφέροντα και να μειώνεται η δυνατότητα αυτόνομης και συλλογικής διαχείρισης της γνώσης. Η κατάσταση αυτή δεν αφορά απλώς τεχνικά ζητήματα παραγωγής· συνιστά πολιτικό αποκλεισμό των αγροτών από τον διάλογο με την επιστήμη, αφού η γεωργική τους εμπειρία δεν αντιμετωπίζεται ως σοβαρός συνομιλητής αλλά ως πρόβλημα προς “διόρθωση” από την αγορά.
Απόσπασμα 1
«Όλα αυτά που σας λέμε στηρίζονται στην εμπειρία μας. Τίποτα άλλο. Κανένας δεν ήρθε να μας καθίσει κάτω και να σου πει “κύριε αυτό δεν θα το ρίξεις έτσι” ή “δεν θα την κλαδέψεις έτσι”, ή “δεν θα χρησιμοποιήσεις νιτρικά, θα ρίξεις βιοδιεγέρτη πάνω”. Αυτά μόνοι μας και από τους γεωπόνους. Από τους ιδιώτες γεωπόνους.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 2
«-Ε δεν υπάρχει κάποιος άλλος. Ένας δεν ήρθε να μας πει μια μέρα, καθίστε. Έχουμε Γεωπονικο Πανεπιστήμιο, που είναι όλοι αυτοί; Δεν είναι αγρότες στην παραγωγή εδώ, να μαζέψουν τους αγρότες να τους κάνει σεμινάρια; Εγώ δουλεύω σε τεχνικό σχολείο. μας παίρνουν τους εργαζόμενους από τις βιομηχανίες να τους κάνουμε εκπαίδευση δωρεάν. Πρέπει, θα πρέπει κι εσείς από την μεριά του πανεπιστημίου να μπουν μέσα να μας πουν δυο πράγματα, να μας καθοδηγήσουν. Δεν υπάρχει…
-Από τον έμπορο γεωπόνο θα πάρεις κάποια… Είναι γραφειοκράτες οι άνθρωποι.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Μηλιές))
Απόσπασμα 3
«-Ο δάκος παλαιότερα, όταν λειτουργούσε σωστά το δίκτυο της δακοκτονίας από πλευράς κράτους, λειτουργούσε σωστά όμως, ελάχιστες φορές δημιούργησε θέμα και ήταν απαραίτητο ο παραγωγός να επέμβει από μόνος του. Τα τελευταία χρόνια […] γίνεται ασύστολη, από κάποιους, έτσι, όχι από όλους, χρήση φυτοφαρμάκων όταν δεν χρειάζεται για τον δάκο να ψεκάσεις. Όταν πας στο γεωπόνο, τον έμπορα γεωπόνο, έτσι, του πεις…
-Υπάρχει κι άλλος έμπορος εδώ στον συνεταιρισμό; Εννοώ, εκτός από έμπορας γεωπόνος, υπάρχει και κάτι άλλο;
-Όχι εδώ, γενικά. Όχι, έμπορας είναι.
-Και ο γεωπόνος του συνεταιρισμού εδώ.
-Τον εμπιστεύεστε καλύτερα αυτόν; […]
-Το ίδιο πράγμα είναι, όταν μπαίνεις στην εμπορική διαδικασία, ο καθένας θα κοιτάξει το κέρδος. Και όταν ο παραγωγός θα πάει στον έμπορο γεωπόνο και θα τον ρωτήσει, “έχει δάκο;” “Μμμμ”, θα του πει. Μα με 40 βαθμούς θερμοκρασία είναι δυνατόν να έχει δάκο; Που είχε όλο το καλοκαίρι και 38 βαθμούς, που και να είχε δεν λειτουργούσε. Και κάποιοι παρόλα αυτά, κινδυνολογώντας ή, ξέρεις, ο γεωπόνος, “ξέρω εγώ, τι να σου πω, α μωρέ να πάρω να ρίξω να είμαι ήσυχος”. Μα όταν ρίχνεις όλο το καλοκαίρι, σκευάσματα για τον δάκο, που δεν έχει δάκο, και θα έρθει το φθινόπωρο που θα δροσίσει και ενδεχομένως θα παρουσιαστεί, τότε πλέον δεν θα τον ελέγχεις.
-[…] Μη βλέποντας τι έχει γίνει κάτω στις Καλαμών κατά το παρελθόν, έρχονται και μας λένε να ρίξουμε για το γλοιοσπόριο, τη στιγμή που δεν είχαμε γλοιοσπόριο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά)
Η δακοπροστασία αποτελεί θεμέλιο για τη βιωσιμότητα της ελαιοκαλλιέργειας στο Πήλιο. Ωστόσο, η σταδιακή υποχώρηση της κρατικής στήριξης, η υποχρηματοδότηση και οι αδυναμίες στη διαχείριση έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση έντονης διαδικαστικής αδικίας εις βάρος των ενεργών παραγωγών. Τα τελευταία χρόνια, τα κονδύλια του Υπουργείου για τη δακοκτονία έχουν μειωθεί σημαντικά κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση βασικών ενεργειών, όπως οι ψεκασμοί και η τοποθέτηση παγίδων, ενώ οι σχετικοί διαγωνισμοί κηρύσσονται άκαρποι λόγω καθυστερήσεων ή οργανωτικής ανεπάρκειας της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της Περιφερειακής Ενότητας Μαγνησίας. Το ετήσιο πρόγραμμα δακοκτονίας, συντονισμένο από τη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας της Περιφερειακής Ενότητας Μαγνησίας, αποτυγχάνει στην ουσιαστική υλοποίησή του. Παρότι οι παραγωγοί συνεισφέρουν οικονομικά μέσω εισφοράς 2% στο παραγόμενο ή παραδιδόμενο προϊόν (5177/2025), δεν απολαμβάνουν την υπηρεσία που δικαιούνται, καθώς η εφαρμογή της γίνεται εκτός κρίσιμων περιόδων ή με χαμηλή αποτελεσματικότητα, κι ως αποτέλεσμα, η απουσία συντονισμένου κρατικού σχεδίου υποχρεώνει τους αγρότες να επωμίζονται ατομικά το κόστος για παγίδες, παρακολούθηση και φυτοπροστατευτικές εφαρμογές.
Η ελλιπέστατη συλλογική διαχείριση του κινδύνου του δάκου επιβαρύνει ιδιαίτερα τους μικροκαλλιεργητές και τους οικονομικά ευάλωτους, οι οποίοι αδυνατούν να καλύψουν τα απαιτούμενα κόστη και την τεχνική πολυπλοκότητα των ατομικών μέτρων, με αποτέλεσμα να πλήττονται από μειωμένες αποδόσεις και υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιοκάρπου. Παράλληλα, η άναρχη χρήση φυτοφαρμάκων από μη έμπειρους ή νεοεισερχόμενους στην ελαιοκομία δημιουργεί ανθεκτικούς πληθυσμούς δάκου και επιβαρύνει το αγροτικό οικοσύστημα. Το βάρος της προστασίας μετακυλίεται πλήρως στους παραγωγούς, όχι ως συνέπεια ισότιμης ή τεκμηριωμένης διαδικασίας, αλλά λόγω συστηματικών διοικητικών αστοχιών και αποδυνάμωσης των θεσμών εφαρμογής. Η επιστροφή αδιάθετων κονδυλίων λόγω γραφειοκρατικών προβλημάτων αποδεικνύει ότι η αδικία δεν είναι αποτέλεσμα ανωτέρας βίας, αλλά θεσμικής αποτυχίας.
Η δακοπροστασία, αντί να αποτελεί καθολική και ισότιμα προσβάσιμη υπηρεσία της αγροτικής πολιτικής, έχει μετατραπεί σε μηχανισμό άνισης μεταχείρισης και αποτυχίας λογοδοσίας. Η συστηματική αποτυχία της πολιτείας να οργανώσει και να εφαρμόσει αποτελεσματικά το πρόγραμμα δακοπροστασίας στο Πήλιο επιδεινώνεται από τοπικές διαδικασίες αθέμιτης σύμπλεξης μεταξύ διοικητικών αρχών και αναδόχων συνεργείων, οι οποίες δυσχεραίνουν περαιτέρω τη δίκαιη και έγκαιρη υλοποίηση του έργου, επιβαρύνοντας τους παραγωγούς.
Απόσπασμα 1
«Ο παραδοσιακός τρόπος με την παγιδοθεσία και με τον δολωματικό ψεκασμό, δεν υπάρχουν και χέρια. Τα κονδύλια από το Υπουργείο περιορίζονται και δεν ψεκάζονται, για την δακοκτονία. Δεν γίνεται ειδική κάλυψη όπως γινόταν παλιά, γιατί υπάρχει κι ένα εγκαταλελειμμένο σώμα ελαιώνων. Και εκεί ο δάκος δεν θα πει ότι δεν θα πάω εκεί πέρα. Εκεί θα πάει. Εκεί θα πάει ο δάκος.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 2
«Να κάνω μια αναφορά λίγο όσον αφορά τον δάκο. Ο δάκος παλαιότερα, όταν λειτουργούσε σωστά το δίκτυο της δακοκτονίας από πλευράς κράτους, λειτουργούσε σωστά όμως, ελάχιστες φορές δημιούργησε θέμα και ήταν απαραίτητο ο παραγωγός να επέμβει από μόνος του. Τα τελευταία χρόνια λόγω του ότι δεν λειτουργεί σωστά αυτό το πράγμα και λόγω του ότι, πρώτον, και δεύτερο στην ελαιοκομία έχουν μπει και πολλοί καινούργιοι στην παραγωγή, άνθρωποι δηλαδή, είτε νέοι είναι αυτοί είτε άλλου επαγγέλματος που ήρθαν στην παραγωγή, γίνεται ασύστολη, από κάποιους, έτσι, όχι από όλους, χρήση φυτοφαρμάκων όταν δεν χρειάζεται για τον δάκο να ψεκάσεις.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Μηλιές))
Απόσπασμα 3
«-Σε αυτό που ξεκίνησε και έκανε μια τοποθέτηση για το δάκο, για να φανταστείτε από την πολιτεία, από την περιφέρεια Θεσσαλίας, δεν πιάναμε το διαγωνισμό και παγιοθεσίες, ανάρτηση παγίδων δεν έγινε, πώς να καταπολεμήσεις το δάκο, πώς θα έχεις στοιχεία αν έχει δάκο ή δεν έχει, που λέγαμε τώρα για τον καύσωνα. Δεν βγήκαν παγίδες, δεν αναρτηθήκαν παγίδες φέτος…
-Αυτό μπορεί να το κάνει ο κάθε παραγωγός από μόνος του, να βάλει 1-2 παγίδες πάνω στο κτήμα του και να το παρακολουθεί. Δεν είναι πιο εύκολο να πάει να ψεκάσει από το να πάει να ελέγξει την παγίδα, έτσι;
– Θέλει όμως και μία συνεννόηση, να βάλει ένας εδώ, ένας εκεί, να πουν εγώ βρήκα, εγώ δεν βρήκα. Να ξέρουν πάνω κάτω την εστία.
-Αυτό γίνεται.
-Ατομικά γίνεται, βάζουμε. Αλλά, η πολιτεία, δηλαδή το Υπουργείο Γεωργίας, θεώρησε άκαρπες όλες τις δημοπρασίες, αυτοί που παίρνουν είναι κάποιοι γεωπόνοι που κάνουν αυτή τη δουλειά και δεν το έδωσε σε κανέναν, κατάλαβες;
-Και δεν το έκανε σε σωστό χρόνο.
-Επίτηδες στον διευθυντή γεωργίας που καθυστέρησε το πρόγραμμα…
-Άρα δεν δίνανε το έργο.
-Καλλιεργητικές φροντίδες άλλες.
-Και θα πληρώσουμε δακοκτονία φέτος, και δεν έγινε, μα βάση τη διαδικασία όπως έπρεπε, δεν ακούστηκαν ποτέ οι παραγωγοί όπως κάνουμε καλή ώρα τώρα με το Πανεπιστήμιο και λέμε ότι από τη στιγμή που έχουμε από τότε που έγιναν οι έρευνες για το δάκο, δύο απανωτοί ψεκασμοί στις αρχές, και δεν το εφαρμόζουν, γιατί έχουμε έναν διευθυντή ο οποίος λέει, εδώ εγώ θα μιλήσω επιστημονικά με τα δεδομένα τα δικά μου. Θα βρω τη γονιμότητα. Παλεύεις να σκοτώσεις το δάκο πριν αρχίσει να το κάνει ο πληθυσμός. Αν τον αφήσεις να γίνει πληθυσμός, πώς θα το αντιμετωπίσεις μετά;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου)
Απόσπασμα 4
«Αλλιώς, Γιώργο, συγγνώμη να σε διακόψω σε αυτό το θέμα, γιατί είπατε πολλές φορές ότι δεν φτάνουν τα λεφτά. Τα λεφτά από την πολιτεία ξαναεπιστρέφονται στα δύο χρόνια πίσω πάλι, επειδή δεν τα έχουμε χρησιμοποιεί, δεν τα έχει χρησιμοποιήσει η διεύθυνση Γεωργίας. Είναι μεγάλο το πρόβλημα, αλλά είναι το πρόβλημα στον Νομό Μαγνησίας ότι οι παραγωγοί δουλεύουν μόνοι τους.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Οι συνομιλητές επισημαίνουν πως η προώθηση του ελαιολάδου και η χρηματοδότηση τυποποιητηρίων, συνεταιρισμών και άλλων υποδομών επικεντρώθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Πελοπόννησος, αφήνοντας άλλες περιοχές του Πηλίου στο περιθώριο. Αυτό δεν παρουσιάζεται ως απλή πολιτική προτεραιοποίηση, αλλά ως αποτέλεσμα κομματικών και πελατειακών επιλογών, χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή ή διαβούλευση με τις τοπικές κοινότητες της Μαγνησίας. Η επιλογή να ενισχυθούν άλλες περιοχές, ενώ το Πήλιο αντιμετωπίζει έντονες γεωμορφολογικές δυσκολίες και περιορισμένη πρόσβαση σε υποδομές, δεν έγινε με βάση αντικειμενικά αγρονομικά ή αναπτυξιακά κριτήρια, αλλά με όρους πολιτικής σκοπιμότητας. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, οι αποφάσεις αυτές «ήταν καθαρά πολιτικές». Η άνιση αυτή μεταχείριση δεν περιορίζεται στην κατανομή πόρων (που θα συνιστούσε διανεμητική αδικία), αλλά αφορά στον ίδιο τον αποκλεισμό από τον σχεδιασμό. Οι φωνές των παραγωγών του Πηλίου απουσίαζαν, όχι επειδή δεν είχαν επιχειρήματα, αλλά επειδή ποτέ δεν προσκλήθηκαν να τα καταθέσουν. Πρόκειται για διαδικαστική αδικία, που στερεί από ολόκληρες περιοχές τη δυνατότητα να αποκτήσουν λόγο, στήριξη και προοπτική, εντείνοντας τη ματαίωση, την αίσθηση αορατότητας και την περιθωριοποίηση. Η πολιτεία επένδυσε επικοινωνιακά και οικονομικά στην ανάδειξη άλλων περιοχών, ενώ άφησε το Πήλιο στα “αζήτητα”, χωρίς μηχανισμούς προβολής, εμπορικής στήριξης ή θεσμικής ενδυνάμωσης. Η έλλειψη πρόσβασης σε αποφάσεις που αφορούν άμεσα τον κλάδο, η απουσία του Πηλίου από τις εθνικές αγροδιατροφικές στρατηγικές και η απροθυμία των αρμόδιων φορέων να ακούσουν τις τοπικές φωνές καταδεικνύουν ένα έλλειμμα δημοκρατίας και συμμετοχής στον πρωτογενή τομέα.
Απόσπασμα 1
«-Και ενδεχομένως, ενδεχομένως, για να τα λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Όχι ενδεχομένως, σίγουρο είναι αυτό ότι, πώς το λέμε, το προμοτάρισμα είτε της Κρήτης είτε της Πελοποννήσου κάτω, σε ότι έχει σχέση το ελαιόλαδο, έχει γίνει από κρατικούς φορείς, έτσι, κατά το παρελθόν. Συμφωνείς; Λοιπόν, εμείς εδώ ήμασταν στα αζήτητα, δεν φτάνει μόνο η ιδιωτική…
-Έρεε κρατικό, δημόσιο, χρήμα, ασύστολα. Σε εμάς δεν έχει πέσει τίποτα. Το ίδιο και στην από ‘κει μεριά να πούμε, στους ελαιώνες [ΝΔ Μαγνησία]. Έχουν δοθεί και κίνητρα και προωθήσεις και χρήμα, στις κάτω περιοχές, όσον αφορά το ελαιόλαδο, και έγιναν και τα τυποποιητήρια, έγιναν οι συνεταιρισμοί, και να μην ανατρέξουμε κατά το παρελθόν με τις επιδοτήσεις τι γινόταν, δεν ξέρω αν είστε γνώστες, αλλά εν πάση περιπτώσει να μην το ανοίξουμε. Εμείς εδώ αν βγάζαμε κανένα κιλό παραπάνω τότε που βγάζαμε τα τέτοια…
-Ωραία, αυτή η επιλογή για ποιο λόγο έγινε;
-Ήτανε καθαρά κομματική επιλογή. Ήτανε καθαρά πολιτικοί οι λόγοι που έγιναν αυτές οι επιλογές. […] Που στηρίχθηκε η Κρήτη, ας πούμε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Μηλιές)
Απόσπασμα 2
«-Δηλαδή κάπου, να ξεκινήσεις ένα τέτοιο ένα πρότζεκτ ή μια επιχειρηματική δραστηριότητα, αν δεν έχεις πρώτον τα διαθέσιμα κεφάλαια, τα απαραίτητα, γιατί χρειάζονται, δεν γίνονται τίποτα μόνα τους. Αν δεν έχεις τη στήριξη της Πολιτείας, τη στήριξη… Γιατί πηγαίνουν από το Υπουργείο, τα λέμε όλα, τα ίσα και παλικαρίσια, και από εδώ και από εκεί, όταν πηγαίνουν στις διεθνείς, ή στις ευρωπαϊκές εκθέσεις, πάνε για τουρισμό, δεν πάει για να προωθήσουν. Εκτός εάν πιεστούν από κάπου σθεναρά, τότε προωθούν και τέτοιοι.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια)
Η παρουσία μεγάλου αριθμού ετεροεπαγγελματιών και μη ενεργών ιδιοκτητών αγροτικής γης στο Πήλιο προκαλεί σοβαρές στρεβλώσεις στις διαδικασίες αντιπροσώπευσης και λήψης αποφάσεων, συνιστώντας μια βαθιά διαδικαστική αδικία εις βάρος των ενεργών παραγωγών. Παρότι οι ετεροεπαγγελματίες διατηρούν τυπικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα, η περιορισμένη ή αποσπασματική τους εμπλοκή στην καλλιέργεια δεν διαφοροποιεί τη θεσμική τους φωνή από εκείνη των επαγγελματιών παραγωγών. Ως αποτέλεσμα, οι ενεργοί αγρότες, οι οποίοι αφιερώνουν καθημερινά χρόνο, πόρους και γνώση στη διατήρηση του παραγωγικού δυναμικού, στερούνται αναλογικής ισχύος στη διαμόρφωση πολιτικών και στρατηγικών. Η ισοτιμία στη θεσμική συμμετοχή, ανεξαρτήτως του βαθμού ενεργής εμπλοκής, διαβρώνει τη συλλογική λειτουργία του αγροτικού χώρου και ακυρώνει τη δίκαιη εκπροσώπηση των πραγματικών φορέων της παραγωγής.
Απόσπασμα 1
«-Δεν είναι μόνο αγρότες. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα εδώ. Ότι ο κλήρος εδώ ανήκει σε ημιπαγγελματίες, ο μεγαλύτερος.
-Ετεροεπαγγελματίες.
-Δηλαδή οι περισσότερες έχουν τις ελιές συμπληρωματικά…
-Αυτό που είπαμε, για την παραγωγή που λέγαμε, ότι δεν δίνουνε έξω…
-Συμπληρωματικό εισόδημα, ή να βγάλουμε το λάδι της χρονιάς. Οπότε αυτός…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά))
Απόσπασμα 2
«-Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολλοί ετεροεπαγγελματίες και πολλοί που καλλιεργούν για λάδι. Αυτοί δεν καλλιεργούν συστηματικά. Ούτε δολώματα βάζουν, ούτε μπαίνουν στο κτήμα τους, ούτε καθαρίζουν.
-Αυτό το βλέπετε ως πρόβλημα εδώ σε αυτή την περιοχή;
-Όταν εγώ είμαι δίπλα και βάζω δολώματα και δίπλα κάνει πανηγύρι τι θα γίνει. και κάθε μέρα να ψεκάζεις. με τα σκευάσματα που υπάρχουν ο δάκος την μία μέρα τον σκοτώνεις την άλλη επιστρέψει.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 3
«Καταλαβαίνω ότι αυτό που μου λες, θα αποδεσμευτώ από όλα αυτά, αλλά αυτά τα τρία χρόνια τι θα κάνω; Οι ετεροεπαγγελματίες, καλά κάνουν οι άνθρωποι και προσπαθούν να συμπληρώσουν τα εισοδήματα τους κλπ, αλλά πάνε πιο πίσω οι δουλειές που σου φέρνουν το μικρότερο εισόδημα. Δηλαδή δίνεις περισσότερο βάση στις δουλειές που σου φέρνουν το μεγαλύτερο εισόδημα. Αυτό, μαζί με το γεγονός της θετικής αξίας των αγροτεμαχίων λόγω του τουρισμού έχει φέρει πολλούς, και αλλοδαπούς και άλλους, οι οποίοι έχουν μία δεσμευμένη έκταση, που λόγω των πολλών αυτών ατόμων είναι μεγάλη έκταση τελικά.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια)
Αυτό το απόσπασμα φέρνει στην επιφάνεια μια ξεκάθαρη διαδικαστική αδικία, καθώς καταδεικνύει την απουσία συλλογικής οργάνωσης και θεσμικής εκπροσώπησης των αγροτών του Πηλίου. Οι παραγωγοί, όπως περιγράφεται, είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν τα θεσμικά όργανα ατομικά, χωρίς τη στήριξη αγροτικών συλλόγων ή συντονισμένων ομάδων, γεγονός που περιορίζει δραματικά την ικανότητά τους να διαπραγματευτούν, να ακουστούν και να διεκδικήσουν λύσεις. Η φράση «πήγαμε ποτέ 200 άτομα;» αποτυπώνει τη ματαίωση και την απογοήτευση που προκύπτει από την έλλειψη συλλογικής δράσης και την απουσία μαζικής διεκδίκησης. Η ευθύνη μετατίθεται στους ίδιους τους παραγωγούς, όμως το πραγματικό πρόβλημα είναι δομικό: η θεσμική αδυναμία να οργανωθούν αποτελεσματικά, η απουσία καναλιών εκπροσώπησης και η έλλειψη θεσμικής πρόσβασης. Παράλληλα, η αναφορά σε πολιτικά προϊστάμενους και στο Υπουργείο Γεωργίας αναδεικνύει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται αλλού, χωρίς τη συμμετοχή των άμεσα εμπλεκόμενων. Το απόσπασμα επιβεβαιώνει ότι οι κοινότητες των παραγωγών αποκλείονται ουσιαστικά από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι αυτές επηρεάζουν άμεσα το παραγωγικό και βιοτικό τους μέλλον. Πρόκειται για μια βαθιά μορφή διαδικαστικής αδικίας, καθώς η φωνή τους δεν ακούγεται, όχι μόνο λόγω αδιαφορίας των θεσμών, αλλά και εξαιτίας της θεσμικής ανεπάρκειας να τους συμπεριλάβουν.
Απόσπασμα 1
«Είναι μεγάλο το πρόβλημα, αλλά είναι το πρόβλημα στον Νομό Μαγνησίας, ότι οι παραγωγοί δουλεύουν μόνοι τους, δηλαδή δεν υπάρχουν αγροτικοί σύλλογοι, τέτοια πράγματα, ούτως ώστε όταν πηγαίνω εγώ στον διευθυντή, πηγαίνω μόνος μου, δεν έχω συμμετοχή ούτε 2-3 αγρότες.
-Δεν μας ενημέρωσες.
-Ρε αγόρι μου, εσύ ήρθες. Όσες φορές έχω πει, 2-3 άτομα. Πήγαμε ποτέ 200 άτομα;
-Το Υπουργείο Γεωργίας έχει πολιτικό προϊστάμενο. […] Αυτό το πράγμα δεν γίνεται να μην γίνεται παράδειγμα γραμμή από το Υπουργείο, αυτό θα εφαρμοστεί.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά))
Η περιορισμένη αναγνώριση της σημασίας της αγροτικής δραστηριότητας για τη διατήρηση του τοπίου και την πρόληψη φυσικών κινδύνων, όπως οι πυρκαγιές, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αδικίας μη αναγνώρισης εκ μέρους της Πολιτείας. Οι καλλιεργητές του Πηλίου δεν είναι απλώς παραγωγοί ελαιολάδου: με τη συνεχή καλλιέργεια, το κλάδεμα και την αποψίλωση, επιτελούν κρίσιμο έργο περιβαλλοντικής διαχείρισης σε μια περιοχή με έντονο ανάγλυφο και ευαίσθητο οικοσύστημα. Όταν οι εκτάσεις παραμένουν ακαλλιέργητες, μετατρέπονται σε «ζούγκλες» με πυκνή βλάστηση και αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς, που απειλεί όχι μόνο τους ίδιους αλλά και τις γύρω κοινότητες. Ωστόσο, οι κρατικοί κανονισμοί περιβαλλοντικής προστασίας εφαρμόζονται ισοπεδωτικά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τοπίου και τις πρακτικές των παραγωγών. Απαγορεύσεις όπως η καύση κλαδιών ή η είσοδος στα χωράφια σε περιόδους κινδύνου επιβάλλονται χωρίς εναλλακτικές λύσεις, δυσκολεύοντας τη διαχείριση των αγρών. Αντί να αναγνωρίζονται ως φύλακες του τοπίου, οι αγρότες αντιμετωπίζονται συχνά ως απειλή. Η αδυναμία της πολιτείας να ενσωματώσει τη συμβολή των παραγωγών στην περιβαλλοντική πολιτική καταδεικνύει τη βαθιά απόσταση ανάμεσα στη θεσμική οπτική και την τοπική εμπειρία. Η μη αναγνώριση αυτής της συμβολής υποτιμά τη γνώση, την εμπειρία και τον ρόλο των αγροτών στη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος.
Απόσπασμα 1
«-Δεν γίνεται αυτό το πράγμα για όλους τους λόγους που είπαμε. Όχι μόνο για την τσέπη μας, αλλά και για τα παιδιά μας, αλλά και για τον τουρισμό μας, να στηριχτεί εδώ κλπ, να μην καλλιεργούνται οι πλαγιές μας. Αν δεν καλλιεργηθούν, το πρώτο που θα πάρουμε θα είναι φωτιά. Όχι μόνο, ξαναλέω, για την τσέπη μας, αυτό που είπαμε πιο πριν, αλλά για όλη την περιοχή.
-Άρα η καλλιέργεια είναι μια παράλληλη δραστηριότητα, μια λύση ανάγκης.
-Είναι η δραστηριότητα ενός παραγωγού.
-Ναι. Αλλά λέτε ότι αν δεν καλλιεργηθεί θα πάρει φωτιά η περιοχή.
-Όταν μείνει ακαλλιέργητο, αν αρπάξουν τα πουρνάρια και τέτοια…
-Το Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας δεν θα έπρεπε να το λάβει υπόψη του αυτό; Ότι αν δεν καλλιεργούν οι παραγωγοί του Πηλίου, δεν καλλιεργούν και είναι ο δρόμος και τα ξερά χόρτα δίπλα, πόσο πιο εύκολα θα πάρει φωτιά και πόσο είναι μετά να κάνεις αποζημιώσεις από τις περιουσίες που θα καούνε, θα χαθούνε;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια)
Απόσπασμα 2
«-Γιατί τώρα τι μας γίνεται, μας επιβαρύνουν χειρότερα τα πράγματα στο Πήλιο. Σου απαγορεύουν να μπεις με τον καύσωνα να κλαδέψεις χόρτα. Σου απαγορεύουν να κάψεις στην εποχή τους. Τα αφήνεις όλα σε κάποιο σημείο. Που αν καείς, θα καείς πρώτος εσύ, το κτήμα σου, το κτήμα σου, γιατί έχεις την καύσιμη ύλη. Σου απαγορεύουν.
-Η ιδιομορφία του περιβάλλοντος εδώ είναι ότι δεν είναι οι ελαιώνες όπως είναι στην Πελοπόννησο. Στην Πελοπόννησο, και να μην καλλιεργηθεί έναν χρόνο, θα βγει δέκα πόντους χορτάρι, θα ξεραθεί. Εδώ αν μείνει μια χρονιά ακαλλιέργητο, ιδιαίτερα οι ορεινοί ελαιώνες, του χρόνου είναι ζούγκλα. Δεν μπαίνεις μέσα.
-Δεν υπάρχει μόνο χορταράκι. Ξεχνάς το βιολογικό και πας μετά σε ζιζανιοκτόνο για να μπορέσεις να επαναφέρεις λίγο το κτήμα.
-Εμείς παλεύουμε με τη φύση, εδώ εμείς κάνουμε αποψίλωση κάθε χρόνο. Για να μπορέσουμε να κρατηθούν τα κτήματα. Συν το ανάγλυφο της περιοχής είναι πολύ μεγάλο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά))
Παρότι η ποικιλία Κονσερβολιά Πηλίου φέρει τον χαρακτηρισμό ΠΟΠ από το 1996 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1107/96/ΕΚ), η αναγνώριση αυτή παραμένει σε μεγάλο βαθμό συμβολική και αποκομμένη από την πραγματικότητα των παραγωγών. Οι ίδιοι δηλώνουν ξεκάθαρα ότι η ένδειξη ΠΟΠ δεν προσφέρει καμία ουσιαστική υπεραξία ούτε στην αγορά ούτε στις πολιτικές στήριξης. Αντί να λειτουργεί ως εργαλείο εμπορικής διάκρισης και τοπικής ταυτότητας, το ΠΟΠ παραμένει ένα τυπικό σήμα χωρίς εφαρμογή και χωρίς θεσμική αξιοποίηση. Ούτε οι εμπορικές αλυσίδες το αναδεικνύουν, ούτε το καταναλωτικό κοινό φαίνεται να επηρεάζεται από αυτό στις αγοραστικές του επιλογές. Οι παραγωγοί διαπιστώνουν ότι δεν απολαμβάνουν καμία ενίσχυση ή αποζημίωση που να συνδέεται με τον χαρακτηρισμό αυτό, ούτε από την αγορά ούτε από το ίδιο το κράτος, το οποίο δεν έχει ενσωματώσει το ΠΟΠ σε ένα σύστημα επιβράβευσης ή διαφοροποιημένης μεταχείρισης. Η αποτυχία των θεσμών να αξιοποιήσουν το ΠΟΠ ως μέσο στήριξης και προώθησης του τοπικού προϊόντος συνιστά μια μορφή αναγνωριστικής αδικίας, καθώς η γεωγραφική και ποιοτική ιδιαιτερότητα της ποικιλίας δεν αναγνωρίζεται στην πράξη. Η ιστορικότητα, η τοπικότητα και η διαφοροποίηση του προϊόντος, που θα μπορούσαν να μετατραπούν σε στρατηγικό πλεονέκτημα, παραμένουν αόρατες μέσα σε έναν θεσμικό και εμπορικό μηχανισμό που αδιαφορεί. Οι παραγωγοί δεν βλέπουν καμία αλλαγή στην αξία, στη ζήτηση ή στην τιμολόγηση των προϊόντων τους λόγω της ένδειξης ΠΟΠ, ενώ η ίδια η πολιτεία δεν έχει προβλέψει καμία ενεργή πολιτική στήριξης, ενημέρωσης ή ανάδειξης του σήματος. Αντί να λειτουργεί ως πλατφόρμα ενίσχυσης της τοπικής αγροτικής ταυτότητας, το ΠΟΠ καταλήγει να είναι ένα εργαλείο χωρίς αντίκρισμα για τους ίδιους τους παραγωγούς, που παραμένουν θεσμικά και εμπορικά αφανείς. Η μη ενσωμάτωσή του στις πολιτικές ενισχύσεων, στα διαφημιστικά αφηγήματα και στις λιανικές αλυσίδες εντείνει την αίσθηση αδικίας, καθώς η επίσημη αναγνώριση υπάρχει μόνο στα χαρτιά, χωρίς να μεταφράζεται σε οφέλη ή υποστήριξη.
Απόσπασμα 1
«–Κι όχι μόνο στο ελαιόλαδο. Και στη βρώσιμη. Γιατί στην παραγωγή έχουμε βρώσιμη. Εκεί είναι που θα πάρει υπεραξία.
-Είναι και ΠΟΠ η βρώσιμη.
-Ναι, είναι και ΠΟΠ, αλλά δεν του δίνει κάτι, δεν έχει καμιά ιδιαίτερη διαφορά.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 2
«- Άρα την αξία της ελιάς την παίρνετε ουσιαστικά; Είναι στον αυτόματο η δική σας εξαιτίας του ΠΟΠ;
– Όχι, όχι, είπα και προηγουμένως αλλά πιθανόν να μην με ακούσατε. Το ΠΟΠ, μην θεωρείτε ότι δίνει καμία υπεραξία αυτή τη στιγμή στο προϊόν.
– Γιατί γίνεται πολλή συζήτηση.
-Γίνεται αλλά είναι και θέμα προσφοράς και ζήτησης, καθαρά.
– Το ΠΟΠ δίνει μία μικρή αξία, υπάρχει πολλή γραφειοκρατία.
– Ναι αλλά εδώ την έχουμε, δεν έχει ΠΟΠ; Άρα γιατί λέτε ότι δεν σας δίνει κάτι;
– Δεν έχει σημασία
– Όταν βγεις στην αγορά, τώρα λίγο θα παίξει αν είναι ΠΟΠ ή αν είναι απλό, λίγο θα παίξει στον καταναλωτή που θα πάει στο ράφι να πάρει ένα βάζο ελιές ή ένα λίτρο λάδι. Δεν νομίζω ότι παίζει ιδιαίτερα, αλλά νομίζω ότι είναι για να γίνονται συζητήσεις στα μέσα, να βγαίνουν αυτοί που λέγαμε πριν, οι ερευνητές και λοιπά, να κάνουνε γνωματεύσεις, αλλά στο τέλος, για τον παραγωγό είναι ένα μεγάλο μηδενικό.
– Για εσάς είναι ένα μεγάλο μηδενικό το ΠΟΠ ουσιαστικά;
– Δεν έχει καμιά…
-Δεν το έχει υιοθετήσει ούτε το Υπουργείο. Να πει ότι αυτό το προϊόν που είναι ΠΟΠ πρέπει να το αντιμετωπίσεις αλλιώς, να δώσεις μια αποζημίωση, δηλαδή χαρακτηρίζει και ένα προϊόν, Κονσερβολιά Πηλίου ΠΟΠ, το 1994, και δεν σου έχει δώσει μέχρι τώρα τίποτα. Τίποτα. Ούτε το όνομα του.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Μηλιές))
Η αδυναμία των καταναλωτών να κατανοήσουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και την προστιθέμενη αξία των τοπικών αγροτικών προϊόντων, όπως το ελαιόλαδο του Πηλίου, συνιστά μια βαθιά ριζωμένη μορφή αναγνωριστικής αδικίας. Οι παραγωγοί περιγράφουν πώς, ακόμη και όταν επενδύουν σημαντικά στην ποιότητα, στην τυποποίηση και στη διαφοροποίηση του προϊόντος τους, η αγορά αδυνατεί να ανταποκριθεί, καθώς το καταναλωτικό κοινό δεν διαθέτει τα εργαλεία ή την κουλτούρα να αναγνωρίσει την υπεραξία. Η σύγκριση με άλλα προϊόντα γίνεται αποκλειστικά με όρους τιμής, χωρίς καμία ουσιαστική αξιολόγηση των ιδιαίτερων συνθηκών παραγωγής, της αυθεντικότητας ή της τοπικής ταυτότητας. Όπως σημειώνεται από τους ίδιους τους παραγωγούς, δεν υπάρχει περιθώριο να χτιστεί ένα μοντέλο ελαιοκομίας βασισμένο στην παραδοσιακότητα, διότι η αγορά και κυρίως οι καταναλωτές δεν αναγνωρίζουν τη διαφορά. Πέρα από την οικονομική απαξίωση του ποιοτικού προϊόντος, η αδικία εδώ είναι βαθύτερη: η αγροτική προσπάθεια, η τοπική γνώση και η πολιτισμική αξία του προϊόντος δεν αναγνωρίζονται ούτε κοινωνικά ούτε θεσμικά. Οι παραγωγοί δηλώνουν ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού –ακόμα και οι νέες γενιές– δεν έχει καμία επίγνωση του τρόπου παραγωγής του ελαιολάδου, της δυσκολίας της διαδικασίας ή των κριτηρίων ποιότητας. Αυτή η έλλειψη «καταναλωτικής παιδείας» έχει ως συνέπεια το αυθεντικό προϊόν να εξισώνεται με το βιομηχανοποιημένο, ενώ ο δημιουργός του μένει αόρατος και ανώνυμος μέσα σε μια αγορά που επιλέγει με βάση τη χαμηλότερη τιμή και όχι την αξία. Η απόσταση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης δημιουργεί ένα συστημικό πρόβλημα αναγνώρισης: ο ποιοτικός παραγωγός όχι μόνο δεν επιβραβεύεται, αλλά σταδιακά αποθαρρύνεται από το να επενδύσει ξανά στην ποιότητα, καθώς η εμπορική απορρόφηση του προϊόντος δεν είναι δεδομένη, η θέση του στα ράφια των καταστημάτων είναι επισφαλής, και ακόμη και όταν το προϊόν φτάνει στον καταναλωτή, η προστιθέμενη αξία δεν αναγνωρίζεται στην πράξη. Αυτό δεν αποτελεί απλώς αποτυχία της αγοράς, αλλά μια συνολική αποτυχία κοινωνικής και πολιτισμικής αναγνώρισης της γεωργικής προσπάθειας και της διαφοροποίησης που ενσωματώνεται στο τοπικό προϊόν.
Απόσπασμα 1
«-Δεν πιστεύετε ότι μπορεί να χτιστεί στην περιοχή ένα μοντέλο ελαιοκομίας πάνω στην παραδοσιακότητα;
-Όχι, ξεκάθαρα, γιατί η ίδια η αγορά δεν μπορεί να το δεχτεί. Όπως ιδίων χαρακτηριστικών αυτοκίνητο θα έπαιρνες πάντα το πιο φτηνό, ακριβώς το ίδιο πράγμα γίνεται και στην ελιά. Δεν μπορείς να έχεις ίδιο προϊόν στην αγορά, ίδια ποικιλία, να είναι 5 χιλιόμετρα πιο μακριά και το ένα να κάνει ένα ευρώ και το άλλο δύο επειδή πρέπει εσύ να βγάλεις τα κόστη σου.
-Ο καταναλωτής θα πάει να βρει και με τα σημερινά δεδομένα, με την ακρίβεια κλπ…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άφησσος))
Απόσπασμα 2
«Άρα, ό,τι και να κάνω στην υπεραξία του προϊόντος μου, η αγορά είναι αυτή που θα μου φέρει τα χρήματα για να έχω μια κερδοφορία ή τέτοιο για να πω τα παρατάω. Το όσο πιο όμορφο προϊόν έχω, να είναι τυποποιημένο, να είναι τέτοιο και λοιπά, έρχεται μετά στους κανόνες της αγοράς, πρώτον, να το δεχτεί στα ράφια του, γιατί παίζει κι εδώ πρόβλημα, και μεγάλος συνεταιρισμός να είναι να το δεχτεί στα ράφια του, και δεύτερον, να διατηρηθεί στα ράφια του. Άμα έχεις την ποιότητα θα διατηρηθεί, δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει η αγορά. Την πρώτη φορά μπορείς να κάνεις μάρκετινγκ ένα τέτοιο, να γεμίσεις τα ράφια όλου του κόσμου επειδή έχεις ωραίο δίκτυο, να πάει, αν παραμείνει αυτό το προϊόν μέσα κι έχεις αυτές τις τιμές, θα το δεχτεί το αγοραστικό κοινό;
-Ο καταναλωτής θα το δεχτεί; Είναι πολλοί οι παράγοντες.
-Αυτό θέλω να εξηγήσω τόση ώρα. Το σούπερ ντούπερ προϊόν, η σούπερ ντούπερ τιμή.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άφησσος))
Απόσπασμα 3
«-Όλα αυτά μπορεί να γίνει κάτι, αλλά να υπάρχει και παιδεία. Καταρχήν δεν υπάρχει παιδεία καταναλωτών. Βγείτε στην αγορά και ρωτήστε για το ελαιόλαδο. Εγώ πιστεύω το 80% των καταναλωτών δεν έχουν ιδέα ποια είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του ελαιόλαδου.
-Όχι, το 98% του Έλληνα.
-Λοιπόν, δεν υπάρχει, και επειδή είμαι εκπαιδευτικός, και από το σχολείο. Τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν τίποτα. Νομίζουν το ελαιόλαδο είναι σαν το σταφύλι, το πατάς και τρέχει ζουμί και βγάζεις λάδι. Οι περισσότεροι. Ή βάζεις μια βρύση πάνω και βγάζεις λάδι.
-Για όλη την διατροφή, όχι μόνο για το ελαιόλαδο. Και τα παιδιά δεν ξέρουν πώς το σιτάρι είναι φυτό. Μπορεί να είναι χημικό, πέτρωμα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά))
Η απουσία αναγνώρισης της υπεραξίας των τοπικών προϊόντων αποτελεί μια χαρακτηριστική μορφή αναγνωριστικής αδικίας που βιώνουν οι παραγωγοί του Πηλίου. Παρά τις αντικειμενικά υψηλές ποιοτικές προδιαγραφές των προϊόντων τους —όπως το άγουρο αγριέλαιο ή η φρουτώδης ποικιλία Αμφίσσης καλλιεργημένη στο ιδιαίτερο μικροκλίμα του Πηλίου— ούτε η αγορά ούτε οι θεσμοί φαίνεται να αναγνωρίζουν αυτή την υπεραξία με τρόπο που να μεταφράζεται σε εισόδημα ή θεσμική στήριξη. Όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά στη συνέντευξη, η παραγωγή ενός εξαιρετικά ποιοτικού ελαίου από 700 κιλά ελιές απέφερε στον παραγωγό μόλις 180 ευρώ, έναντι κόστους 700 ευρώ. Το προϊόν, αν και ομολογουμένως κορυφαίο, «δεν πληρώνει τα κόστη». Η αγορά και οι εμπορικοί μηχανισμοί είναι ανεπαρκώς δομημένοι για να υποστηρίξουν τοπικά, υψηλής ποιότητας προϊόντα που απαιτούν περισσότερο κόπο και τεχνογνωσία. Παράλληλα, οι παραγωγοί τονίζουν ότι ενώ καλλιεργούν την ίδια ποικιλία με άλλες περιοχές (π.χ. Αμφίσσης), το ιδιαίτερο ανάγλυφο και μικροκλίμα του Πηλίου μεταβάλλει δραστικά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ελιάς. Παρ’ όλα αυτά, ούτε η αγορά ούτε τα συστήματα πιστοποίησης ενσωματώνουν αυτή τη διαφοροποίηση στην τιμή ή στην εμπορική ταυτότητα. Αντιθέτως, η υπεραξία παραμένει «αόρατη», καταλήγοντας να επιβαρύνει μονομερώς τον παραγωγό. Αυτή η θεσμική και εμπορική αδυναμία αναγνώρισης της ποιοτικής και τοπικής ιδιαιτερότητας των προϊόντων αποτελεί ξεκάθαρη αναγνωριστική αδικία, οδηγώντας τελικά σε απαξίωση της προσπάθειας διαφοροποίησης και εγκατάλειψη της ποιότητας ως στρατηγικής. Αυτή η θεσμική και εμπορική αδυναμία αναγνώρισης της ποιοτικής και τοπικής ιδιαιτερότητας των προϊόντων οδηγεί τελικά σε απαξίωση της προσπάθειας διαφοροποίησης και εγκατάλειψη της ποιότητας ως στρατηγικής. Επιπλέον, η αδυναμία του παραγωγού να επιβάλει την υπεραξία του προϊόντος του εντός μιας εμπορικής αλυσίδας που δεν τον στηρίζει, απογυμνώνει τον ρόλο του από κάθε συμβολικό ή θεσμικό κύρος, αφού η τοπική τεχνογνωσία, η βιωματική εμπειρία και η αγροτική υποκειμενικότητα που ενσαρκώνονται σε αυτά τα προϊόντα παραμένουν αόρατες και μη αναγνωρίσιμες, με αποτέλεσμα ο αγρότης όχι μόνο να ζημιώνεται οικονομικά, αλλά και να υποτιμάται ως δημιουργός αξίας.
Απόσπασμα 1
«-Πήγα και μάζεψα αγριελιές, με ένα κόστος 700 ευρώ μαζευτικά, γιατί δεν μαζεύονται εύκολα. Πήγα εδώ, από τα 700 κιλά ελιές, γιατί έπρεπε να έχω μισό μαλακτήρα γιατί δεν γινόταν διαφορετικά, έβγαλα 30, 30 λίτρα άγουρο αγριέλαιο. Πόσο πρέπει να πληρωθείς; Προσέξτε με γιατί θέλω να με καταλάβετε. Υπεραξία, προϊόν, πιο τοπ προϊόν δεν υπάρχει. Σας πληροφορώ πούλησα 2 λίτρα από 90 ευρώ το λίτρο, 90 ευρώ το λίτρο. Ουάου, φοβερή τιμή, τα άξιζε το προϊόν, ναι. Πούλησα 2 λίτρα. Πήρα 180 ευρώ έχοντας δώσει 700 να τα μαζέψω από την όμορφη υπεραξία, από ένα σούπερ ντούπερ προϊόν, πλασαρισμένο, είναι εδώ κι ο κύριος Βολιώτης τον έχω και μάρτυρα. Το κράτησα για την οικογένεια μου, το έφαγε η οικογένεια μου, ήταν υπεραξία για εμένα, ναι, εντάξει.
-Τα τυχερά του επαγγέλματος.
-Το να δώσω 2 λίτρα με αυτή τη σούπερ ντούπερ τιμή το σούπερ ντούπερ προϊόν με 90 ευρώ το λίτρο, όχι μόνο δεν μου βγάζει τα κόστη…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άφησσος))
Απόσπασμα 2
«-Πάντως για να κλείσουμε, γιατί ειπώθηκε πριν για την μεταποίηση κλπ. Όμως η ελιά είναι ίδια ποικιλία με την Αμφίσσης. Κι όμως εσείς λέτε ότι έχετε καλύτερο…
-Δεν είναι ίδιο προϊόν, δεν είναι ίδια. Στα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν είναι ίδιο.
Το μέρος αλλάζει.
-Ναι ναι, το μέρος αλλάζει και αλλάζει την ελιά. Το δέντρο είναι ίδιο, η ποικιλία.
-Το μικροκλίμα.
-Το μικροκλίμα. Εκεί πάνω πρέπει να χτίσουμε. Εδώ πρέπει να χτίσουμε.
-Εδώ πέρα, όλοι είμαστε αγρότες. Εκεί ήθελα να πω κάτι άλλο.
Άρα δεν είναι η μεταποίηση. Είναι η πρώτη ύλη που έχεις για να τέτοιο… Δεν είναι η μεταποίηση.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άφησσος))
Απόσπασμα 3
«-Οι ιδιαιτερότητες υπάρχουν, για παράδειγμα η ελιά η ορεινή του Πηλίου δεν μπορεί να συγκριθεί στα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά με την Αμφίσσης. Κι από θέμα γεύσης, κι από θέμα συντήρησης.
-Ίδια ποικιλία.
-Ίδια ποικιλία, ναι. Αν πάρεις όμως ελιά Αμφίσσης και τη βάλεις μέσα, γιατί εμείς κάνουμε και ένα είδος μεταποίησης, σαν παραγωγοί. […]
-Οι ελιές οι ορεινές συντηρούνται άψογα. Οι πεδινές μαλακώνουν γαραλιάζουν, μυρίζουν, παθαίνουν ένα σωρό ασθένειες. Η ορεινή ελιά δεν παθαίνει.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά))
Η προσωρινότητα των αλλοδαπών εργατών στη γεωργία αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση αδικίας μη αναγνώρισης, καθώς οι θεσμοί και η πολιτεία αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν την καθοριστική συμβολή αυτού του εργατικού δυναμικού στην αγροτική παραγωγή. Οι περιορισμοί στις άδειες διαμονής και εργασίας, οι αυστηροί χρονικοί περιορισμοί και η αδυναμία σύναψης σταθερών συνεργασιών με εργάτες, δημιουργούν μια συνθήκη αστάθειας και συνεχούς αβεβαιότητας για τους παραγωγούς. Παρά το γεγονός ότι οι εργάτες αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι για τη συγκομιδή και τη φροντίδα των καλλιεργειών, αντιμετωπίζονται σαν «αναλώσιμοι πόροι» αντί για θεμελιώδεις συντελεστές του αγροτικού συστήματος. Η έλλειψη θεσμικής πρόβλεψης για πιο μόνιμες ή ευέλικτες ρυθμίσεις απασχόλησης δείχνει ότι το κράτος δεν αναγνωρίζει τις ανάγκες και τη λειτουργική πραγματικότητα των παραγωγών σε περιοχές όπως το Πήλιο. Αυτή η αδιαφορία καταλήγει να πλήττει τόσο την αγροτική παραγωγή όσο και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των εργατών, μετατρέποντας μια λειτουργική ανάγκη σε χρόνιο πρόβλημα.
Απόσπασμα 1
«-Είναι κι ένα άλλο πρόβλημα. Εγώ έχω κάποιους μόνιμους που τους έχω στη δουλειά. Τους έχω σπίτι που μένουν, κτλ. Τώρα θα φέρουν τις γυναίκες από πρώτη του μηνός. Είμαστε υποχρεωμένοι μόνο για τρεις μήνες. Δεν δίνει η πολιτεία, ξέρω εγώ, ένα μήνα ακόμα, ούτε μια μέρα. Με αποτέλεσμα, τους κανονίζω να έρθουν τότε γιατί τρεις μήνες μετά δεν μπορούν να ξαναρθούν. Ο άντρας τους είναι μόνιμος, έχει χαρτιά.
-Αν επιτρέπεται, Αλβανούς φαντάζομαι; Για να έρχονται τόσο εύκολα.
-Ναι, Αλβανούς, δεν υπάρχουν άλλοι. Έρχονται εύκολα αλλά πρέπει να φύγουν σε τρεις μήνες. Τρεις και μία μέρα, μετά δεν γίνεται τίποτα, έχει μάζεμα, έχει χίλια δυο, να πούμε. Και αυτό είναι λάθος της πολιτείας που δεν το επιτρέπει. Από τη στιγμή που η οικογένειά της είναι νόμιμη εδώ πέρα, δεν είναι κάτι παράνομο. Λοιπόν, πρόπερσι είχα ξεκινήσει να κάνω χαρτιά σε δύο δικηγόρους, για να είμαι σίγουρος, πάει κανένα ενάμιση χιλιάρικο με αυτή την ιστορία και τελικά ήταν μαγκιά των δικηγόρων, δυο που ήταν, να μου πάρουν το ένα χιλιάρικο.
-Είναι απάτη. Απάτη.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Η ύπαρξη νοθείας, τόσο στο χύμα όσο και στο τυποποιημένο ελαιόλαδο, δεν αντιμετωπίζεται με τη σοβαρότητα που απαιτείται από τα εμπορικά δίκτυα και τους αρμόδιους θεσμούς. Αντί να εφαρμόζονται αυστηροί έλεγχοι και να προστατεύονται οι ποιοτικοί παραγωγοί, υπάρχει σιωπηρή ανοχή ή ακόμη και συγκάλυψη, επιτρέποντας πρακτικές όπως η ανάμειξη ελαιολάδων διαφορετικής ποιότητας με στόχο την τυπική κάλυψη των ορίων της κατηγορίας «έξτρα παρθένο». Το αποτέλεσμα είναι η συστημική εξίσωση του έντιμου με τον παραβάτη, καθώς η αγορά δεν διαφοροποιεί το προϊόν υψηλής ποιότητας από εκείνο που απλώς πληροί τυπικά κριτήρια όπως η οξύτητα. Αυτή η πραγματικότητα υπονομεύει τις προσπάθειες των παραγωγών που επενδύουν στη γνώση, στην υπευθυνότητα και στην ακεραιότητα, καθώς η εργασία και οι αξίες τους δεν αναγνωρίζονται, ούτε ανταμείβονται. Η αδικία μη αναγνώρισης εδώ είναι διπλή: από τη μία πλευρά, οι αξίες και οι προσπάθειες των έντιμων παραγωγών υποτιμώνται από την πολιτεία και την αγορά, που δεν τους ξεχωρίζουν από όσους παραβιάζουν τους κανόνες· από την άλλη, η εμπιστοσύνη του καταναλωτή προς τον τοπικό παραγωγό καταρρέει, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί η ποιότητα ή η προέλευση, και το προϊόν απαξιώνεται συνολικά. Επιπλέον, η απαγόρευση άμεσης διάθεσης, όπως η πώληση χύμα ελαιολάδου σε γνωστούς ή φίλους, αφαίρεσε από τον ποιοτικό παραγωγό ένα κρίσιμο εργαλείο επιβεβαίωσης και αναγνώρισης της δουλειάς του, ενώ ενίσχυσε τη δύναμη των εμπορικών δικτύων που ελέγχουν την πρόσβαση στην αγορά, χωρίς όμως να ελέγχονται οι ίδιοι με την ίδια αυστηρότητα.
Τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν ατομικές παρατυπίες, αλλά δείκτες ενός συστήματος που επιβραβεύει τη μαζικότητα, ανέχεται την παραπλάνηση και αποτυγχάνει να στηρίξει θεσμικά τη μικρή, τοπική, ποιοτική παραγωγή. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είτε δεν επαρκούν, είτε σιωπούν, με αποτέλεσμα η νοθεία να αποτελεί καθημερινή πρακτική, αποδεκτή εντός της αγοράς. Η ηθική και επαγγελματική ταυτότητα των παραγωγών πλήττεται, όχι επειδή παραβατούν, αλλά επειδή βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα σύστημα που αδυνατεί να ξεχωρίσει, να ελέγξει και να επιβραβεύσει το ποιοτικό προϊόν και τους ανθρώπους που το παράγουν με ευθύνη.
Απόσπασμα 1
«-Αυτό, ο σοβαρός, ο συνειδητός παραγωγός, το έξτρα παρθένο, με το παρθένο θα το πάρει να το βάλει στην αποθήκη του, δεν θα το μπερδέψει.
-Σε διαφορετικά…
-Θα το βάλει σε διαφορετικές δεξαμενές. Βέβαια, αυτά υπάρχουν και οι παρατυπίες. Το ζητούμενο είναι όμως, κι ένας έμπορας, που θα πάρει να κάνει τυποποίηση, θα πάρει το δικό μου το 0,3, θα πάρει το δικό του το 0,5 με χαμηλότερη τιμή. Θα πάρει της κυρίας, να πούμε, του ενός βαθμού. Γιατί μέχρι 0,8 είναι το έξτρα παρθένο, έτσι. Θα πάρει και μέχρι 1,2 και 1,5 με πολύ χαμηλότερη τιμή, θα τα μπερδέψει, θα το φτιάξει 0,8 και θα το πουλήσει έξτρα παρθένο. Έτσι. Γιατί μιλάμε μόνο για τη νοθεία που μπορεί να κάνει ο παραγωγός που θα δώσει στο δοχείο. Αυτά δεν τα αγγίζει κανένας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 2
«-Εδώ είναι η διαφορά. Ότι όλα αυτά τα χρόνια, ο παραγωγός δεν είχε εργαλεία, όπλα. Για να πάρει μια υπεραξία του προϊόντος πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, με τον τενεκέ, για να συναγωνιστούμε.. Τώρα, νοθεία στο προϊόν που είναι χύμα, όλα αυτά που…
-Έχουν υπάρξει και τέτοια φαινόμενα. Αλλά και στα τυποποιημένα υπάρχει νοθεία, έτσι, να μην λέμε το ένα, μονόπλευρα…
-Υπάρχουν παραγωγοί που δεν πουλάνε πραγματικά έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και δυσφημίζονται στους πολίτες.
-Και τυποποιημένο…
-Και τυποποιημένο. Και γι αυτό φτάσαμε να υπάρχει μία δυσφήμιση από ένα προϊόν που θέλαμε να πάρουμε μια υπεραξία πουλώντας σε γνωστούς, φίλους, στην εμπιστοσύνη αυτή που είχαμε αποκτήσει, που λέει ο ***, και χάθηκε κι αυτό το όπλο που είχαμε. Απαγορεύτηκε από τη νομοθεσία…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Μηλιές))
Η γεωγραφία ενέχει μια αδικία μη αναγνώρισης που βιώνουν οι παραγωγοί του Πηλίου, καθώς οι κρατικοί φορείς αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη το ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό γεωμορφολογικό περιβάλλον της περιοχής κατά τον σχεδιασμό πολιτικών στήριξης και επιδότησης. Παρά τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι αγρότες , όπως η αδυναμία μηχανοποίησης, η δυσκολία πρόσβασης, η χειρωνακτική συλλογή, το επικλινές και βραχώδες έδαφος, λαμβάνουν τις ίδιες ή και χαμηλότερες επιδοτήσεις από παραγωγούς σε πεδινές περιοχές με σαφώς ευνοϊκότερες συνθήκες καλλιέργειας και χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Η κρατική πολιτική εφαρμόζεται με ισοπεδωτικό τρόπο, παραγνωρίζοντας τα άνισα φορτία που επωμίζονται οι ορεινοί παραγωγοί και αντιμετωπίζοντας διαφορετικές παραγωγικές πραγματικότητες ως ισοδύναμες. Αυτή η προσέγγιση υποβαθμίζει την αξία της τοπικής γνώσης, της εμπειρίας και της προσπάθειας, καθώς η υπεραξία που παράγεται μέσα από την καλλιέργεια σε δυσμενείς συνθήκες δεν αναγνωρίζεται ούτε οικονομικά ούτε θεσμικά. Το πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται η καλλιέργεια σε αυτές τις συνθήκες δεν καλύπτεται, με αποτέλεσμα να επιβαρύνει αποκλειστικά τον παραγωγό και να “εξαφανίζεται” μέσα στην αγορά που δεν διαφοροποιεί ούτε την προέλευση ούτε τις συνθήκες παραγωγής. Το κράτος αποτυγχάνει να διακρίνει ότι σε περιοχές όπως το Πήλιο, το γεωγραφικό ανάγλυφο δεν είναι απλώς μια ιδιομορφία, αλλά ένας κρίσιμος παράγοντας που διαμορφώνει το κόστος, τις δυνατότητες, τις ανάγκες και εντέλει την ίδια την επιβίωση της αγροτικής παραγωγής.
Τα αίτια αυτής της αναγνωριστικής αδικίας εντοπίζονται στην έλλειψη διαφοροποίησης των πολιτικών ενίσχυσης με βάση τις γεωμορφολογικές συνθήκες, στην αδυναμία του κράτους να εξισορροπήσει θεσμικά τα μειονεκτήματα της ορεινής γεωργίας, και στην υποτίμηση της τοπικής αγροτικής γνώσης ως ισότιμου φορέα τεχνογνωσίας και προσαρμογής. Η επίμονη απαίτηση για ίση μεταχείριση κάτω από άνισες συνθήκες αποκαλύπτει μια βαθύτερη θεσμική αδιαφορία απέναντι στη βιωματική και επαγγελματική εμπειρία των παραγωγών, οδηγώντας σε συστηματική μη αναγνώριση των πραγματικών όρων ζωής και παραγωγής στο Πήλιο.
Απόσπασμα 1
«-Με 10 ευρώ το στρέμμα, πρέπει να ανταγωνιστώ την τιμή του Αλμυρού, την τιμή της Στυλίδας. που μπαίνεις μέσα με το τρακτέρ, τινάζεις με το δονητικό, με την ομπρέλα σου κλπ. Όταν εγώ, εν έτει 2024, μπορεί να χρειάζομαι μουλάρι για να βγάλω τις ελιές, καταλαβαίνετε ότι και αυτή η υπεραξία που πάμε να δώσουμε φεύγει από το εισόδημά μας.
-Εξανεμίζεται.
-Αυτό προφανώς θα ακούσατε και από την άλλη πλευρά [ΝΔ Μαγνησία]. Αυτό το τραύμα, επειδή δεν μπορεί να το εξισορροπήσει η αγορά, πρέπει να το εξισορροπήσει ή το κράτος ή κάποιος άλλος φορέας, προκειμένου… Δεν γίνεται να πουλάω, να είναι μέσα στην αγορά, ίδια ελιά, φαινομενικά, μπορεί να δίνει διαφορετική τοποθεσία, ελιά Αμφίσσης Πηλίου με τον Αλμυρό»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«-Το μεγάλο πρόβλημα, είτε είσαι συνεταιρισμός, είτε είσαι μεμονωμένος, είτε είσαι ομάδα παραγωγών, έχεις πάντα το ίδιο πρόβλημα. Το πρόβλημα σου είναι τα υπερβολικά μεγάλα κόστη, λόγω του επικλινούς.. Όχι μόνο του επικλινούς, του δύσκολου εδάφους.
-Το ανάγλυφο…
-Μην κοιτάτε εδώ, υπάρχουν περιοχές που δενόμαστε για να κατέβουμε ας πούμε, να πάρουμε το πανί.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Η πολιτική της υποχρεωτικής καθολικής μετάβασης στη βιολογική γεωργία δημιουργεί διανεμητικές αδικίες, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές δυνατότητες και προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί. Οι μικροί αγρότες, ιδιαίτερα όσοι έχουν διασπαρμένα τεμάχια, είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν βιολογικές πρακτικές σε όλα τα κτήματά τους, γεγονός που αυξάνει δυσανάλογα το κόστος παραγωγής. Επιπλέον, απαιτούνται ειδικές υποδομές αποθήκευσης και διαχωρισμού των προϊόντων, κάτι που δεν είναι οικονομικά εφικτό για όλους. Παράλληλα, η αγορά δεν αναγνωρίζει επαρκώς την υπεραξία των βιολογικών προϊόντων, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην λαμβάνουν ικανοποιητική αποζημίωση για την επιπλέον προσπάθεια και το κόστος που συνεπάγεται η βιολογική καλλιέργεια. Οι έμποροι ελέγχουν τη ζήτηση και τις τιμές, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην μπορούν να διαθέσουν εύκολα τα προϊόντα τους ως βιολογικά, αφού δεν υπάρχει διαφοροποίηση στις τιμές. Επιπλέον, το κόστος των αναλύσεων και των πιστοποιήσεων για να αποδειχθεί ότι ένα προϊόν είναι βιολογικό βαραίνει εξ ολοκλήρου τον παραγωγό, χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη επιδότηση ή κρατική στήριξη. Έτσι, οι αγρότες αναγκάζονται να αναλαμβάνουν ένα δυσανάλογο οικονομικό βάρος, το οποίο δεν συνοδεύεται από αντίστοιχα οφέλη στην αγορά. Η πολιτική καθολικής μετάβασης στη βιολογική γεωργία, χωρίς επαρκείς μηχανισμούς στήριξης και διαφοροποίησης ανάλογα με την τοπικότητα, ενισχύει τις ανισότητες μεταξύ των παραγωγών. Όσοι διαθέτουν κεφάλαιο και υποδομές μπορούν να προσαρμοστούν ευκολότερα, ενώ οι μικροί αγρότες μένουν εκτεθειμένοι σε υψηλό κόστος και αβεβαιότητα. Ασφαλώς, αυτό συνδέεται και με το ανάγλυφο, καθώς η βιολογική γεωργία σε επικλινή εδάφη κάνει ακόμα δυσκολότερη τη διαχείριση κλαδιών και τη διενέργεια ψεκασμών με τα απαραίτητα βιολογικά σκευάσματα.
Απόσπασμα 1
«-Ωραία, ωραία. Βιολογικό, ολοκληρωμένη διαχείριση που το ανέφερες πριν. Καταρχάς βιολογική καλλιέργεια κάνετε εδώ πέρα;
-Κάνουμε, κάνουμε. Κι εγώ κάνω.
-Πολλοί βιοκαλλιεργητές.
-Διαλέγετε κάποια τεμάχια;
-Όλα, είσαι υποχρεωμένος. Την ίδια καλλιέργεια, αν βάλεις ελιά πρέπει να είναι όλες σου οι ελιές. Αν έχεις και καρύδια, ξέρω εγώ…
-Εννοείς όλη η παραγωγή;
-Όχι, εννοώ… Αν είναι διασπαρμένο τα τεμάχια σου. Πάλι υποχρεώσεις να τα έχεις όλα;
-Μπορείς να μπεις σε προγράμματα, να πεις αυτό το κτήμα το κάνω βιολογικό.
-Γιατί είναι δεσμευτικό. Θα σου πει, εκεί που τα αποθηκεύεις, θα πρέπει να έχεις ξεχωριστούς χώρους. Δεν γίνεται αυτό το πράγμα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Μηλιές))
Απόσπασμα 2
«-Δηλαδή, ξαναλέω, εγώ παραγωγός, ο άλλος μεταποιητής, όχι να το φτιάξω μόνος μου. Εντάξει, ξαναλέω. Μισό ευρώ παραπάνω, τι μισό ευρώ παραπάνω;
-Δυο ευρώ παραπάνω.
-Τίποτα από αυτή την υπεραξία. Πας αυτή την ελιά και σου λέει μόνο πράσινο μαύρο, όχι βιολογικό. Μαύρο δεν έχει;
-Λένε οι έμποροι. Οι έμποροι. Δεν παίρνουν μαύρο.
-Δεν μας το ζητάει κανένας. […]
-Μαύρο δεν ζητάει κανένας. Ούτε Καλαμών. Κάτι ψέματα, κάτι τίποτα. Πανελλαδικά, όχι εμείς μονάχα.
-Σε ένα ανάγλυφο τέτοιο δεν μπορείς εύκολα να το μηχανοποιήσεις, θα μου πεις πάρε ερπιστριοφόρα ρε φίλε και…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Άφησσος))
Απόσπασμα 3
«-Ναι, δεν πρέπει να δείξω ότι είναι βιολογικό το προϊόν; Θα με πιστέψεις επειδή σου λέω ότι είναι βιολογικό το δικό μου;
-Αυτό το κάνει το ελαιοτριβείο, δεν το επιβαρύνεσαι εσύ.
-Αν το πουλήσω σε εσένα. Αν το πουλήσω σε άλλον έμπορα;
-Εκείνος πρέπει να κάνει.
-Κατάλαβες τι θέλω να πω. Εγώ, για να πουλήσω βιολογικό προϊόν, κάτι δείγμα μου πρέπει να πληρωθεί με μια ανάλυση αλφα, για να μπορέσω να το σπρώξω παραπέρα. Γιατί δεν είναι το σπίτι του παππού μου. Αυτό το πράγμα δεν πληρώνει την ταλαιπωρία.
-Αλλά το συνεχίζεις για λόγους κουλτούρας.
-Και για λόγους κουλτούρας. Και για το ότι θα δώσω μόνος μου υπεραξία στον προϊόν μου…
-Η κουλτούρα είναι ότι δεν θες να τρως και εσύ χημικά;
-Ναι, ξεκινάει από εκεί πρώτα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Οι παραγωγοί του Πηλίου βιώνουν συστηματική υποτίμηση της αξίας και της ταυτότητας του προϊόντος τους, λόγω της αδιαφορίας της αγοράς απέναντι στα τοπικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής. Στην πρώτη περίπτωση, η είσοδος εισαγόμενων ελιών από την Αίγυπτο στην τοπική αγορά —που πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές χωρίς διαφοροποίηση— όχι μόνο ασκεί οικονομική πίεση στους τοπικούς παραγωγούς, αλλά ακυρώνει θεσμικά και εμπορικά την ποιοτική και υπεραξία του τοπικού προϊόντος. Η απουσία μηχανισμών προστασίας της ταυτότητας και της ποιότητας, είτε μέσω πιστοποίησης είτε μέσω αυστηρότερου ελέγχου της αγοράς, αποδεικνύει την αδιαφορία των θεσμών να αναγνωρίσουν τοπικά παραγωγικά οικοσυστήματα. Στο δεύτερο απόσπασμα, επισημαίνεται πως η αγορά εξισώνει την ελιά του Πηλίου με εκείνη του Αλμυρού, αγνοώντας τις σημαντικές διαφορές σε ανάγλυφο, κόστος παραγωγής, μικροκλίμα και κόπο. Η μη αναγνώριση αυτών των διαφορών συνιστά αναγνωριστική αδικία, διότι το προϊόν αντιμετωπίζεται ως “φαινομενικά ίδιο”, στερώντας από τον παραγωγό την ορατότητα και το δικαίωμα να απολαύσει τα οφέλη της διαφοροποίησής του. Η συγκεκριμένη αδικία συνδέεται με τις αδικίες «έλλειψη κατανόησης επιθυμητού τελικού προϊόντος από τους καταναλωτές» και «έλλειψη αναγνώρισης της υπεραξίας των τοπικών προϊόντων».
Απόσπασμα 1
«Οι ενδιάμεσοι και οι έμποροι, όχι. Εδώ τώρα τι να σας πω, και η ίδια η Ένωση κάποια στιγμή έπαιρνε καρπό και τυποποιούσε. Το εμπόριο, δεν υπάρχει προστασία, δεν υπάρχει προστασία, έμποροι της περιοχής φέρνουν κι από το εξωτερικό ελιές. Φέρνουν ελιές Καλαμών από την Αίγυπτο και τις χτυπούν εδώ πέρα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 2
«-Επειδή δεν μπορεί να το εξισορροπήσει η αγορά, πρέπει να το εξισορροπήσει ή το κράτος ή κάποιος άλλος φορέας, προκειμένου… Δεν γίνεται να πουλάω, να είναι μέσα στην αγορά, ίδια ελιά, φαινομενικά, μπορεί να δίνει διαφορετική τοποθεσία, ελιά Αμφίσσης Πηλίου με τον Αλμυρό
-Μπορεί να το δείξει. Αυτό γιατί να μην χτίσει κάποιος μία ταυτότητα πάνω εκεί πέρα;
-Ναι, γιατί δεν θα πάρει ο άλλος τον ίδιο τύπο ελιάς, ένα ευρώ επειδή είναι από τον Αλμυρό και δύο ευρώ επειδή είναι από το Αχίλλειο ή από το Πήλιο. Είναι η ίδια ελιά, η ίδια ποικιλία ελιάς. Δηλαδή, θα πάει και θα έχει… Η αγορά δηλαδή δεν μπορεί να το στηρίξει αυτό το πράγμα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Αγριά))
Απόσπασμα 3
«Πάντως, ιδιαιτερότητα υπάρχει και εκεί πρέπει να δώσουμε βάρος. Υπάρχει διαφορά από όλο το Πηλίο και όλες τις περιοχές εδώ του Πηλίου οι ελιές οι δικές μας. Στο θέμα, και πιο συνεκτικός είναι ο καρπός, και περισσότερο συντηρείται, και είναι πιο νόστιμος και έχει μεγάλη ζωή. Φαίνεται, ένας που ξέρει από ελιές, άμα θα πάρει μία ελιά Πηλίου και μία ελιά Πηλίου πεδινή, κάνει μπαμ.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Αγριά))
Απόσπασμα 4
«Δεν γίνεται να πουλάω, να είναι μέσα στην αγορά, ίδια ελιά, φαινομενικά, μπορεί να δίνει διαφορετική τοποθεσία, ελιά Αμφίσσης Πηλίου με τον Αλμυρό.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Παρά τις ουσιαστικές ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σε ελαιόλαδα διαφορετικής οξύτητας, οι έμποροι αντιμετωπίζουν το προϊόν των παραγωγών ως ενιαίο, μη διαχωρίζοντας ουσιαστικά το 0,3 από ελαιόλαδα υψηλότερης οξύτητας. Στην πράξη, αγοράζουν φθηνά διάφορες ποιότητες, τις αναμειγνύουν, και τελικά παράγουν ένα προϊόν που πωλείται ως “εξαιρετικά παρθένο”, ανεξαρτήτως της αξίας της πρώτης ύλης. Αυτή η διαδικασία αφαιρεί υπεραξία από τους παραγωγούς με ανώτερο λάδι και τη μεταφέρει στον τελικό έμπορο-τυποποιητή, ο οποίος καρπώνεται τη διαφορά χωρίς να έχει αναλάβει το κόστος ή την ευθύνη της παραγωγής. Η τιμολόγηση γίνεται όχι με βάση την πραγματική ποιότητα, αλλά με λογική όγκου και ευκολίας. Ο μικρός παραγωγός, ακόμα κι αν επιτύχει πολύ χαμηλή οξύτητα, δεν αμείβεται αναλογικά, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται η φροντίδα και η βελτίωση του προϊόντος. Πρόκειται για διανεμητική αδικία γιατί τα οικονομικά οφέλη της ποιότητας δεν αποδίδονται εκεί που παράγονται, αλλά συγκεντρώνονται σε μεταγενέστερους κρίκους της αλυσίδας – εις βάρος εκείνων που προσφέρουν το ποιοτικό προϊόν χωρίς τη διαπραγματευτική δύναμη να το τιμολογήσουν αντίστοιχα.
Απόσπασμα 1
«Βέβαια, αυτά υπάρχουν και οι παρατυπίες. Το ζητούμενο είναι όμως, κι ένας έμπορας, που θα πάρει να κάνει τυποποίηση, θα πάρει το δικό μου το 0,3, θα πάρει το δικό του το 0,5 με χαμηλότερη τιμή. Θα πάρει της κυρίας, να πούμε, του ενός βαθμού. Γιατί μέχρι 0,8 είναι το έξτρα παρθένο, έτσι. Θα πάρει και μέχρι 1,2 και 1,5 με πολύ χαμηλότερη τιμή, θα τα μπερδέψει, θα το φτιάξει 0,8 και θα το πουλήσει έξτρα παρθένο. Έτσι. Γιατί μιλάμε μόνο για τη νοθεία που μπορεί να κάνει ο παραγωγός που θα δώσει στο δοχείο. Αυτά δεν τα αγγίζει κανένας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Μηλιές))
Οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί, παρότι θεμελιώνονται σε ουσιαστικές ανάγκες προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, επιβάλλονται με τρόπο που εντείνει τις ανισότητες και συνιστά ξεκάθαρη μορφή διανεμητικής αδικίας για τους μικροπαραγωγούς στον αγροτικό τομέα, και ιδιαίτερα για τους ελαιοπαραγωγούς του Πηλίου. Ο περιορισμός στη χρήση δραστικών ουσιών, που ξεκίνησε με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 2009/128, έχει οδηγήσει στην απώλεια αποτελεσματικών φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων, με συνέπεια την ανάπτυξη ανθεκτικότητας εντόμων όπως ο δάκος, που πλέον χρειάζεται συνεχείς και συχνές παρεμβάσεις για να ελεγχθεί. Οι παραγωγοί υποχρεώνονται να καταφεύγουν σε επαναλαμβανόμενους ψεκασμούς, με σημαντικό οικονομικό κόστος, το οποίο καμία δημόσια πολιτική δεν αντισταθμίζει. Τα νέα, περιβαλλοντικά φιλικά σκευάσματα είναι ακριβότερα και συχνά λιγότερο αποτελεσματικά, χωρίς να υπάρχουν κρατικές επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις ή εμπορικά κίνητρα που να καλύπτουν τη διαφορά. Επιπλέον, η αγορά δεν ανταμείβει αυτού του τύπου τη συμμόρφωση: οι αναλύσεις υπολειμματικότητας δεν προσδίδουν αυξημένη αξία στο προϊόν και η περιβαλλοντική προσπάθεια του παραγωγού παραμένει αόρατη στη διαμόρφωση της τιμής.
Παράλληλα, το Πήλιο –ως τουριστικός προορισμός με αυξημένη αξία γης και χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα από την αγροτική του δραστηριότητα– αντιμετωπίζει δυσανάλογους περιορισμούς, χωρίς καμία αντίστοιχη παρέκκλιση ή υποστήριξη. Οι παραγωγοί δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν σκευάσματα ή μεθόδους, ακόμα και όταν οι συνθήκες της περιοχής το απαιτούν, γεγονός που τους φέρνει σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα απέναντι σε πιο «ευέλικτες» παραγωγικές ζώνες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απαγόρευση καύσης κλαδιών – μια πρακτική που για δεκαετίες αποτελούσε μέρος της τοπικής γεωργικής γνώσης και εφαρμοζόταν με έλεγχο και ασφάλεια. Σήμερα όμως, με την επιβολή των νέων κανονισμών, ακόμη και χαμηλής έντασης πρακτικές υπόκεινται σε αυστηρούς περιορισμούς, προϋποθέσεις που είναι αδύνατον να τηρηθούν και συνοδεύονται από πολύ αυστηρές κυρώσεις ή ακόμα και περικοπές επιδοτήσεων. Οι αγρότες καλούνται να σηκώσουν το βάρος της περιβαλλοντικής πολιτικής, χωρίς αναλογική συμμετοχή άλλων τομέων στην ευθύνη και χωρίς ανταποδοτικότητα, είτε μέσα από ενίσχυση του εισοδήματος είτε με υποστήριξη των νέων απαιτήσεων. Το κόστος συμμόρφωσης επιβάλλεται κάθετα και καθολικά, αγνοώντας τις ιδιαιτερότητες της μικρής, τοπικής και χαμηλής έντασης γεωργικής παραγωγής, με αποτέλεσμα την ενίσχυση των ανισοτήτων εντός του ίδιου του αγροτικού τομέα και την αποθάρρυνση της περιβαλλοντικά υπεύθυνης καλλιέργειας. Η περιβαλλοντική πολιτική, αντί να λειτουργεί ως μηχανισμός ισορροπίας και στήριξης, μετατρέπεται σε εργαλείο αποκλεισμού όσων δεν μπορούν να ανταποκριθούν μόνοι τους στις νέες απαιτήσεις.
Απόσπασμα 1
«Θέλουμε φάρμακα που να είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Να αντιμετωπίζουν το δάκο της ελιάς, γιατί ο πυρηνοτρίτης είναι ένα έντομο […]. Και η κλιματική αλλαγή, οι συνθήκες που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, ώστε να έχουμε και τον Νοέμβριο, γενιές δάκου, δεν είναι το αντικείμενο που θέλουμε να λύσουμε, αλλά μας επηρεάζουν όλα αυτά εμάς.
-Εσείς στην περιοχή, είδατε διαφορά τα τελευταία 30 χρόνια στην παραγωγή, στην περιοχή; Σε επίπεδο, πώς το λένε, ασθενειών, μείωση της παραγωγής;
-Ναι. Δεν αντιμετωπίζεται. Έχει αποκτήσει ο δάκος τώρα ανθεκτικότητα. Σε όλα αυτά τα φάρμακα που υπάρχουν στην αγορά, έχει αποκτήσει ανθεκτικότητα. Μιλάμε, βγάζουν και κάτι καινούργιο και με αυτό το καινούργιο δεν μπορούμε να τον αντιμετωπίσουμε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 2
«Δεν μπερδεύονται και με σκευάσματα, δολώματα και τέτοιο. Εδώ στην αγορά υπάρχουν σκευάσματα γιατί εμείς δεν μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε, γιατί είναι δουλειά μου αυτή, δεν μπορώ τώρα εγώ να συγκριθώ με έναν που βγάζει 150 κιλά λάδι σε άλλη περιοχή και λέει δεν έχω εγώ. Γιατί εκεί πήρα ένα σκεύασμα, από τη Βουλγαρία, από οπουδήποτε, το ψέκασε, γιατί υπάρχουν τέτοια σκευάσματα που ψεκάζεις μια φορά και δεν ξαναψεκάζεις. Αλλά εμείς εδώ ψεκάζουμε κάθε βδομάδα. Αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τον δάκο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου)
Απόσπασμα 3
«-Εδώ, μέσω του Πανεπιστημίου και μέσω αυτών τα ρημάδια τα ΜΜΕ, μας δείχνουν όλα τα άλλα, 35 εκατομμύρια τουρίστες, να μας φέρουν τα σκουπίδια, με ενεργειακό αποτύπωμα. Εγώ άμα πάω και κάψω 10 λιόφυλλα θα αφήσω ενεργειακό αποτύπωμα, μας κοροϊδεύετε; Να μπείτε δυναμικά και να πατήσετε πόδι, αλλιώς δεν γίνεται. Εμείς καίμε 10 κλαδιά να αφήνουμε ενεργειακό αποτύπωμα, 35 εκατομμύρια αεροπλάνα, τουρίστες, αυτοκίνητα όλα αυτά δεν θα φέρουν ενεργειακό αποτύπωμα. Σε εμάς εδώ.
-Η καύση βέβαια των κλάδων δεν απαγορεύεται για τον λόγο των πυρκαγιών. Απαγορεύεται για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Και εγώ λέω τώρα… Γιατί θα μας βλέπει ο δορυφόρο τώρα, είναι λίγο κουμπωμένο με το monitoring αυτό, και θα σου λέει, σε αυτό το θύμα έκαιγες; Κόβεται η επιδότηση.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Το υψηλό κόστος τυποποίησης και branding αποτρέπει τους μικρούς παραγωγούς από το να επενδύσουν, αφήνοντάς τους περιορισμένους στη διάθεση χύμα λαδιού. Η ανάγκη για μικρές συσκευασίες, όπως απαιτεί η αγορά, αυξάνει περαιτέρω το κόστος, ενώ οι παραγωγοί δεν διαθέτουν τις κατάλληλες υποδομές για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εμπορικής διανομής. Η διαδικασία τυποποίησης και εμπορικής προώθησης απαιτεί σημαντικό αρχικό κεφάλαιο, το οποίο οι μικροί παραγωγοί δεν διαθέτουν. Αυτό δημιουργεί άνισες ευκαιρίες εισόδου στην αγορά, καθώς όσοι έχουν περισσότερους οικονομικούς πόρους ή ανήκουν σε ισχυρούς συνεταιρισμούς έχουν προβάδισμα στην προώθηση των προϊόντων τους. Το υψηλό κόστος τυποποίησης και branding δεν κατανέμεται δίκαια στον αγροτικό τομέα, αφήνοντας τους μικρούς παραγωγούς σε μειονεκτική θέση, καθότι η τυποποίηση, ως μέσο εμπορικής επιτυχίας, δεν είναι ισότιμα προσβάσιμη σε όλους τους παίκτες, λόγω έλλειψης κεφαλαίου εκκίνησης και γνώσης της αγοράς.
Απόσπασμα 1
«-Ακούμε αυτό το πράγμα, τυποποίηση. Ναι ρε παιδιά, τυποποίηση. Άντε, να το τυποποιήσω σαν παραγωγός, σαν παραγωγός εγώ, δεν είναι και τόσο δύσκολη η δουλειά. […] Τι είναι η αγορά, η αγορά είναι δύσκολη, δεν είναι εύκολη. Οι υποδομές υπάρχουν μέχρι πεντόκιλο.
-Ποιο είναι το πρόβλημα; Ότι ανεβάζει το κοστολόγιο γύρω στο 1 ευρώ και τα λοιπά και κανένας δεν θα είναι διατεθειμένος να έρθει να κάνει αυτό το πράγμα.»
Απόσπασμα 2
«Δεν είναι εύκολη υπόθεση να βγεις στην αγορά με ένα προϊόν μόνο δικό σου που θα είναι περιορισμένης ποσότητας. […] Κι από εκεί και πέρα, για να κάνεις αυτή τη δουλειά, χρειάζεται και χρήμα. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις, να πάρεις ένα δοχείο που θα φτιάξω, να το βάλεις στη βαλίτσα, να πάρεις ένα αεροπλάνο και να πω, πάω στη Γερμανία τώρα, θα πουλήσω το λάδι που τυποποίησα. Δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα.»
Απόσπασμα 3
«Για να πάρει οποιαδήποτε αξία ένα προϊόν, η ελιά ή οτιδήποτε, πρέπει να τυποποιηθεί. Αν δεν πάρει τυποποίηση, δεν θα μπορείς να δώσεις μετά και στον παραγωγό ή να πάρει κάτι. […] Η τυποποίηση έχει πολύ τρέξιμο, αλλά αν ασχοληθείτε και σαν συνεταιρισμός, υπάρχει αγορά, αλλά θέλουν μικρές συσκευασίες. Θέλει κιλό, μισό κιλό.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Η κατανομή των αγροτικών επιδοτήσεων στο Πήλιο δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες και ανάγκες των παραγωγών σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Παρότι στο Πήλιο παρέχεται εξισωτική αποζημίωση μέσω του Μέτρου 13 του ΠΑΑ 2014–2020 για τις ορεινές περιοχές, το ποσό παραμένει εξαιρετικά χαμηλό (περίπου 10 ευρώ ανά στρέμμα), αδυνατώντας να καλύψει τα σημαντικά αυξημένα κόστη παραγωγής που προκαλεί το ανάγλυφο, η προσβασιμότητα και η ανάγκη για χειρωνακτική εργασία. Οι παραγωγοί της περιοχής επισημαίνουν ότι καλούνται να ανταπεξέλθουν σε πολλαπλάσιο κόστος παραγωγής σε σχέση με τις πεδινές περιοχές, παρότι καλλιεργούν την ίδια ποικιλία ελιάς, την Αμφίσσης. Το ανάγλυφο του εδάφους, η δυσκολία πρόσβασης, η ανάγκη για χειρωνακτική εργασία και η κατακερματισμένη μορφή του κλήρου αυξάνουν κατακόρυφα το κόστος διαχείρισης, χωρίς αυτό να λαμβάνεται υπόψη στον τρόπο υπολογισμού των επιδοτήσεων, οι οποίες δίνονται εξισωτικά και θεωρούνται από τους παραγωγούς ανεπαρκείς και προσβλητικές, ιδίως όταν, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, οι ίδιοι παραμένουν ενεργοί και προσπαθούν να διατηρήσουν την παραγωγή.
Επιπλέον, προγράμματα ειδικής στήριξης, όπως η Δράση 10.1.2 για τον παραδοσιακό ελαιώνα της Άμφισσας (με ενίσχυση περίπου 90 ευρώ ανά στρέμμα), παραμένουν γεωγραφικά περιορισμένα και πρακτικά απροσπέλαστα για τους αγρότες του Πηλίου. Αυτές οι δεσμεύσεις είναι μακράς διάρκειας, άρα είναι μη ρεαλιστικές για ιδιοκτήτες που κατέχουν μικρά κομμάτια γης και δεν έχουν τη δυνατότητα μακροπρόθεσμου προγραμματισμού, ενώ η γη τους υπόκειται σε περιορισμούς δόμησης και χρήσης που αποτρέπουν τη συμμετοχή τους σε επιδοτούμενα προγράμματα. Έτσι, η ανισομερής κατανομή των επιδοτήσεων όχι μόνο αδικεί τους παραγωγούς του Πηλίου, αλλά τους αποκλείει εντελώς από τις δυνατότητες ανάπτυξης και ενίσχυσης που παρέχονται σε άλλες περιοχές. Οι αγρότες δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκείς πόρους, παρότι λειτουργούν υπό δυσμενέστερες συνθήκες, γεγονός που οδηγεί σε ένα οικονομικό αδιέξοδο το οποίο δεν είναι αποτέλεσμα δικών τους επιλογών, αλλά δομικών αποκλεισμών που ενισχύονται από την πολιτική κατανομής των ενισχύσεων. Η συνέπεια αυτής της αδικίας δεν είναι μόνο η οικονομική επιβάρυνση, αλλά και η σταδιακή αποδυνάμωση της παραγωγικής δραστηριότητας στην περιοχή, η οποία δεν υπονομεύεται από την ποιότητα, αλλά από το γεγονός ότι το σύστημα επιδοτήσεων δεν αναγνωρίζει ούτε στηρίζει τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες των αγροτών ημιορεινών περιοχών.
Απόσπασμα 1
«Η αγορά δεν μπορεί να την δώσει. Ο παραγωγός δεν μπορεί να τα έχει όλα στην τσέπη του και να προσπαθούμε να πάρουμε μισό ευρώ πάνω και να πληρώνω τα τετραπλάσια κόστη από μία καμπίσια καλλιέργεια, ίδιας ποικιλίας ελιάς. Είναι τρελό. Μας δίνουν δέκα ευρώ το στρέμμα εξισωτική. Εδώ είναι μικρός ο κλήρος. Δηλαδή ο άλλος έχει 4, 4, 4. Δηλαδή να έχω εγώ 50 στρέμματα, να πάρω 500 ευρώ επειδή είναι ορεινός, ημιορεινός.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άφησσος))
Απόσπασμα 2
«Η στρεμματική ενίσχυση που δίνεται στους παραδοσιακούς ελαιώνες της Άμφισσας, προσπαθήσαμε να το κάνουμε κι εμείς εδώ στο Πήλιο, για να πάρουμε κάτι, τα 90 ευρώ το στρέμμα. Οι δεσμεύσεις που υπάρχουν είναι τέτοιες που δεν σε αφήνουν να το σκεφτείς καν. Όταν, παράδειγμα, είναι ο κλήρος μικρός, όταν υπάρχει και αυτό το κομμάτι, ότι η αξία γης που έχει το Πήλιο και σε δεσμεύει για 15 χρόνια να μην μπορεί ο άλλος να χτίσει μέσα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Μηλιές))
Η εγκατάλειψη καλλιεργειών στο Πήλιο δεν συνιστά απλώς ένδειξη αποδυνάμωσης της υπαίθρου, αλλά αποτελεί δομική μορφή διανεμητικής αδικίας, η οποία επιβαρύνει δυσανάλογα τους ενεργούς παραγωγούς που συνεχίζουν να επενδύουν χρόνο, κόπο και πόρους στη γη. Οι συνέπειες της εγκατάλειψης δεν περιορίζονται στο ατομικό επίπεδο- διαχέονται στο ευρύτερο αγροτικό και φυσικό περιβάλλον, επηρεάζοντας και τα περιουσιακά στοιχεία άλλων χωρίς εκείνοι να φέρουν καμία ευθύνη. Εγκαταλελειμμένα ή ελλιπώς φροντισμένα κτήματα μετατρέπονται σε εστίες κινδύνου, τόσο για την εξάπλωση επιβλαβών οργανισμών, και κυρίως του δάκου, όσο και για την αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης πυρκαγιών, ειδικά τους θερινούς μήνες. Η άναρχη βλάστηση με πουρνάρια, ξερά χόρτα και θάμνους, σε συνδυασμό με την άμεση γειτνίαση αυτών των εκτάσεων με δρόμους και ενεργές καλλιέργειες, πολλαπλασιάζει το ρίσκο για ευρύτερες καταστροφές, καθιστώντας την εγκατάλειψη όχι μόνο περιβαλλοντικό, αλλά και κοινωνικό ζήτημα πολιτικής προστασίας. Στην ελαιοκαλλιέργεια ειδικότερα, η αδράνεια των μη ενεργών ιδιοκτητών υπονομεύει κάθε ατομική ή συλλογική προσπάθεια φυτοπροστασίας. Ο δάκος, ως επιβλαβής οργανισμός χωρίς σύνορα κτήματος, βρίσκει καταφύγιο στα παρατημένα δέντρα, επιβιώνει, πολλαπλασιάζεται και αναπτύσσει ανθεκτικότητα, καθιστώντας ατελέσφορες τις προσπάθειες των ενεργών παραγωγών που επενδύουν σε δολώματα, ψεκασμούς και συνεχή φροντίδα. Έτσι, οι συνεπείς παραγωγοί αναγκάζονται να επωμιστούν αυξημένα κόστη προστασίας και κινδύνους απώλειας της παραγωγής, χωρίς να ευθύνονται για την επιδείνωση της κατάστασης.
Παράλληλα, η αυξανόμενη τουριστική αξία της γης οδηγεί σε περαιτέρω κατακερματισμό της αγροτικής γης, καθώς μη αγροτικοί επενδυτές αποκτούν εκτάσεις που συχνά παραμένουν ακαλλιέργητες, επιτείνοντας την αποσύνθεση του παραγωγικού ιστού και δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα συγκροτημένης συλλογικής δράσης. Η αδικία είναι προφανής: όσοι εγκαταλείπουν ή παραμένουν αδρανείς μετακυλούν το κόστος σε όσους συνεχίζουν να παράγουν, δημιουργώντας ένα έλλειμμα λογοδοσίας και συλλογικής ευθύνης που διαβρώνει τοπικά το παραγωγικό σύστημα.
Τα αίτια αυτής της κατάστασης περιλαμβάνουν την απουσία θεσμικών παρεμβάσεων για τη διαχείριση εγκαταλελειμμένων κτημάτων και την ανυπαρξία μηχανισμών συλλογικής συντήρησης. Όπως επισημαίνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, απαιτείται ενεργή παρέμβαση από την Πολιτεία, και ιδιαίτερα από το Υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ώστε να προλαμβάνονται εγκαίρως οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την εγκατάλειψη και να αποκαθίσταται η ισορροπία στη διάχυση ευθυνών, και φυσικά, κόστους.
Απόσπασμα 1
«- Ναι. Αλλά λέτε ότι αν δεν καλλιεργηθεί θα πάρει φωτιά η περιοχή.
-Όταν μείνει ακαλλιέργητο, αν αρπάξουν τα πουρνάρια και τέτοια…
-Το Υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτικής Προστασίας δεν θα έπρεπε να το λάβει υπόψη του αυτό; Ότι αν δεν καλλιεργούν οι παραγωγοί του Πηλίου, αν δεν καλλιεργούν και είναι ο δρόμος και τα ξερά χόρτα δίπλα, πόσο πιο εύκολα θα πάρει και πόσο είναι μετά να κάνεις αποζημιώσεις από τις περιουσίες που θα καούνε, θα χαθούνε;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια, Άφησσος))
Απόσπασμα 2
«Δεν γίνεται ειδική κάλυψη όπως γινόταν παλιά, γιατί υπάρχει κι ένα εγκαταλελειμμένο σώμα ελαιώνων. Και εκεί ο δάκος δεν θα πει ότι δεν θα πάω εκεί πέρα. Εκεί θα πάει. Εκεί θα πάει ο δάκος. Εμείς καλλιεργούμε τα καλλιεργήσιμα, αυτά που μπορούμε να έχουμε πρόσβαση και βλέπουμε τις ασθένειες να αποκτούν ανθεκτικότητα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Απόσπασμα 3
«-Όταν εγώ είμαι δίπλα και βάζω δολώματα και δίπλα κάνει πανηγύρι τι θα γίνει. και κάθε μέρα να ψεκάζεις. με τα σκευάσματα που υπάρχουν ο δάκος την μία μέρα τον σκοτώνεις την άλλη επιστρέψει.
-Είναι ακαλλιέργητο. Στη Ζαγορά μπορούν και καλύπτουν την καρπόκαψα χωρίς ψεκάσματα. Καθόλου. Λοιπόν, εδώ πέρα δεν γίνεται αυτό το πράγμα, ας πούμε, γιατί είναι μονοκαλλιέργεια.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια))
Η ξηρική καλλιέργεια είναι δεδομένη στο Πήλιο, αφενός επειδή ένα μεγάλο μέρος του Νότιου Πηλίου δεν έχει καθόλου δυνατότητα άρδευσης λόγω απουσίας δικτύων και αφετέρου επειδή η γεωμορφολογία της περιοχής, με έντονες κλίσεις και δύσβατο έδαφος, δεν επιτρέπει την εφαρμογή αρδευτικών συστημάτων. Οι ελιές της περιοχής, που είναι κατά κύριο λόγο της ποικιλίας Αμφίσσης, έχουν διαφορετικές απαιτήσεις από τις ελαιοποιήσιμες και, παρότι διαθέτουν δυναμικό παραγωγής υψηλής ποιότητας καρπού, δεν έχουν τις αναγκαίες υποδομές για να αποδώσουν στο μέγιστο. Η αδυναμία πρόσβασης στο νερό δεν είναι αποτέλεσμα επιλογής των παραγωγών, αλλά προκύπτει από την απουσία δημόσιων έργων άρδευσης, την έλλειψη κρατικής στήριξης, τις πολιτικές παραλείψεις και την εγκατάλειψη των άνυδρων περιοχών από τις αναπτυξιακές πολιτικές. Επιπλέον, ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος καθιστά την ατομική επένδυση σε συστήματα άρδευσης μη βιώσιμη, ενώ ταυτόχρονα η έλλειψη συνεργατικών σχημάτων επιτείνει το πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση διανεμητικής αδικίας, όπου ορισμένες περιοχές, όπως οι Μηλιές, διαθέτουν πρόσβαση σε νερό, ενώ άλλες, όπως το υπόλοιπο Νότιο Πήλιο, παραμένουν πλήρως εξαρτημένες από τις καιρικές συνθήκες, με σημαντικά χαμηλότερη παραγωγική δυνατότητα. Η άνιση πρόσβαση σε έναν τόσο κρίσιμο φυσικό πόρο όπως το νερό καθορίζει άμεσα την ποιότητα, την ποσότητα και την εμπορική αξία του παραγόμενου προϊόντος και αναπαράγει βαθιές ανισότητες μεταξύ των παραγωγών, οι οποίες δεν σχετίζονται με την ικανότητά τους ή την ποιότητα της δουλειάς τους, αλλά με το πού τυχαίνει να βρίσκεται το χωράφι τους.
Απόσπασμα 1
«-Νερό και πρόσβαση στο νερό. Υπάρχει, είναι ζήτημα για σας;
-Σε κάποια υπάρχει, σε κάποια δεν υπάρχει νερό. κάποια είναι εντελώς άνυδρα.
-Σε ποιες περιοχές έχετε νερό.
-Υπάρχουν ξερικές καλλιέργειες.
-Στο Νότιο Πήλιο.
-Δηλαδή το Νότιο Πήλιο, πλην τη Δημοτική Ενότητα Μηλεών, από Αφέτες και μετά, είναι μόνο ξερικό.
-Μέχρι Τρίκερι κάτω.
-99,9%.
-Οι Μηλιές έχουν νερά.
-Είναι Άγιος Γεώργιος…
-Και πάλι αυτό είναι το ίδιο πράγμα. Είτε έχει νερό είτε τέτοιο, πάλι αυτό, σαν προϊόν, είναι ένα πράγμα. Αυτό είναι διαφορετικό όμως. Όπως λέμε η διαφορετικότητα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου (Άνω Λεχώνια και Μηλιές))
Ο περιορισμένος αριθμός των διαθέσιμων εργατών αναδεικνύει συγκεκριμένες αδικίες στην κατανομή της εργασίας. Αν και η παρουσία ετεροεπαγγελματιών ιδιοκτητών είναι γνωστή και αποδεκτή στην τοπική κοινωνία, η συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία προκαλεί εντάσεις, κυρίως λόγω των ανισόρροπων συνθηκών που δημιουργούν στην πρόσβαση σε εργάτες. Οι εργάτες είναι λίγοι και επιλέγουν οι ίδιοι πού θα εργαστούν, καθώς οι ιδιοκτήτες σπεύδουν να τους «κλείσουν» για συγκομιδή ή για κλάδεμα. Οι ετεροεπαγγελματίες, που θέλουν να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους γρήγορα λόγω άλλων επαγγελματικών υποχρεώσεων, είναι διατεθειμένοι να δώσουν πολύ υψηλότερα μεροκάματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν άμεσα εργασία. Αυτό δημιουργεί έναν ανταγωνισμό μεταξύ ιδιοκτητών, όπου δεν επικρατεί αυτός που έχει σταθερή σχέση με την παραγωγή, αλλά αυτός που μπορεί να πληρώσει περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ανισότητας, στο οποίο οι εργάτες προτιμούν όσους προσφέρουν υψηλότερα μεροκάματα, ενώ εκτοπίζονται εκείνοι που είτε δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν οικονομικά, είτε δεν κινήθηκαν εγκαίρως για να εξασφαλίσουν εργατικό δυναμικό. Έτσι, η πρόσβαση σε εργασία δεν είναι ισότιμη, αλλά εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα του κάθε ιδιοκτήτη.
Αυτή η αναμονή και καθυστέρηση οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο για την παραγωγή, καθώς ο καρπός μένει για περισσότερο χρόνο στα δέντρα, ωριμάζει υπερβολικά, υποβαθμίζεται ποιοτικά και εκτίθεται σε καιρικά φαινόμενα (βροχές, αέρας κ.ά.). Συνεπώς, οι εργάτες λειτουργούν ως περιορισμένος και κρίσιμος πόρος, για τον οποίο ανταγωνίζονται οι ιδιοκτήτες. Η διαχείρισή τους δεν βασίζεται σε δίκαια ή συλλογικά κριτήρια, αλλά στην οικονομική ικανότητα και την ταχύτητα κινητοποίησης του κάθε ιδιοκτήτη, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης και αδικίας, με άμεσο αντίκτυπο στην παραγωγική διαδικασία και την επιβίωση των επαγγελματιών παραγωγών.
Απόσπασμα 1
«Ο παραδοσιακός τρόπος είναι με την παγιδοθεσία και με τον δολωματικό ψεκασμό, δεν υπάρχουν και χέρια»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«-Το οποίο δημιουργεί και ακόμα ένα μεγάλο πρόβλημα, εγώ το ξαναγυρνάω συνέχεια στο κόστος καλλιέργειας, ότι τα άτομα που πηγαίνουν σε αυτά και δίνουν πάρα πολλές ιδιοκτησίες, απολαμβάνουν εισοδήματα, μεροκάματα, τεράστια, γιατί τον άλλον τον ενδιαφέρει τα πέντε στρέμματά του να μαζευτούν…
-Να τα μαζεύει σε τρεις μέρες και να τελειώνει.
-Και ανεβάζουν τα μεροκάματα.
-Και του δίνει 100 ευρώ μεροκάματο. Εγώ για να το κρατήσω μόνιμα αυτόν εδώ δεν γίνεται, […] γιατί υπάρχουν πολλές ιδιοκτησίες πέντε στρεμμάτων οι οποίες είναι περιφραγμένες, δηλαδή.
-Και δυο, και ένα.
-Όχι, γιατί θέλω να σας πω ότι μπορεί να λέμε, και λες κι εσύ, «Α, πέντε στρέμματα είναι, δύο στρέμματα είναι», αλλά είναι χιλιάδες αυτά τα πέντε.
-Και αυτά θέλουν να τα μαζέψουν σε συγκεκριμένες μέρες.
-Ακριβώς, που σημαίνει πόσα θέλεις, 70, 80, πάρτα.
-Ναι παιδί μου, πάρτα εκεί και καθάρισε το. Εγώ είμαι επαγγελματίας Για ποιο λόγο να μείνει αυτός ο εργάτης σε εμένα, δεν υπάρχει καμία περίπτωση. Κι αν ήταν ένας δυο στην περιοχή, θα πεις ρε φίλε, άντε πήγαινε εκεί με τα 100, μετά πού θα βρεις δουλειά. Δεν υπάρχει. Είναι πολλές αυτές οι ιδιοκτησίες.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Πηλίου)
Οι αγρότες του Προμυρίου επισημαίνουν την έλλειψη ισότιμης και ανεξάρτητης πρόσβασης στη γεωπονική γνώση ως κρίσιμο πρόβλημα που επηρεάζει την παραγωγή και την προσαρμοστικότητα τους. Η απουσία τοπικών, δημόσιων γεωπόνων, που θα μπορούσαν να παρέχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες συμβουλές, έχει οδηγήσει τους παραγωγούς να εξαρτώνται από ιδιώτες γεωπόνους, οι οποίοι λειτουργούν ταυτόχρονα και ως εμπορικοί αντιπρόσωποι. Αυτή η σύγκρουση συμφερόντων αλλοιώνει τον συμβουλευτικό ρόλο και μετατρέπει την τεχνογνωσία σε προϊόν προς πώληση, παρά σε εργαλείο ενδυνάμωσης των αγροτών. Οι μικροκαλλιεργητές, που συχνά δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για ιδιωτική συμβουλευτική, μένουν πίσω από τις εξελίξεις, αγνοώντας τεχνικές βελτίωσης, νέες μεθόδους φυτοπροστασίας ή δυνατότητες ενίσχυσης της απόδοσης. Η κριτική προς την Περιφέρεια και τον ΟΠΕΚΕΠΕ αποτυπώνει την αποτυχία του κράτους να παρέχει θεσμική και εξατομικευμένη στήριξη, μέσω σταθερής παρουσίας γεωτεχνικών σε κάθε δήμο ή καλλιεργητική ζώνη. Αυτή η ασύμμετρη πρόσβαση στη γνώση και η έλλειψη κρατικού ενδιαφέροντος για τοπικά οργανωμένες γεωπονικές υπηρεσίες οδηγούν σε διαδικαστική αδικία: οι μικροί παραγωγοί αποκλείονται από την ενημέρωση και τη λήψη αποφάσεων, παραμένοντας εξαρτημένοι, λιγότερο ανταγωνιστικοί και πιο ευάλωτοι στις προκλήσεις της γεωργικής δραστηριότητας.
Αποσπασμα 1
«Όχι βέβαια, γιατί ο ιδιώτης ο γεωπόνος είναι έμπορος, είναι ντίλερ. Και να προσπαθεί να μου λανσάρει και να μου πουλήσει αυτό μου θέλει και αυτό που έχει περισσότερο κέρδος. Ήρθε κάποιος, εγώ θεωρώ ότι η Περιφέρεια, επάνω ο ΟΠΕΚΕΠΕ, έχουν άπειρους γεωπόνους. Γιατί δεν στέλνεις σε κάθε περιοχή έναν γεωπόνο να ενημερώνει, όπως ήρθατε εσείς τώρα;»
«-Δύο-τρεις φορές τον χρόνο, να έρχεται, να κοιτάνε τα προβλήματα, η παραγωγή…
-Και να έχει το γραφείο του και να έχουμε επαφή…
-Στον Δήμο, στον κάθε Δήμο, να έχουν ένα-δύο γεωπόνους, να πάει να απευθυνθεί και να ενημερώνει τον κόσμο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η αποχώρηση των ελαιοπαραγωγών του Προμυρίου από το κρατικό πρόγραμμα δακοκτονίας αποτελεί σαφές παράδειγμα διαδικαστικής αδικίας και θεσμικής αποτυχίας. Οι αγρότες καταγγέλλουν πως το πρόγραμμα σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε χωρίς τη δική τους συμμετοχή ή διαβούλευση, ενώ βασιζόταν σε έναν γενικευμένο σχεδιασμό που αγνοούσε τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, όπως την απουσία πρόσβασης σε πολλά ελαιοχώραφα λόγω ελλιπούς αγροτικού οδικού δικτύου. Οι εφαρμογές της δακοπροστασίας -η οποία υλοποιείται από τη Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας της Περιφερειακής Ενότητας, υπό την επίβλεψη της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων- ήταν πρόχειρες, περιορισμένες και αναποτελεσματικές. Η κρατική παρέμβαση εξαντλούνταν στη δέσμευση των εισφορών των παραγωγών, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς τα συνεργεία υπολειτουργούσαν, τα μέσα ήταν ανεπαρκή, και η εφαρμογή περιοριζόταν σε εύκολα προσβάσιμες εκτάσεις. Η έλλειψη προσωπικού, η χαμηλή τεχνική επάρκεια και η απουσία ελέγχου αποτελεσματικότητας του έργου έκαναν το πρόγραμμα δαπανηρό και άχρηστο για τους περισσότερους καλλιεργητές, οι οποίοι τελικά αναγκάστηκαν να αναλάβουν μόνοι τους την προστασία των καλλιεργειών τους. Άρα η απόφαση αποχώρησης από τη δακοκτονία δεν ήταν επιλογή, αλλά αντίδραση σε ένα αποτυχημένο σύστημα. Η πλήρης αποδυνάμωση του κρατικού μηχανισμού οδήγησε σε αυξημένη ευαλωτότητα απέναντι στον δάκο, ειδικά για όσους δεν έχουν τα μέσα να εφαρμόσουν μόνοι τους δολωματικούς ψεκασμούς. Παρά την οικολογική ευαισθησία των παραγωγών, που δεν είναι αντίθετοι με τις περιορισμένες χρήσεις ήπιων φαρμάκων, η έλλειψη οργανωμένης, αποτελεσματικής στρατηγικής από το κράτος και η διεκπεραιωτική και όχι ουσιαστική εφαρμογή της προβλεπόμενης διαδικασίας από τα τοπικά συνεργεία τους αφήνει χωρίς προστασία. Συνεπώς, η αδυναμία των παραγωγών να επηρεάσουν αυτές τις διαδικασίες και η απόφαση αποχώρησής τους από ένα ελαττωματικό σύστημα αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα θεσμικής αδράνειας που επιβαρύνει οικονομικά και κοινωνικά τις τοπικές αγροτικές κοινότητες.
Αποσπασμα 1
«-Υπάρχει εγκατάλειψη. Γιατί δεν μπορεί… Από εκεί που λέμε…
-Δεν παλεύεται, χάνεις τον κόπο σου.
-Δεν βγάζει ο άλλος. Δεν μπορεί να επιβιώσει.
-Για τη δακοκτονία που γινότανε παλιά;
-Δεν γίνεται δακοκτονία.
-Εμείς είμαστε απ’έξω.
-Αυτό, δεν έχετε καθόλου, έτσι;
-Γιατί;
-Γιατί από κάποτε, πήραμε τέτοια απόφαση παλαιότερα.
-Γιατί δεν γινόταν δουλειά σωστή, γινόταν κοροϊδία.
-Πότε με τα ελικόπτερα, πότε με τα αεροπλάνα, τελευταία φορά που έγινε, από εκεί και ύστερα…
-Αποφασίσαμε να ψεκάζουμε μόνοι μας.
-Το μόνο που γινόταν ήταν να παρακρατείται το τέλος που είναι για την δακοκτονία.
-Που είναι πολύ δαπανηρό.
-Και δακοκτονία δεν γινόταν. Δηλαδή ουσιαστικά κάναμε από τότε μόνοι μας.
-Δεν υπήρχε αποτέλεσμα.
-Και τώρα βασικά είναι ακόμα χειρότερα, γιατί δεν υπάρχει κόσμος να επανδρωθούν τα συνεργεία.[…]
-Και είναι και τα χωράφια που είναι παρατημένα που είναι το πρόβλημα. Τι θα κάνεις εκεί;
-Εγώ θα πω κάτι απλό. Τα συνεργεία πάνε και ψεκάζουν επάνω εκεί που υπάρχουν αγροτικοί δρόμοι. Αν ένα κτήμα, είναι ο δρόμος εδώ και είναι το κτήμα έτσι, στα 100 μέτρα κάτω χαμηλά, θα πάει το συνεργείο ή αυτός με την ψεκαστήρα στην πλάτη να πάει να ψεκάσει, δεν θα πάει. Και δεν το λέω εγώ, υπάρχουν και μεγαλύτεροι εδώ, και γι αυτό το Προμύρι πήρε παλιά την απόφαση τέλος με αυτό. Δηλαδή πληρώνουμε το νταβατζιλίκι, με συγχωρείτε, στο πάτημα και δεν είναι λίγο, είναι ένα νούμερο αρκετά τσουχτερό για τον παραγωγό, γιατί είμαι και παραγωγός. Και το αποτέλεσμα είναι μηδέν. Αναγκαζόμασταν οι ίδιοι μετά να πάμε να ψεκάζουμε και από μόνοι μας δολωματικό. Και γι’ αυτό δεν γίνεται, είναι το μόνο χωριό, δηλαδή στο Πήλιο, που δεν έχει δακοκτονία».
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«-Για τον δάκο είναι να βρεθεί ένα φάρμακο να κάνει δουλειά. Αν δεν βρεθεί φάρμακο να κάνει δουλειά, δεν γίνεται τίποτα…
-Στον δολωματικό μιλάμε. Δεν είμαστε κατά στη μείωση της δραστηριότητας από τα φάρμακα και τα προβλήματα που δημιουργούν και στην υγεία και στο περιβάλλον και σε όλα. Είμαστε θετικοί σε αυτό το κομμάτι. Έστω σε έναν δολωματικό , που το δολωματικό δεν πάει ούτε στον καρπό, ούτε πουθενά.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου -Προμυρίου)
Ο ΕΛΓΑ, ως αρμόδιος φορέας αγροτικών ασφαλίσεων, δεν φαίνεται να ικανοποιεί τα αιτήματα των ασφαλισμένων όσον αφορά τις αποζημιώσεις από καιρικές καταστροφές. Η υποχρεωτικότητα της πληρωμής εισφορών στον οργανισμό παρουσιάζεται ως άνευ ουσίας, καθώς οι αγρότες δεν έχουν δει ουσιαστική ανταπόδοση. Τα ποσά αποζημιώσεων καθορίζονται στο πλαίσιο προγραμμάτων κρατικών οικονομικών ενισχύσεων, όμως η διαδικασία αξιολόγησης, καταγραφής και απόδοσης αποζημιώσεων είναι αργή, ανεπαρκής και σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτη. Οι παραγωγοί αμφισβητούν την αξιοπιστία του συστήματος, αφού, παρά τις αναφορές ζημιών και τις σχετικές δηλώσεις, η τελική έκβαση είναι μηδενική ή αμελητέα για τους περισσότερους. Οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρθηκαν συγκεκριμένα σε δύο πρόσφατες περιπτώσεις: την ακαρπία και την κακοκαιρία Ντάνιελ. Η ακαρπία, ως κατάσταση που διαλύει το αγροτικό εισόδημα, ειδικά σε περιοχές μονοκαλλιέργειας, έχει άμεση σύνδεση με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και την αύξηση της θερμοκρασίας. Ωστόσο, δεν καλύπτεται επαρκώς από το ασφαλιστικό πλαίσιο του ΕΛΓΑ, παρά τη σοβαρότητα των απωλειών. Αντίστοιχα, η κακοκαιρία Ντάνιελ, η οποία προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές στην παραγωγή και στο φυτικό κεφάλαιο, δεν οδήγησε σε αντίστοιχες αποζημιώσεις, ενώ σε όσες περιπτώσεις εγκρίθηκαν αποζημιώσεις, τα ποσά ήταν ευτελή και αποδόθηκαν με σημαντική καθυστέρηση.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη διαχειριστική δυσλειτουργία. Συνδέεται με τη θεσμική ανεπάρκεια του ίδιου του μοντέλου ασφάλισης του ΕΛΓΑ, το οποίο δεν έχει επικαιροποιηθεί ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες κλιματικές συνθήκες και στους κινδύνους που προκύπτουν από την αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων. Έτσι, η σχέση του παραγωγού με τον ασφαλιστικό φορέα γίνεται σχέση μονομερούς επιβάρυνσης, όπου οι αγρότες πληρώνουν υποχρεωτικά, χωρίς να λαμβάνουν την προστασία για την οποία θεωρητικά καλύπτονται.
Απόσπασμα 1
«-Γιατί πληρώνουμε ΕΛΓΑ; Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω… Δεν έχουμε πάρει ποτέ… Για την ακαρπία;
-Από τη στιγμή που έγινε υποχρεωτικό… Από τη στιγμή που έγινε υποχρεωτικό… Και κάθε χρόνο αυξάνεται…
-Ακαρπία, δεν μας πληρώνουν. Με τον Ντάνιελ, ελάχιστοι πήραν, κάτι ψίχουλα.
-Έκανε χιόνια, πρόπερσι, έκανε χιόνια, κι έσπασε τις ελιές. Και μας βάλανε, μας ειδοποιήσαν από το Δήμο, να δηλώσουμε στον ΕΛΓΑ, να δηλώσουμε τις ζημιές.
-Το αποτέλεσμα μηδέν.
-Συμμετείχα σε κάποια σεμινάρια στην Αργαλαστή, μαζί με άλλους 40-50 συναδέλφους, και έκανα μέσα στην αίθουσα την ερώτηση: “παιδιά, υπάρχει κάποιος από εσάς που να έχει πάρει ποτέ αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ;” 40-50 άτομα γελάσανε, δεν πήρα απάντηση άλλη. Αυτή ήταν. Το έχω απορία όμως. Υπάρχει κανένας που να έχει πάρει από τον ΕΛΓΑ αποζημίωση. Κανένας. Εσείς, κανένας εδώ; Εγώ δεν ξέρω.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Το πρόγραμμα νέων αγροτών είναι μία δράση που επικροτείται και αποτελεί έναν μοχλό υποστήριξης νεαρών ατόμων που στρέφονται προς τον πρωτογενή τομέα. Ωστόσο, κατά περιπτώσεις, αντί να ενισχύει πραγματικούς και ενεργούς παραγωγούς, καταλήγει να θέτει γραφειοκρατικά αναχώματα. Συγκεκριμένα, οι κείμενες διατάξεις αποκλείουν όσους ήδη εργάζονται στον αγροτικό τομέα και είναι (ή ήταν) ασφαλισμένοι στον ΟΓΑ. Αντίθετα, επιδοτεί πρόσωπα που δεν έχουν ουσιαστική σχέση με τη γεωργία, αρκεί να πληρούν ορισμένα διοικητικά ή ασφαλιστικά κριτήρια. Έτσι, η επιδότηση δεν φτάνει σε όσους παράγουν και έχουν ανάγκη στήριξης, αλλά σε άτομα που απλώς πληρούν τυπικές προϋποθέσεις και τις αξιοποιούν για την είσπραξη επιπλέον ποσών, στρεβλώνοντας πλήρως τον στόχο του μέτρου. Ένα επιπλέον σοβαρό πρόβλημα αφορά την αξιοποίηση των χρημάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα ποσά που δίνονται δεν επενδύονται στην καλλιέργεια ή στον εκσυγχρονισμό της αγροτικής δραστηριότητας, αλλά καταναλώνονται σε προσωπικές δαπάνες, χωρίς καμία αναπτυξιακή κατεύθυνση. Αυτή η κατάσταση πηγάζει και από τον ανεπαρκή μηχανισμό ελέγχου της αξιοποίησης των ενισχύσεων, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την αυστηρότητα που υπάρχει για την υπαγωγή στην κατηγορία. Παράλληλα, η κατανομή της ενίσχυσης βασίζεται περισσότερο στην έκταση γης και λιγότερο στην πραγματική παραγωγική δραστηριότητα, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύονται κυρίως μεγάλοι ιδιοκτήτες, ακόμη και αν δεν καλλιεργούν, ενώ οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί, που εξαρτώνται αποκλειστικά από την αγροτική εργασία, μένουν στο περιθώριο.
Η κατάσταση αυτή αποτελεί μορφή διαδικαστικής αδικίας, καθώς αποκλείει τους ενεργούς αγρότες από τις ενισχύσεις και από τη συμμετοχή στη διαμόρφωση των πολιτικών, κλείνοντας μέτρα που θα έπρεπε να λειτουργούν υποστηρικτικά σε έναν φαύλο κύκλο γραφειοκρατίας και τήρησης τυπικών προδιαγραφών. Το αποτέλεσμα είναι η αποθάρρυνση της συνέχειας, που συνδέεται και με τα μηδενικά δίκτυα ανατροφοδότησης από τους αγρότες προς την Πολιτεία, και η προοδευτική εγκατάλειψη της υπαίθρου.
Αποσπασμα 1
«–Εμένα δεν με έβαλαν και νέο αγρότη, επειδή πλήρωνα ΟΓΑ, τι μου λες τώρα.
-Άλλο κομμάτι, εντάξει τώρα. Άλλο χειρότερο από εκεί.
-Και είναι κάτι νέοι αγρότες που δεν ξέρουν κατά πού πέφτει το χωράφι.
-Δεν δικαιούσασταν να μπείτε επειδή ήσασταν ασφαλισμένος στον ΟΓΑ;
-Υπάρχει αυτό.
-Μα είναι 35 χρονών, θα μπορούσε να είναι ανασφάλιστος αυτός μέχρι τα 30 του; Για να μπει μετά για νέος αγρότης;
-Νέον αγρότη θέλουν να κάνουν τον φοιτητή, που δεν είναι στον ΟΓΑ, για να στηριχθεί ο ΟΓΑ.
-Ή τον τεμπέλη, τον ανειδίκευτο.
-Είναι ολοφάνερο ότι γίνεται αυτή η δουλειά. Αυτός που είναι στο χωριό και για τον έναν χρόνο πήγε ασφαλίστηκε στον ΟΓΑ, δεν τον κάνουν νέο αγρότη.
-Να πάρει το πρόγραμμα, να πάρει τα 40 χιλιάρικα, να πάει να πάρει το Ναβάρα, και να μην δώσει σημασία πουθενά.
-Το φοιτητή που δεν πρόκειται να πατήσει στο χωράφι ποτέ, πολλά τα παραδείγματα εδώ. Μέσα στο χωριό μας. Ο φοιτητής που είναι στην Αθήνα μια ζωή.
-Αυτοί δεν ξέρουν που είναι τα χωράφια…
-Είναι νέος αγρότης. Για να στηριχθεί ο ΟΓΑ, αυτή είναι η πολιτική δυστυχώς που βγάζει. Δυστυχώς. Αυτή η κυβέρνηση που είναι τώρα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η περιορισμένη υποστήριξη από την Πολιτεία για δράσεις προώθησης και εξωστρέφειας, όπως η συμμετοχή σε εκθέσεις και εμπορικές αποστολές, αναδεικνύεται από τους καλλιεργητές ως μια από τις βασικές αδυναμίες του συστήματος. Οι ίδιοι δηλώνουν ότι δεν έχουν πρόσβαση σε μηχανισμούς υποστήριξης και δεν εντάσσονται σε σχετικά προγράμματα, με αποτέλεσμα να επωμίζονται εξ ολοκλήρου το κόστος συμμετοχής σε εκδηλώσεις προβολής, εντός και εκτός Ελλάδας. Όσοι από αυτούς καταφέρνουν να εκπροσωπήσουν τα προϊόντα του Πηλίου σε διεθνείς εκθέσεις, το κάνουν με ιδία έξοδα, γεγονός που περιορίζει δραστικά τη δυνατότητα επανάληψης ή διεύρυνσης τέτοιων ενεργειών. Η έλλειψη αναγνωρισιμότητας των τοπικών ελαιοκομικών προϊόντων, παρά την ποιότητά τους, είναι άμεση συνέπεια αυτής της εγκατάλειψης. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως η Πελοπόννησος ή η Κρήτη, όπου οι συνεταιρισμοί, οι περιφερειακές αρχές και οι κρατικοί φορείς συνεργάζονται για την προβολή των τοπικών προϊόντων, στο Πήλιο δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός συστηματικής προώθησης. Ο συνεταιρισμός παραμένει ανενεργός σε επίπεδο marketing, ενώ η πολιτεία δεν επενδύει σε δράσεις για τη στήριξη της τοπικής παραγωγής σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Η απουσία θεσμικής μέριμνας για την εξωστρέφεια των προϊόντων και η ανάγκη των παραγωγών να χρηματοδοτούν μόνοι τους τις προσπάθειες προβολής τους, χωρίς στήριξη, αποκαλύπτει μια βαθιά ανισότητα στη διανομή ευκαιριών πρόσβασης στην αγορά. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά είναι επίσης και πολιτικό, αφού οι θεσμοί και οι πολιτικές που διαμορφώνουν το αγροδιατροφικό τοπίο δεν ενσωματώνουν τις φωνές και τις ανάγκες των παραγωγών. Η περιορισμένη επικοινωνία και η απουσία εργαλείων στήριξης τους αφαιρεί την ευκαιρία να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους, και διαιωνίζει την οικονομική και θεσμική τους περιθωριοποίηση.
Αποσπασμα 1
«Το κυριότερο είναι, όπου και να ρωτήσεις, όπου και να πας, και πεις το Πήλιο, το Πήλιο σου λένε, ναι το ξέρουμε, για τα μήλα Ζαγορίν. Το Πήλιο δεν φαίνεται πουθενά ότι έχει ελιά και λάδι. Πουθενά για πουθενά. Επειδή έχει τύχει να πάω και σε δυο εκθέσεις στο εξωτερικό. Με δικιά μας χρηματοδότηση, χωρίς αλλουνού, με δικά μας έξοδα, πουθενά δεν ξέρουν ότι το Πήλιο έχει ελιά και λάδι.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«Το θέμα είναι αν θα μπορέσουν να επιβιώσουν, έτσι. Γιατί ό,τι διαφήμιση, δυο φορές για παράδειγμα που πήγαμε σε μια έκθεση στην Ιταλία, πήγαμε με ιδία έξοδα. Ενώ αυτό που έγινε εδώ δεν πήγα, ούτε σε προγράμματα μπορέσαμε να ενταχθούμε, ούτε τίποτα. Ό,τι έγινε, έγινε από ίδια κεφαλαία. Να διαφημιστούμε κάπου οτιδήποτε, όχι. Ό,τι έγινε, έγινε από ίδια κεφαλαία. Να διαφημιστούμε κάπου οτιδήποτε, όχι. […] Κανένας δεν ασχολείται με μας. Τουλάχιστον με την περιοχή τη δικιά μας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 3
«Δεν υπάρχει αναγνωρισιμότητα καθόλου το προϊόν το δικό μας. Μας έχουν αφήσει όλοι […] δεν ασχολούνται καθόλου να προωθήσουν και να δείξουν το προϊόν μας στο εξωτερικό. Πώς είναι η Πελοπόννησος, πώς είναι η Κρήτη, που μπράβο τους και συγχαρητήρια οι συνεταιριστικές οργανώσεις που έχουν, που προωθούν και προβάλλουν το προϊόν. Εμείς εδώ τίποτα. Ό,τι κάνουμε και προσπαθούμε από μόνοι μας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Οι ελαιοπαραγωγοί του Προμυρίου βιώνουν έναν διαρκή αποκλεισμό από τις διαδικασίες χάραξης αγροτικής πολιτικής, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Όπως οι ίδιοι επισημαίνουν, δεν έχουν καμία ουσιαστική συμμετοχή σε αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα το εισόδημά τους, τον τρόπο καλλιέργειας ή την προοπτική επιβίωσης των εκμεταλλεύσεών τους. Η εμπειρία τους δεν ζητείται, η γνώμη τους δεν ακούγεται και οι αγωνίες τους μένουν εκτός του θεσμικού πεδίου διαλόγου, με αποτέλεσμα να νιώθουν ότι είναι μόνιμα “απέξω”. Η απουσία θεσμικών διαύλων επικοινωνίας με την κεντρική ή την τοπική διοίκηση, η έλλειψη ενημέρωσης και πρόσβασης σε διαβουλεύσεις, αλλά και η περιθωριοποίηση γεωγραφικών περιοχών όπως η Μαγνησία, δημιουργούν την αίσθηση ενός χρόνιου θεσμικού αποκλεισμού. Η σύγκριση με άλλες περιοχές (όπως η Καρδίτσα ή η Μεσσηνία) καταδεικνύει ότι αλλού οι παραγωγοί έχουν πολιτική υποστήριξη, πρόσβαση σε θεσμικά εργαλεία και δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, στο Πήλιο, η αδιαφορία των τοπικών και εθνικών αρχών, σε συνδυασμό με την έλλειψη οργάνωσης και αντιπροσώπευσης, έχει αφήσει τους παραγωγούς χωρίς φωνή. Ταυτόχρονα, η πολυπλοκότητα της γραφειοκρατίας και το οικονομικό κόστος συμμετοχής (σε ενστάσεις, νομικές διαδικασίες, μετακινήσεις προς τα Υπουργεία κ.λπ.) λειτουργούν αποτρεπτικά. Οι παραγωγοί αναφέρουν ότι δεν διαθέτουν ούτε τις γνώσεις, ούτε τον χρόνο, ούτε τα χρήματα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, με αποτέλεσμα να αποκλείονται πρακτικά από κάθε θεσμική συμμετοχή. Αυτή η συστηματική απουσία ουσιαστικής συμμετοχής, είτε λόγω αμέλειας της Πολιτείας είτε λόγω θεσμικών εμποδίων, συνιστά εμπόδιο στη δημοκρατική αρχή της εκπροσώπησης, οδηγεί σε άνιση κατανομή ευκαιριών και πόρων, συνεπώς και αποτελεί διαδικαστική αδικία.
Αποσπασμα 1
«Το θέμα είναι δεν εισακουγόμαστε πουθενά. Πουθενά για πουθενά. Όχι τώρα και παλιότερα και θεωρώ και μελλοντικά.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«Δεν ρωτάνε, όμως και τον παραγωγό, το κόστος που έχει για αυτό το λάδι και με μια μισοπαραγωγή που παίρνει πρέπει να επιβιώσει δύο και τρία χρόνια. Αυτά όμως, κανένας δεν ασχολείται με μας. Μα κανένας. Ούτε τώρα, ούτε πρωτού και θεωρώ ότι ούτε και στο μέλλον. Μιλάω για τους κυβερνόντες. […] Πιάσε ούτε κεντρική εξουσία, κυβέρνηση, τοπικοί, κανένας, είδατε τα χάλια μας και εδώ, δεν μπορούμε καν να περάσουμε, δεν έχουμε πρόσβαση.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 3
«Και να το πάρω πιο διαφορετικά, η Μαγνησία ήταν πάντα και θα είναι απέξω σε όλα, γιατί εγώ βλέπω, η μάνα μου είναι από την Καρδίτσα. Εκεί τους βλέπω ότι είναι… Καμιά σχέση. Όχι, δεν μιλάω γεωγραφικά, πως είναι κάμπος και οτιδήποτε. Σε όλα τους, καμιά σχέση. Ενδιαφέρονται, και οι κυβερνώντες, και οι πολιτικοί τους και οι Δήμαρχοι τους και τα σωματεία, οι σύλλογοι που έχουν και όλα. Εμείς βασικά, έχουμε και το άλλο το μειονέκτημα, που εγώ εκεί τρελαίνομαι, δηλαδή και μπαίνουν οι παραγωγοί μέσα, σε αυτά τα κολοκύθια τώρα, και λέει ότι το λάδι ξεκινάει με 8 ευρώ, με 7 ευρώ της Μεσσηνίας. Εδώ το λάδι το δικό μας είναι υποβαθμισμένο, 1,5 ευρώ τουλάχιστον κάτω.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 4
«Και το θέμα είναι ότι δεν έχουμε τις γνώσεις, ούτε την ευκαιρία, ούτε την οικονομική άνεση, να ξεκινήσεις να κάνεις τρέξεις δεξιά-αριστερά, στα Υπουργεία, να βάλεις έναν δικηγόρο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η ποικιλία Αμφίσσης, γνωστή και ως Κονσερβολιά, είναι μια παραδοσιακή μεγαλόκαρπη ποικιλία ελιάς που κυριαρχεί στην περιοχή του Πηλίου και έχει ταυτιστεί με την τοπική αγροτική ταυτότητα. Οι καρποί της προορίζονται κυρίως για βρώσιμη χρήση, καθώς παρουσιάζουν εξαιρετικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, καλή εμφάνιση και υψηλή εμπορική αξία. Παρότι η ποικιλία έχει λάβει ΠΟΠ αναγνώριση, οι παραγωγοί υπογραμμίζουν ότι δεν υπάρχει επαρκής στήριξη για τη διατήρηση, ενίσχυση και ανάδειξή της. Το τοπικό φυτικό κεφάλαιο, παρόλο που έχει ποιοτική υπεροχή και πολιτισμική ρίζα, παραμένει αόρατο στα μάτια της πολιτείας. Η καλλιέργεια της επιτραπέζιας ελιάς απαιτεί υψηλότερη φροντίδα σε σχέση με άλλες ποικιλίες, καθώς η εμπορική αξία εξαρτάται από το μέγεθος, την υφή και την εμφάνιση του καρπού. Απαιτεί επίσης πρόσβαση σε νερό, που είναι συχνά περιορισμένο, καθώς και συχνή και έγκαιρη συγκομιδή. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν στοχευμένα μέτρα ενίσχυσης ή προγραμμάτων στήριξης για την ποικιλία εκ μέρους του αρμόδιου Υπουργείου, όπως παρατηρείται σε άλλες περιοχές και για άλλες ποικιλίες (π.χ. Καλαμών ή Χαλκιδικής).
Η σταδιακή υποτίμηση και εγκατάλειψη της ποικιλίας δεν οφείλεται στην ποιότητά της ή στις επιλογές των αγροτών, αλλά στο ότι το θεσμικό πλαίσιο δεν αναγνωρίζει την ανάγκη για διατήρηση και ενίσχυση του φυτικού πλούτου που έχει τοπικά χαρακτηριστικά. Η έλλειψη αναγνώρισης και στήριξης της Αμφίσσης ως πολιτισμικό, αγρονομικό και εμπορικό κεφάλαιο οδηγεί στην περιθωριοποίησή της, παρά τη διαχρονική της αξία και την σημασία της για τις τοπικές κοινότητες. Αυτή η αμέλεια δημιουργεί συνθήκες αποδυνάμωσης της παραγωγής, χαμηλής αποδοτικότητας, και τελικά, εγκατάλειψης ενός αγροτικού πόρου που έχει προσαρμοστεί εδώ και αιώνες στην περιοχή.
Απόσπασμα 1
«Η ποικιλία μας, η Αμφίσσης, είναι πολύ καλή, αλλά δεν υπάρχει βοήθεια για να διατηρηθεί. Σε άλλα μέρη βοηθήθηκαν.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«-Η ποικιλία σας, για να ξεκινήσουμε από αυτό, είναι η Αμφίσσης, η κονσερβολιά. Είναι σχεδόν όλα. Έχετε κάποια άλλη;
-Η Αμφίσσης, η γνωστή, ναι.
-Από παλιά.
-Έκαναν κάποιες παρεμβάσεις.
-Και να έχει σε κάποιο σημείο Καλαμών, Χαλκιδικής, ας πούμε, είναι πολύ ελάχιστες.
-Δεν υπάρχει καλύτερη από του Πηλίου, η βρώσιμη ελιά. Αυτή. Εγώ είμαι και πιο μεγάλος, σήμερα έρχομαι εκ μέρους του γιου μου, λοιπόν, είμαι συνταξιούχος. Η μόνη ελιά που έχω από 10 χρονών, που ήμουν 15 και κάθισα στην ελιά, ήταν η βρώσιμη ελιά. Και λίγη… Αλλά τώρα δεν υπάρχει… Για βρώσιμη ελιά δεν υπάρχει…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η έλλειψη εργατικών χεριών αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα και επείγοντα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καλλιεργητές στην περιοχή του Νότιου Πηλίου. Δεδομένου ότι το ανάγλυφο του τόπου είναι ιδιαίτερα δύσβατο, η εκμηχάνιση των εργασιών είναι περιορισμένη. Έτσι, μεγάλο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας (συγκομιδή, κλάδεμα, ψεκασμοί) στηρίζεται αποκλειστικά στη χειρωνακτική εργασία. Σε αυτή την πραγματικότητα, οι εργάτες γης αποτελούν βασικό πυλώνα της αγροτικής παραγωγής. Ωστόσο, η συρρίκνωση της διαθέσιμης εργατικής δύναμης, κυρίως μεταναστών εργατών, είναι εμφανής. Η μικρή διάρκεια της άδειας παραμονής που χορηγείται στην Ελλάδα —μόλις τρεις μήνες— σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε. που προσφέρουν άδειες έξι ή και εννέα μηνών, καθιστά τη χώρα μη ανταγωνιστική ως προορισμό αγροτικής απασχόλησης. Η αυστηρότητα των προστίμων και η γραφειοκρατία εντείνουν το πρόβλημα, αποθαρρύνοντας τη νόμιμη εργασία και οδηγώντας σε έλλειψη προσφοράς εργατικών χεριών την περίοδο της συγκομιδής. Μπροστά σε αυτή την αδυναμία του κράτους να εξασφαλίσει ένα βιώσιμο και δίκαιο πλαίσιο για την πρόσβαση σε εργάτες γης, οι ίδιοι οι καλλιεργητές αναγκάζονται να καλύπτουν το κενό. Συχνά, όλη η οικογένεια, ανεξαρτήτως ηλικίας, συμμετέχει στις αγροτικές εργασίες. Άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας, ακόμη και συνταξιούχοι, εργάζονται στα χωράφια από ανάγκη και όχι από επιλογή, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο εισόδημα που συμπληρώνει τις πενιχρές συντάξεις. Η συγκεκριμένη κατάσταση συνιστά αδικία μη αναγνώρισης, καθώς το κράτος αποτυγχάνει να αναγνωρίσει σε θεσμικό και πρακτικό επίπεδο την ανάγκη σταθερής και επαρκούς πρόσβασης σε εργατική δύναμη για τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ειδικά σε περιοχές με δύσκολες συνθήκες και χαμηλό βαθμό μηχανοποίησης. Η αδιαφορία για το εργασιακό σκέλος της αγροτικής παραγωγής επιβαρύνει μονομερώς τους καλλιεργητές, οδηγεί σε εντατικοποίηση της οικογενειακής εργασίας και παγιδεύει τους αγρότες σε έναν φαύλο κύκλο σωματικής εξουθένωσης και οικονομικής ανασφάλειας.
Απόσπασμα 1
«-Αφού δεν υπάρχουν εργατικά χέρια.
-Εργατικά χέρια. Ενώ παλιότερα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Πριν 15 χρόνια, 20;
-Ναι, υπήρχαν εργατικά χέρια. Τώρα φέτος δεν υπάρχουν, δηλαδή και αυτή η παραγωγή που υπάρχει, δεν ξέρουμε πώς θα μαζευτεί. Δεν υπάρχει ούτε ένα εργατικό χέρι στην περιοχή μας.
-Γιατί φύγανε από την περιοχή;
-Φύγανε γιατί… Και όλα ξεκινάνε πάλι από την κεντρική κυβέρνηση. Γιατί εδώ τους δίνει 3 μήνες βίζα να έρθουνε και όπου αλλού πάνε σε όποια κράτη της ΕΕ τους δίνει 6 και 9 μήνες. Και σου λέει θα πάω κάπου να δουλέψω 6 μήνες ή 9. Δεν θα έρθω στην Ελλάδα να δουλέψω 3 μήνες και να φύγω, πρέπει να φύγω μετά. Ένας λόγος είναι και αυτός.
-Αυτό είναι απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης;
-Στην Ιταλία, όλοι πάνε Ιταλία και Αγγλία, τους δίνει 6 μήνες. Εδώ τους δίνει 3 μήνες. Κι αν μια μέρα καθυστερήσουν έχουν 3.000 πρόστιμο.
-Ε, δεν είναι κίνητρα…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«-Δεν μπορεί, δηλαδή, να έχω να βαράω όλη η μέρα, όχι μόνο εγώ, η γυναίκα μου, η μάνα μου, που είναι 80 χρονών. Σήμερα ήταν και αυτή στο χωράφι. 6:15 το πρωί φύγαμε. Και γύρισα 11 η ώρα γιατί είχαμε αυτό, διαφορετικά, θα γυρνούσαμε 2 η ώρα το μεσημέρι και το απόγευμα πάλι. Δηλαδή να δουλεύει όλη η οικογένεια για προς το ζην, όλο τα ίδια. Να τος. Πόσων χρονών είσαι, Μήτσο;
-76.
-76. Κάτω από την ελιά είναι. Τι να κάνει αυτός ο άνθρωπος, με τι θα ζήσει, με τα 4 κατοστάρικα που παίρνει τη σύνταξη.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η περιοχή του Πηλίου χαρακτηρίζεται από έντονο ανάγλυφο, επικλινή εδάφη και παραδοσιακούς, μεγάλου μεγέθους ελαιώνες. Αυτή η γεωγραφική και μορφολογική ιδιαιτερότητα καθιστά την αγροτική εργασία πολύ πιο απαιτητική σε σχέση με τις πεδινές περιοχές. Στο Νότιο Πήλιο, η χρήση μηχανημάτων είναι ελάχιστα εφικτή, με αποτέλεσμα οι περισσότερες εργασίες (όπως το κλάδεμα, η συγκομιδή, η λίπανση και η φυτοπροστασία) να γίνονται χειρωνακτικά, από εργάτες ή τους ίδιους τους παραγωγούς. Η σωματική καταπόνηση είναι μεγάλη, η εργασία χρονοβόρα και τα ημερομίσθια αυξημένα, λόγω της δυσκολίας πρόσβασης και εκτέλεσης. Ωστόσο, αυτές οι αντικειμενικές συνθήκες δεν αναγνωρίζονται θεσμικά, διότι το συγκεκριμένο ζήτημα συνδέεται και με τις επιδοτήσεις, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν κάποιες διακρίσεις ανάλογα με το ανάγλυφο: πεδινό, ημι-ορεινό και ορεινό. Αυτές οι βαθμίδες συνεπάγονται και μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας για τις αγροτικές εργασίες και παλαιότερα αποδιδόταν κάποια υποστήριξη, η οποία έχει σταματήσει. Η εξισωτική λογική απόδοσης επιδοτήσεων ανάλογα με την καλλιέργεια και την έκταση, που δεν διακρίνει ανάλογα με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αγρότες, δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τον ήδη επιβαρυμένο κλάδο, ωθώντας όλο και περισσότερους ελαιώνες σε φθορά. Το αποτέλεσμα είναι η σταδιακή εγκατάλειψη των ελαιώνων, η υποβάθμιση του τοπίου και η περιθωριοποίηση περιοχών που παράγουν ποιοτικό αλλά “αόρατο” προϊόν. Η αδυναμία του κράτους, και κυρίως του Υπουργείου, να προσαρμόσει τις πολιτικές στήριξης στις πραγματικές συνθήκες καλλιέργειας, και να διαφοροποιήσει τη μεταχείριση ανάλογα με τη γεωμορφολογία και τις ανάγκες κάθε περιοχής, διαιωνίζει τις ανισότητες και αποδυναμώνει τις προοπτικές αγροτικής ανάπτυξης στις ημιορεινές και δυσπρόσιτες ζώνες.
Απόσπασμα 1
«Και έχουμε μεγάλες ιδιαιτερότητες, δηλαδή, δεν είμαστε κάμπος, όπως είναι στην Πελοπόννησος ή Κρήτη που έχει τις γεωτρήσεις, που έχουν πάρει χρηματοδοτήσεις άπειρες όλα τα χρόνια, με όλες τις κυβερνήσεις, με εξοπλισμό, για μηχανήματα, για οτιδήποτε. Εδώ είναι όλα με το χέρι. Δεν υπάρχει με μηχάνημα, ελάχιστα πράγματα γίνονται.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«-Τα πιο εύκολα εντάξει, μπορεί να υπάρχουν κάποια με λίγη κλίση, πιο απότομα, αλλά το Πήλιο έχει αυτή την ιδιαιτερότητα, να είναι επικλινή. Και μεγάλα δέντρα. Στην πλειοψηφία είναι μεγάλα δέντρα.
-Μπορεί ένα κτήμα να είναι, να είσαι καταδρομέας για να μπεις…
-Άλλο να έχεις μικρές [ελιές]. Είναι μεγάλα δέντρα. Στην πλειοψηφία είναι μεγάλα δέντρα. Το μεγάλο δέντρο είναι λίγο δύσκολο. Ούτε με το κόψεις μπορείς, να το κατεβάσεις…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η περιοχή του Πηλίου, ενώ είναι ευρέως γνωστή για τον τουρισμό και την πολιτιστική της ταυτότητα, δεν έχει κατοχυρωθεί στη συλλογική συνείδηση ή στις αγορές ως τόπος παραγωγής ποιοτικού ελαιολάδου και ελιάς. Παρότι υπάρχει από το 1996 ΠΟΠ πιστοποίηση για την Κονσερβολιά Πηλίου, που καλύπτει και την περιοχή του Προμυρίου, δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη κατοχύρωση ή συστηματική προβολή για το ελαιόλαδο. Η απουσία ενός ισχυρού, αναγνωρίσιμου brand name- ταυτότητας προϊόντος για τα τοπικά προϊόντα δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στην εξωστρέφεια και στην εμπορική τους αξιοποίηση. Ο Συνεταιρισμός Σηπιάς περιορίζεται σε τυποποίηση μικρής κλίμακας, ενώ ένα μεγάλο μέρος του προϊόντος παραμένει στα χέρια ιδιωτών, οι οποίοι το τυποποιούν και το διαθέτουν μόνοι τους. Αν και έχουν γίνει προσπάθειες συμμετοχής σε εκθέσεις του εξωτερικού, με δικά τους έξοδα, οι παραγωγοί δηλώνουν πως η αναγνωρισιμότητα του Πηλίου ως ελαιοπαραγωγικής περιοχής είναι σχεδόν μηδενική, κάτι που φάνηκε και σε εμπορικές επαφές εκτός Ελλάδας. Η σύγκριση με άλλες περιοχές, όπως η Πελοπόννησος ή η Κρήτη, όπου οι αγρότες λειτουργούν πιο οργανωμένα και αναλαμβάνουν ενεργά ρόλο στην προβολή των προϊόντων τους, εντείνει την αίσθηση συλλογικής εγκατάλειψης. Οι παραγωγοί αισθάνονται ότι λειτουργούν μόνοι τους, με περιορισμένη θεσμική στήριξη από την Πολιτεία. Η έλλειψη επίσημης αναγνώρισης της ποιότητας και της ιδιαιτερότητας των προϊόντων του Πηλίου συνιστά μορφή αδικίας μη αναγνώρισης, καθώς αγνοείται η αξία και η ταυτότητα ενός τοπικού προϊόντος, καθώς η μη προβολή του προϊόντος οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές πώλησης, περιορισμένη ικανότητα διείσδυσης σε ανταγωνιστικές αγορές, και τελικά, σε χαμηλότερα έσοδα για τους παραγωγούς. Αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί σε μειωμένη δυνατότητα επένδυσης σε σύγχρονες καλλιεργητικές πρακτικές, σε εγκατάλειψη της παραγωγής ή σε αδυναμία διαφοροποίησης.
Απόσπασμα 1
«Το Πήλιο δεν φαίνεται πουθενά ότι έχει ελιά και λάδι. Πουθενά για πουθενά. Επειδή έχει τύχει να πάω και σε δυο εκθέσεις στο εξωτερικό. Με δικιά μας χρηματοδότηση, με δικά μας έξοδα, πουθενά δεν ξέρουν ότι το Πήλιο έχει ελιά και λάδι. Και το λάδι μας έχει τα φρουτώδη, που είναι κάτι σπάνιο γενικά. Δεν υπάρχει αναγνωρισιμότητα καθόλου το προϊόν το δικό μας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«Πώς είναι η Πελοπόννησος, η Κρήτη έχουν συνεταιρισμούς που προωθούν το προϊόν, εμείς εδώ τίποτα. Ό,τι κάνουμε και προσπαθούμε από μόνοι μας.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Το θεσμικό πλαίσιο των ΠΟΠ/ΠΓΕ εισήχθη ως ένας τρόπος αξιοποίησης των τοπικών και παραδοσιακών ιδιαιτεροτήτων ενός προϊόντος, ωστόσο οι οικονομικές και ρυθμιστικές πιέσεις αναγκάζουν τους αγρότες να αλλάξουν τις παραγωγικές τους επιλογές με τρόπους που δεν ανταποκρίνονται απαραίτητα στα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους και την ανθεκτικότητα των τοπικών κοινοτήτων. Η επιβολή υψηλότερων εισφορών στον ΕΛΓΑ για τις ποικιλίες επιτραπέζιας ελιάς έχει μετατρέψει έναν θεσμικό μηχανισμό στήριξης (όπως είναι η ασφαλιστική κάλυψη) σε παράγοντα επιβάρυνσης για τους παραγωγούς. Συγκεκριμένα, οι ποικιλίες όπως η Αμφίσσης, που προορίζονται κυρίως για βρώσιμη χρήση και καλύπτονται από την ένδειξη ΠΟΠ, θεωρούνται από τον οργανισμό πιο επισφαλείς, κι ως αποτέλεσμα, οι αγρότες καλούνται να καταβάλουν σημαντικά υψηλότερες εισφορές για να τις ασφαλίσουν. Αυτό το πρόσθετο κόστος οδηγεί πολλούς παραγωγούς σε στρατηγικές δηλώσεων που δεν βασίζονται σε γεωπονικά ή εμπορικά κριτήρια, αλλά αποκλειστικά στο πώς θα μειώσουν τις ασφαλιστικές τους υποχρεώσεις. Με άλλα λόγια, αντί να επιλέγουν και να δηλώνουν την πραγματική χρήση ή ποικιλία με βάση το τι παράγουν, δηλώνουν ότι καλλιεργούν ελιές για ελαιοποίηση, ώστε να πληρώνουν μικρότερες εισφορές. Η τάση αυτή φαίνεται ξεκάθαρα και σε επίσημα στοιχεία: σύμφωνα με την Αγροτική Απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ (2021), το 100% των δηλωμένων ελαιοδέντρων στη Μαγνησία παρουσιάζονται ως προοριζόμενα για παραγωγή ελαιολάδου. Πρόκειται για μια προφανή στρέβλωση, καθώς στην πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος του φυτικού υλικού στην περιοχή είναι ποικιλίας Αμφίσσης, δηλαδή κατά βάση επιτραπέζια ελιά. Το ίδιο φαινόμενο ακολουθείται και στα δεδομένα του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η υποεκτίμηση των επιτραπέζιων ποικιλιών και η παραποίηση της πραγματικής εικόνας της καλλιέργειας δεν είναι τυχαία. Οφείλεται στη συνδυαστική πίεση του αυξημένου κόστους ασφάλισης και της ανεπαρκούς ανταπόκρισης του ΕΛΓΑ, που δεν παρέχει ικανοποιητικές αποζημιώσεις. Έτσι, οι αγρότες καταλήγουν να αποκρύπτουν την πραγματική φύση της καλλιέργειας τους, και μαζί, να υπονομεύουν άθελά τους και την ΠΟΠ πιστοποίηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διαφάνεια, την ποιότητα και την εμπορική ταυτότητα του προϊόντος.
Αυτό αποτελεί διαστρέβλωση ενός πλαισίου που φαίνεται να μην λειτουργεί όπως θα έπρεπε για την παραγωγή, αλλά και για τη διατήρηση των οικονομιών της υπαίθρου. Οι μικροί παραγωγοί δυσκολεύονται περισσότερο να ανταποκριθούν οικονομικά, σε αντίθεση με τις μεγάλες επιχειρήσεις που μπορούν να απορροφήσουν αυτά τα κόστη εργασίας. Αυτός ο οικονομικός εξαναγκασμός τους ωθεί να στραφούν προς την παραγωγή ελαιολάδου, αντί για επιτραπέζιες ελιές, προκειμένου να αποφύγουν επιπλέον επιβαρύνσεις. Ωστόσο, αυτή η μετατόπιση περιορίζει την ελευθερία επιλογής τους και αλλοιώνει το αγροτικό τοπίο και τις παραδοσιακές καλλιεργητικές πρακτικές της περιοχής, άρα οι αγρότες δεν έχουν ίσους όρους πρόσβασης στις αγορές και τις επιδοτήσεις, και αναγκάζονται να αλλάξουν την παραγωγή τους με βάση οικονομικούς καταναγκασμούς.
Αποσπασμα 1
«-Το ΠΟΠ σας δίνει τίποτα…
-Στην ελιά, στη βρώσιμη.
-Στην Κονσερβολιά; Είχε βοηθήσει πουθενά;
-Όχι, όχι. […]
-ΠΟΠ είναι. Είναι για να πληρώνουμε παραπάνω το ΕΛΓΑ. Να βάλεις κάποια χωράφια που θες να τα κάνεις για βρώσιμη ελιά.
-Ανεβάζει συντελεστή. Οπότε όλοι το έχουν πάει στο ελαιοποιήσιμο για να γλιτώσουν τα 200 ευρώ τον χρόνο παραπάνω.
-Γιατί και τη βρώσιμη ελιά, πάλι εκεί πάμε. Γιατί υπάρχει ένας έμπορας, δύο. Αυτοί οι δύο τα βρίσκουν και έρχονται εδώ πέρα. Ξέρουν ότι η ελιά πλέον δεν αποθηκεύεται πλέον μες στις κάδες όπως παλιά. Δεν έχει διάρκεια. Θα χαλάσει η ελιά, όσο και καλός να είσαι.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η απόσυρση δραστικών ουσιών αποτελεί κομβικό στοιχείο των ευρωπαϊκών πολιτικών για τη βιώσιμη γεωργία και την προστασία του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο του Κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009, που διέπει τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, οι διαδικασίες έγκρισης δραστικών ουσιών έχουν αυστηροποιηθεί σημαντικά και πολλές ουσίες δεν ανανεώνονται, ιδίως όταν εγείρονται ανησυχίες για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον. Ανάμεσα στις ουσίες που έχουν αποσυρθεί συγκαταλέγονται το Dimethoate και το Phosmet, οι οποίες υπήρξαν οι πλέον διαδεδομένες δραστικές κατά του δάκου στην Ελλάδα. Οι δύο αυτές ουσίες, με ισχυρή διασυστηματική δράση, δηλαδή με ικανότητα καταπολέμησης τόσο των ενήλικων όσο και των προνυμφικών σταδίων του δάκου μέσα στον καρπό, χρησιμοποιούνταν ευρέως σε δημόσια προγράμματα δακοκτονίας.
Ωστόσο, τα σκευάσματα αυτά θεωρούνται «πόροι» της αγροτικής κοινότητας, καθώς αποτελούν το βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση εντομολογικών και μικροβιακών εχθρών. Η απόσυρση δραστικών φαρμάκων, χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής επιστημονική, τεχνολογική ή κρατική μέριμνα για την αντικατάστασή τους με αποτελεσματικές εναλλακτικές, αυξάνει κατακόρυφα την ευαλωτότητα των καλλιεργειών, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι ζημιές από εχθρούς είναι συστηματικές και επαναλαμβανόμενες. Η αλλαγή αυτή πλήττει δυσανάλογα τους παραγωγούς οι οποίοι δεν διαθέτουν τα τεχνικά μέσα, τις γνώσεις ή την οικονομική δυνατότητα για εφαρμογή εναλλακτικών πρακτικών, όπως η βιολογική καταπολέμηση, οι δολωματικοί ψεκασμοί ή η χρήση παγίδων και παρακολούθησης πληθυσμών. Ενώ ορισμένοι παραγωγοί προσπαθούν να προσαρμοστούν με ιδία μέσα, το κόστος, η αβεβαιότητα ως προς την αποτελεσματικότητα, καθώς και η έλλειψη οργανωμένης κρατικής υποστήριξης καθιστούν αυτές τις πρακτικές επισφαλείς και μη προσβάσιμες στο σύνολο του παραγωγικού κόσμου.
Έτσι, δημιουργείται μια νέα μορφή διανεμητικής αδικίας, καθώς οι επιπτώσεις της απόσυρσης μετακυλίονται εξ ολοκλήρου στους παραγωγούς, χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα ή μεταβατική υποστήριξη. Η αποτυχία προσαρμογής του γεωργικού συστήματος σε αυτές τις μεταβολές επιβαρύνει τους πιο ευάλωτους, οδηγώντας τους είτε σε υποβάθμιση της παραγωγής είτε σε οικονομική ζημία, την ίδια στιγμή που οι κίνδυνοι από την κλιματική κρίση και τους νέους εχθρούς εντείνονται.
Απόσπασμα 1
«-Πάρα πολύ. Όχι μόνο ο δάκος, και κοντά στον δάκο, κάνει την τρύπα ο δάκος εισχωρούν κι άλλα μικρόβια, κι άλλοι μύκητες μέσα οπότε δεν φτάνεις στο σημείο να πάρεις βρώσιμο καρπό.
-Έχετε νέα προβλήματα δηλαδή νέους εχθρούς;[…] 15 χρόνια, 20 χρόνια πριν, ήταν καλύτερα τα πράγματα; Αυτό λέω.
-Ναι, γιατί υπήρχαν δραστικά φάρμακα. Να ξεκινήσουμε από εκεί. Τώρα δεν υπάρχουν πια. Αν κάνεις κάλυψη με τα φάρμακα τα σημερινά, ή έκανες ή δεν έκανες, γιατί πρόπερσι έκανα εγώ. Μέσα σε 15 μέρες δύο καλύψεις. Το αποτέλεσμα ξέρεις ποιο ήταν; Το φάρμακο που χρησιμοποίησα ήταν το ***. Μάπα σκέτο, τίποτα δεν έκανα.
– Έχασες τα λεφτά σου.
-Μέσα σε δύο μέρες που είχα παγίδες, άσε, έναν δάκο δεν σκότωσε, κανέναν, αλλά ούτε και τα χτυπήματα που είχαν. Δεν σκότωσε το σκουλήκι. Δηλαδή και το διαφημίζανε κιόλας στο ράδιο και το πήραμε για καλό. Κατάλαβες. Δεν υπάρχουν φάρμακα, πλέον, για να κάνεις… Μόνο αν καταπολεμήσεις, το έψαξα εγώ λίγο φέτος αυτό, μέχρι στιγμής έβγαλα καλά αποτελέσματα. Με δολωματικούς ψεκασμούς. Και κρεμώντας βέβαια και παρακολουθώ τους πληθυσμούς, γιατί πήρα και παγίδες από την εταιρία που βγάζει το ***.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η συγκέντρωση της αγοράς και η άνιση διαπραγματευτική δύναμη μεταξύ παραγωγών και εμπόρων τροφοδοτεί αδικίες, και μάλιστα διανεμητικές. Συγκεκριμένα, η αγορά της επιτραπέζιας ελιάς, όπως και του ελαιολάδου, ελέγχεται από ελάχιστους εμπόρους, γεγονός που περιορίζει τις επιλογές των αγροτών και τους αφήνει εξαρτημένους από ολιγοπωλιακές πρακτικές. Οι παραγωγοί δεν έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικά εμπορικά κανάλια, ούτε τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν συλλογικά τιμές πώλησης. Παράλληλα, η τεχνολογική υποβάθμιση και η έλλειψη υποδομών αποθήκευσης και επεξεργασίας (όπως κάδες για τη βρώσιμη ελιά ή δεξαμενές για το λάδι) μειώνει ακόμα περισσότερο τη διαπραγματευτική ισχύ των παραγωγών, αφού είναι υποχρεωμένοι να πουλήσουν άμεσα το προϊόν τους, ανεξαρτήτως τιμής και συνθηκών. Το πρόβλημα επιτείνεται από την απουσία σταθερού πλαισίου τιμολόγησης ή κατώτατης τιμής, στοιχείο που ενισχύει την αβεβαιότητα και ευνοεί την ασυδοσία των μεσαζόντων. Ταυτόχρονα, η έλλειψη συλλογικών δομών εξαγωγών ή συνεταιριστικής διαχείρισης ωθεί τους παραγωγούς να λειτουργούν μεμονωμένα, χωρίς διαπραγματευτική ισχύ και χωρίς τη δυνατότητα να διεκδικήσουν μερίδιο από την υπεραξία του προϊόντος τους. Η αδικία δεν έγκειται μόνο στην οικονομική εκμετάλλευση, αλλά και στο ότι η δομή της αγοράς και η απουσία κρατικής ή θεσμικής στήριξης τους εμποδίζει να συμμετέχουν ισότιμα στους μηχανισμούς της αγροτικής οικονομίας. Έτσι, ενισχύονται οι ανισότητες, αυξάνεται η εξάρτηση των μικρών παραγωγών και αποδυναμώνεται η τοπική αγροτική βάση.
Απόσπασμα 1
«Γιατί και τη βρώσιμη ελιά, πάλι εκεί την πάμε. Γιατί υπάρχει ένας έμπορας, δύο. Αυτοί οι δύο τα βρίσκουν και έρχονται εδώ πέρα. Ξέρουν ότι η ελιά πλέον δεν αποθηκεύεται μες στις κάδες όπως παλιά. Δεν έχει διάρκεια. Θα χαλάσει η ελιά, όσο και καλός να είσαι.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«Τι θα τα κάνουμε, να τα πάμε πού εμείς τα λάδια; Είμαστε ικανοί εμείς να τα εξάγουμε βυτίο, με ατζέντηδες και με όλη την ιστορία και με όλα τα ρίσκα αυτά; Οπότε έρχονται εδώ πέρα και μας τα παίρνουν. Δεν υπάρχει κάποιος… Ή να υπάρχει μια τιμή, μια τιμή ασφαλείας τουλάχιστον, ρε παιδιά. Δυο ευρώ, δυο ευρώ, αλλά να ξέρω ότι δεν θα πάει 1.95.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου -Προμυρίου)
Η κριτική στο σύστημα στρεμματικής επιδότησης που ισχύει τα τελευταία είκοσι χρόνια παρουσιάζεται μέσα από παραδείγματα από την περιοχή. Η χρήση του «κληρονομικού δικαιώματος» ή της ιδιοκτησίας γης ως αποκλειστικό κριτήριο απόδοσης στηρίξεων αναδεικνύεται ως προβληματική, καθώς οδηγεί σε ανισομερή κατανομή μεταξύ παραγωγών στην ίδια περιοχή: πριμοδοτούνται άτομα που δεν συμμετέχουν ενεργά στην παραγωγική διαδικασία, ενώ παραγωγοί με μικρότερη έκταση αλλά πραγματική παραγωγή και επένδυση στην καλλιέργεια λαμβάνουν λιγότερη ή και καθόλου στήριξη. Το πρόβλημα εντείνεται από την απουσία αξιολόγησης της παραγωγικής δραστηριότητας ή της αποδοτικότητας της γης κατά την κατανομή των ενισχύσεων, αλλά και από την ευελιξία του συστήματος, που επιτρέπει σε ιδιώτες ή εταιρίες να ενοικιάζουν ή να αποκτούν εκτάσεις μόνο για να κατοχυρώσουν δικαιώματα επιδοτήσεων, χωρίς να επενδύουν ουσιαστικά στη γη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καλλιέργεια είναι είτε ελάχιστη είτε προσχηματική, γεγονός που υπονομεύει και το οικολογικό ισοζύγιο, καθώς τα ακαλλιέργητα κτήματα γίνονται εστίες εντομολογικών προσβολών και εγκατάλειψης.
Πέρα από την περιβαλλοντική υποβάθμιση, η άνιση κατανομή των επιδοτήσεων έχει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες: αποθαρρύνει τους νέους ή μικρούς αγρότες, που αν και δραστηριοποιούνται πραγματικά στον πρωτογενή τομέα, δεν βλέπουν ανταπόδοση της προσπάθειάς τους, ενώ οι διαθέσιμοι πόροι κατευθύνονται σε αδρανείς αποδέκτες. Το σύστημα, έτσι, ενισχύει τη συγκέντρωση της γης και των ενισχύσεων σε χέρια λίγων, χωρίς να υπάρχει παραγωγική ή κοινωνική ανταποδοτικότητα. Αυτή η κατάσταση συνιστά μια σαφή μορφή διανεμητικής αδικίας εντός του αγροτικού πληθυσμού και αποδυναμώνει τον στόχο της αγροτικής βιωσιμότητας.
Απόσπασμα 1
«Δηλαδή, είμαστε το σημείο, αυτοί εδώ πέρα όλοι μας, οι συγκεκριμένοι εδώ, αν πας και δεις όλα τα κτήματα είναι όλα γυαλί κάτω. Και ασχολούμαστε με την παραγωγή. Υπάρχουν όμως και άλλος που έχει 100 στρέμματα, 150 στρέμματα και δεν βγάζει ούτε 100 κιλά λάδι για το σπίτι του, το αγοράζει. Και φτάνει σε σημείο εκείνος να παίρνει 5.000 και 6.000 ευρώ επιδότηση και εγώ να παίρνω 1.500 ευρώ. Επειδή έχω 60, 70 στρέμματα. Είναι δίκαιο αυτό δηλαδή; Όχι. Δηλαδή πώς θα δώσει ώθηση σε αυτόν εκεί που είναι νέο παιδί να καλλιεργήσει;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«Μα ούτως ή άλλως δεν έκαναν τίποτα. Μπήκαν τα ενοικιαστήρια για να παίρνουν τις επιδοτήσεις και αυτά. Βάζανε και κάποιες ρίζες. Επιβάλλεται. Αυτό φέρνει αυτή η κατάσταση.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου -Προμυρίου)
Η παροχή επιδοτήσεων είναι ένα κομβικό κομμάτι στη διατήρηση της γεωργίας και της ελαιοκαλλιέργειας, καθώς εγγυάται ότι οι παραγωγοί θα λαμβάνουν κάποιο βοήθημα που δεν θα εξαρτάται αποκλειστικά από την παραγωγή τους, ενώ στόχο έχουν τη διατήρηση της παραγωγικής δραστηριότητας και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κλάδου. Η αγροτική παραγωγή είναι συνολικά ένας τομέας ευάλωτος στις καιρικές συνθήκες και τις κλιματικές μεταβολές και οι επιδοτήσεις λειτουργούν ως μηχανισμός κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος, που όμως με τα χρόνια συρρικνώνεται δραστικά.
Οι παραγωγοί αντιλαμβάνονται τον συμπληρωματικό και εγγυητικό ρόλο αυτών των ενισχύσεων, ενώ εκφράζουν κριτική για τον τρόπο κατανομής τους. Υποστηρίζουν ότι η απουσία σύνδεσης των επιδοτήσεων με την πραγματική παραγωγή αλλοιώνει τον σκοπό του μέτρου και δεν ενισχύει ούτε την ανταγωνιστικότητα ούτε την επιβίωση των μικρών εκμεταλλεύσεων. Παράλληλα, επισημαίνεται ότι η έλλειψη διαφάνειας στα κριτήρια κατανομής, η γραφειοκρατική δυσκολία πρόσβασης σε ορισμένα προγράμματα και η προνομιακή μεταχείριση μεγαλύτερων ή οργανωμένων εκμεταλλεύσεων δημιουργεί μια αίσθηση αποκλεισμού και άνισης μεταχείρισης.
Η ελλιπής διανομή των επιδοτήσεων αποτελεί έτσι μορφή διανεμητικής αδικίας, καθώς ορισμένες κοινωνικές ομάδες παραγωγών (ιδίως οι μικροκαλλιεργητές και όσοι δραστηριοποιούνται σε απομακρυσμένες περιοχές) πλήττονται περισσότερο από την απουσία στήριξης. Η απώλεια αυτών των ενισχύσεων, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, εντείνει την επισφάλεια και αποθαρρύνει την παραμονή στον πρωτογενή τομέα.
Απόσπασμα 1
«Οι επιδοτήσεις ήταν που μας στήριζαν κάθε χρόνο και αυτές έχουν φτάσει στο μηδέν, οι εξισωτικές αποζημιώσεις έχουν φτάσει στο μηδέν και δεν μπορούμε να καταλάβουμε, […], γιατί δεν βάζουν την επιδότηση πάνω στην παραγωγή; Γιατί δεν βάζουν την επιδότηση πάνω στην παραγωγή; Που και το κράτος θα κερδίσει χρήματα και ο παραγωγός θα αμειφθεί.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου-Προμυρίου)
Τα τριφασικά ελαιοτριβεία παράγουν τριών ειδών υποπροϊόντα: το ελαιόλαδο, τον πυρήνα και τον κατσίγαρο. Τα δύο τελευταία πρέπει να μεταφερθούν σε πυρηνελαιουργείο ώστε να λάβουν περαιτέρω επεξεργασία. Στην περιοχή του Προμυρίου υπάρχει μία δυσκολία στη διαχείριση αυτού του παραπροϊόντος, καθώς το πλησιέστερο πυρηνελαιουργείο βρίσκεται στον Αλμυρό (χλμ και ώρες απόσταση), το οποίο συλλέγει από όλη την περιοχή υποπροϊόντα, με αποτέλεσμα να φτάνει εύκολα σε κορεσμό. Η περιορισμένη δυναμικότητα των εγκαταστάσεων, η απουσία εναλλακτικών τοπικών υποδομών, αλλά και η άνιση γεωγραφική κατανομή των υφιστάμενων υποδομών παραγωγής ενέργειας από βιομάζα, επιτείνουν το πρόβλημα.
Η περιορισμένη χωρητικότητα των διαθέσιμων μονάδων, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό των τριφασικών ελαιοτριβείων από κάποια περιβαλλοντικά προγράμματα (καθώς ο κατσίγαρος θεωρείται ρύπος), εγκλωβίζει τον συνεταιρισμό και τα ελαιοτριβεία ως προς τον τρόπο απόρριψης. Παράλληλα, οι ασαφείς και μεταβαλλόμενες ρυθμίσεις σχετικά με την προσωρινή αποθήκευση ή μεταφορά των αποβλήτων εντείνουν την αβεβαιότητα. Ακόμα και οι εναλλακτικές που προωθούνται, όπως είναι η αξιοποίηση για την παραγωγή βιοντίζελ, καθίστανται προβληματικές, αφού οι δομές που απορροφούν τον πυρήνα και τον κατσίγαρο είναι και πάλι περιορισμένης χωρητικότητας και βρίσκονται στα Φάρσαλα. Παρότι παρέχεται ένας τρόπος μεταφοράς του υποπροϊόντος με ειδικές δεξαμενές, η παραλαβή πρέπει να γίνει στα Λεχώνια, οπότε οι συνεταιριστές πρέπει να καλύψουν μία ώρα απόσταση από το ελαιοτριβείο προς τον χώρο παραλαβής. Η απουσία ειδικού εξοπλισμού, το αυξημένο κόστος μεταφοράς, καθώς και η έλλειψη θεσμικής στήριξης για επενδύσεις σε μέσα μεταφοράς και υποδομές είναι παράγοντες που καθιστούν δύσκολη την επένδυση σε βιώσιμες λύσεις. Έτσι, το βάρος της διαχείρισης μετακυλίεται δυσανάλογα στους τοπικούς παραγωγούς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υλική και γεωγραφική δυνατότητά τους να ανταποκριθούν.
Απόσπασμα 1
«Η διεύθυνση βιομηχανίας και το περιβάλλον μας έχουν τρελάνει. Τα διφασικά πρέπει όπως φεύγουν πυρήνας όλα μαζί, νερά, πυρήνας όλα μαζί, σε πολτός. Εγώ έχω 30 τόνους το 24ωρο. […] Το πυρηνελαιουργείο όταν είναι φουλαρισμένο, όταν δουλεύει στρέιτ, θα μου πει ότι “Στοπ, δεν σου στέλνω αμάξι να τα πάρει, μη μου τα φέρεις, είμαι κομπλέ”. Εγώ τι να τα κάνω. Μα δεν μπορεί να τα διαχειριστεί. Θα γεμίσει το τόπο. Πριν από τέσσερα χρόνια, όλος ο Αλμυρός είχε βουλιάξει στο λύμα. Λοιπόν, όταν πάμε τριφασικά, έχω τον πυρήνα και έχω το λύμα, το νερό. Αυτό, δεν μας δίνουν περιβαλλοντολογικά, να τα αποθηκεύουμε. Μας δίνουν, δεν μας δίνουν. Τώρα μας λένε να τα παίρνουν τα βιοντίζελ. Τα βιοντίζελ, φέτος μας είπαν ότι θα τα παίρνει το βιοντίζελ και δεν έχετε κανένα θέμα. Μα το βιοντίζελ από τα Φάρσαλα δεν έρχεται εδώ σε εμάς. Έρχεται μέχρι Λεχώνια. Από Λεχώνια και κάτω δεν έρχεται. […] Και μέχρι τα Λεχώνια εγώ πώς θα το πάω; Όχι μόνο εγώ. Τρία ελαιοτριβεία που είναι στην περιοχή.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου-Προμυρίου)
Σε συνδυασμό με το δύσκολο ανάγλυφο, τον κατακερματισμένο κλήρο και την αποσύνδεση της παραγωγής από τις επιδοτήσεις, διαπιστώνεται έντονη απαισιοδοξία σχετικά με το μέλλον τόσο της ελαιοκομίας, όσο και της συνολικής διαβίωσης στην περιοχή. Παρότι ο συνεταιρισμός είναι σχετικά νέος (μετρά 13 έτη λειτουργίας), τα κίνητρα φαίνεται να είναι η αναζήτηση των βέλτιστων λύσεων σε έναν βραχυχρόνιο ορίζοντα, χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις για το μέλλον. Οι συνεντευξιαζόμενοι τόνισαν ότι στόχος τους είναι «να επιβιώσουν», αποδεχόμενοι τις τρέχουσες δυσκολίες και τα εμπόδια. Η εγκατάλειψη δεν έχει να κάνει μόνο με την καλλιέργεια, αλλά και με τη ζωή στην ύπαιθρο, καθώς συνδέεται με αδυναμία εξασφάλισης ενός μόνιμου και σταθερού εισοδήματος. Η ελαιοκαλλιέργεια στη συγκεκριμένη περιοχή δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη στη διαχείριση λόγω ανάγλυφου και ελλιπών υποστηρικτικών υποδομών (όπως δίκτυα άρδευσης και αγροτική οδοποιία) και λειτουργεί ως συμπληρωματικό εισόδημα. Λόγω αυτών των δυσκολιών ο νεότερος πληθυσμός δεν επιστρέφει στην ύπαιθρο, προτιμώντας να μείνει στα αστικά κέντρα όπου υπάρχει έστω μία εξασφαλισμένη πηγή σταθερού εισοδήματος. Αντίθετα, οι αγροτικές εργασίες μπορεί να αποφέρουν μεγαλύτερα έσοδα, αλλά έχουν μεγάλο βαθμό ευαλωτότητας. Έτσι, δεν επέρχεται η ανανέωση γενεών στις περιφερειακές περιοχές, οι οποίες συμβάλλουν στην επίτευξη στόχων SGGs (2.3, 2.4, 8.6, 8.9). Αυτή η διαπίστωση συνάδει με τη γενικότερη εικόνα της Ελλάδας, όπου ο μέσος όρος ηλικίας των αγροτών είναι 57 έτη, ενώ μόλις το 11% είναι κάτω των 40 ετών (Eurostat, 2020), κάτι που δείχνει έλλειψη διαδοχής στον κλάδο και αυξημένο κίνδυνο εγκατάλειψης των αγροτικών γαιών. Ωστόσο, όπου υπάρχουν μέτρα αντιμετώπισης και ενίσχυσης της συμμετοχής νέων στον αγροτικό τομέα, μέσα από το πρόγραμμα νέοι αγρότες, υπάρχουν άλλα προβλήματα που θα εξεταστούν αργότερα.
Απόσπασμα 1
«Πλέον, από ό,τι βλέπεις εδώ, είμαστε οι τελευταίοι. Νέος άνθρωπος δεν ασχολείται γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει. Έχουμε τώρα δύο χρόνια τίποτα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Απόσπασμα 2
«Το μεγαλύτερο ποσοστό πάντως εδώ στην περιοχή μας άρχισε να εγκαταλείπει τα κτήματα. Αν κάνουμε μια γύρα θα δείτε ότι ένα 30-40% άρχισε να γίνεται δασάκια. […] Ναι, γιατί τα παιδιά τους προτιμάνε να πάνε να πάρουν 8 κατοστάρικα, 8 κατοστάρικα όμως, θα τα πάρουν τα 8 κατοστάρικα κάθε μήνα. Εδώ δεν ξέρει πότε και τι θα πάρει. Έτσι. Και τώρα πίσω είμαστε, ο μπάρμπα Μήτσος είναι συνταξιούχος. Έτυχε ο γιος του να κάτσει εδώ πέρα, ασχολείται με τα χωράφια, κάνει και οικοδομή. Ο Μάκης, τα παιδιά του έχουν φύγει. Τα δικά μου τα παιδιά έχουν φύγει. Ο Τάκης, μείναμε, τελειώσαμε. Τελειώνουμε σιγά σιγά. Ο Γιώργος, τελειώνουμε εμείς. Πίσω δεν έχουμε συνέχεια. […] Δηλαδή, να πω εγώ στα παιδιά μου, δεν μιλάω για τους υπόλοιπους, λέω γι’ εμένα. Να πω εγώ στα παιδιά μου να έρθουν να μείνουν εδώ, να κάνουν τι; Πώς θα επιβιώσουν;»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με αγρότες στην περιοχή του Νοτίου Πηλίου – Προμυρίου)
Η σταδιακή απώλεια του χρωματισμού στα μήλα των χαμηλών ζωνών αποτελεί ήδη ένα σαφές σημάδι της άνισης προσαρμοστικής ικανότητας διαφορετικών περιοχών απέναντι στις νέες κλιματικές συνθήκες. Οι παραγωγοί βιώνουν, με άμεσο και απτό τρόπο, ότι η ίδια καλλιέργεια, στην ίδια γεωγραφική ενότητα, υπόκειται σε άνισες περιβαλλοντικές πιέσεις ανάλογα με το υψόμετρο. Αυτό δεν συνιστά μόνο οικονομική υποβάθμιση για όσους βρίσκονται στα χαμηλά, αλλά και μια βαθύτερη μορφή αδικίας: η σταδιακή αδυναμία διατήρησης της ποιότητας της παραγωγής παραμένει αόρατη στις πολιτικές ή κοινωνικές αναγνωρίσεις του προβλήματος. Έτσι, η κλιματική αλλαγή δεν πλήττει μόνο την παραγωγή ως μέγεθος, αλλά εισάγει και νέες, άτυπες ανισότητες, οδηγώντας σε μια συνθήκη αδικίας μη αναγνώρισης.
Απόσπασμα 1
«-Οπότε δεν υπάρχουν σκέψεις για να αλλάξει ριζικά. Ας πούμε εμπλουτισμού με άλλες καλλιέργειες, άλλες ποικιλίες…[…]
-Και λόγω της κλιματικής αλλαγής. Κάποια ζώνη ας πούμε, η πρώτη ζώνη που λέμε εμείς, που είναι πιο χαμηλά, προς τη θάλασσα, το κόκκινο κάποια στιγμή αρχίζει και…
-Χάνει το χρωματισμό του λόγω κλιματικής διαφοράς, όταν περάσουν κάποια χρόνια. Που δεν παρουσιάζεται στη δεύτερη και στην τρίτη ζώνη ψηλά.
-Το υψόμετρο είναι ποιοτική παράμετρος στο κόκκινο μήλο. Δηλαδή όσο πιο ψηλά, όσο πιο καλή ποιότητα.
-Έχουμε στραφεί σε άλλες ποικιλίες, Γκαλά, Φούτζι, ακτινίδιο. Τώρα τελευταία παρουσιάζεται λίγο…[…] Εντάξει, αλλαγή στα κόκκινα κάνουμε εδώ και είκοσι χρόνια τώρα, αλλάζουμε, κάποιοι συνηθίζουν, βάζουμε…
-Πότε άρχισαν να εντοπίζονται ζητήματα και να σκέφτεστε να αλλάξετε την ποικιλία, το δέντρο…
-Τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια όπως όλος ο πλανήτης. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Είδατε με τον καιρό τι πάθαμε…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Οι παραγωγοί αναδεικνύουν με σαφήνεια το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις πραγματικές απαιτήσεις της βιολογικής καλλιέργειας και στην εικόνα που έχει διαμορφωθεί στη δημόσια σφαίρα – και ειδικά στους καταναλωτές. Πολλοί θεωρούν εσφαλμένα τα βιολογικά προϊόντα ως «αψέκαστα», αγνοώντας ότι πρόκειται για καλλιέργειες που απαιτούν αυστηρή τήρηση πρωτοκόλλων, εντατική φροντίδα και χρήση εγκεκριμένων φυσικών σκευασμάτων. Συχνά, μάλιστα, οι παρεμβάσεις είναι περισσότερες απ’ ό,τι στη συμβατική γεωργία. Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη απαξιώνει τον κόπο και την τεχνική επάρκεια των βιοκαλλιεργητών. Οι καταναλωτές απορρίπτουν προϊόντα για αισθητικούς λόγους, όπως είναι ένα σημάδι ή μια ατέλεια στο μήλο, χωρίς να κατανοούν τι σημαίνει καθαρότητα στη βιολογική γεωργία. Έτσι, δημιουργείται μια αδικία αναγνώρισης: η εργασία, η γνώση και η προσπάθεια των παραγωγών δεν αναγνωρίζονται ως έγκυρες ή αξιόλογες από το καταναλωτικό σύστημα, καθώς οι πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν το περιορισμένο ενδιαφέρον των Ελλήνων καταναλωτών για βιολογικά προϊόντα. Παρότι έχει αυξηθεί η διαθεσιμότητα βιολογικών προϊόντων (υπολογίζονται στους 5.000 κωδικούς), η αύξηση κατανάλωσης έχει παρουσιάσει περιορισμένη αύξηση, από 2% το 2002 σε 6-10%, και η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση βιολογικών προϊόντων στην Ευρώπη (ΕΕΣ, 2024), με την αυξημένη τιμή να αποτελεί έναν από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες, καθώς σε σχετική έρευνα μόλις το 29% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι δεν θα τους ενοχλούσε να πληρώνουν υψηλότερη τιμή για την αγορά βιολογικών τροφίμων (Focus Bari, 2024). Τα στοιχεία επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι οι Έλληνες καταναλωτές αποδίδουν χαμηλότερη σημασία στη διαδικασία πιστοποίησης των τροφίμων σε σύγκριση με καταναλωτές άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Eurobarometer, 2022).
Οι αντιστάσεις των καταναλωτών δεν είναι απλώς ζήτημα ελλιπούς πληροφόρησης· αποτελεί ένδειξη της δομικής απουσίας διαύλων ουσιαστικής επικοινωνίας ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση. Ούτε η Πολιτεία, ούτε οι θεσμοί, ούτε η αγορά έχουν επενδύσει στη διαμεσολάβηση αυτής της σχέσης, αφήνοντας τους παραγωγούς εκτεθειμένους σε καταναλωτές που απαιτούν «καθαρά» προϊόντα, χωρίς να κατανοούν τι σημαίνει αυτό στην πράξη. Η μη κατανόηση του κόστους, των πρακτικών και των ιδιαιτεροτήτων της βιολογικής καλλιέργειας οδηγεί σε μια αδικία αναγνώρισης, αφού η εμπειρία, ο κόπος και η εξειδίκευση των βιοκαλλιεργητών παραβλέπονται. Έτσι, υπονομεύεται όχι μόνο η προσπάθεια των παραγωγών, αλλά και η συνολική προοπτική της βιολογικής γεωργίας ως βιώσιμης επιλογής.
Απόσπασμα 1
«Αν δώσουμε εμείς τώρα βιολογικό, κι εμείς κι όποιος άλλος παραγωγός, σε όλη την Ελλάδα, οποιοδήποτε προϊόν. Οι καταναλωτές είναι ανεκπαίδευτοι. Όλοι νομίζουν ότι το βιολογικό είναι αψέκαστο προϊόν. Είναι σοβαρό μύθευμα αυτό. Για το πώς κινείται η αγορά που λέει η κυρία *** εδώ πέρα. Ότι δεν έχει πληροφόρηση. Δηλαδή εγώ το αντιμετωπίζω πολύ τακτικά, ας πούμε. Βιολογικά, αυτά δεν τα ψεκάζουν. Τα ψεκάζουν περισσότερο αυτά, το θέμα είναι τι ρίχνουν, τι σκευάσματα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«Εντάξει, ότι είναι πιο δύσκολα, είναι πιο δύσκολα, δεν διαφωνώ. Αλλά η Ζαγορά θεωρώ ότι έχει κάποια υπέρ, που είναι το κλίμα, κυρίως, είναι τα δάση […], και θεωρώ ότι πιο εύκολα μπορούν να εφαρμόσουν τη βιολογική, να ισορροπήσουν δηλαδή και να πάνε στην βιολογική. Απλά έχουν αυτές τις δυσκολίες που σου ανέφεραν και έχουν δίκιο σε αυτό, που τους ανεβάζει και το κόστος και τον χρόνο που πρέπει να ασχοληθούν και όλα αυτά. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει εξέλιξη. Ξέρεις όμως τι γίνεται με τη βιολογική. Θα πρέπει και ο κόσμος να κατανοήσει, και ο καταναλωτής, κάποια πράγματα και σε αυτό δεν έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία και προσοχή, κακά τα ψέματα. Δηλαδή, ο καταναλωτής θα πρέπει να καταλάβει ότι ένα μήλο με δύο στιγματάκια επάνω, τα οποία δεν είναι ασθένεια, δεν είναι σάπισμα, δεν θα τον επιβαρύνουν. Δηλαδή είναι κάτι, ας πούμε, ένα χτυπηματάκι καρπόκαψας, πολύ ψιλό π.χ., λέω εγώ. Το βλέπει ο καταναλωτής, λοιπόν, είναι βιολογικό το προϊόν και λέει “αυτό έχει πρόβλημα, εγώ δεν το τρώω, δεν το παίρνω”. Δεν είναι δυνατόν να βγάλεις βιολογικό προϊόν και να είναι άψογο, εμφανισιακά. Ποιοτικά μπορεί να είναι το ίδιο… […] Και ο καταναλωτής από τη μια διαμαρτύρεται και λέει ότι εγώ θέλω λιγότερα φάρμακα, θέλω βιολογικό προϊόν, θέλω το ένα. Αλλά δεν έχει εκπαιδευτεί σε αυτό το κομμάτι. Δεν έχει τις γνώσεις ίσως. Δηλαδή θα πρέπει να γίνει σχετική καμπάνια και το κράτος να βοηθήσει και όλοι μας αυτό, ώστε να κατανοήσουμε ότι αυτά τα προϊόντα θα έχουν λίγο σκουριά, που λέμε εμείς, λίγο σκουρίαση επάνω. Δεν είναι τίποτα η σκουρίαση πάνω στο προϊόν, τη στιγμή που δεν έχεις φάρμακα και τρως καθαρό φρούτο.»
(Απόσπασμα από συνέντευξη με πρώην επιστημονικό προσωπικό του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς)
Απόσπασμα 3
«Η κατανάλωση δεν ξέρουμε αν υπάρχει των βιολογικών. Γιατί όλοι συζητάμε για βιολογικά, αλλά ξέρετε πόσο δύσκολα τα βιολογικά μπαίνουν στα ράφια των μαγαζιών;»
(Απόσπασμα από συζήτηση με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Ο συνδυασμός χωροταξικού κορεσμού και θεσμικών περιορισμών που ορίζει το ΠΟΠ μπορεί να δημιουργήσει ένα σύνολο διανεμητικών αδικιών. Σύμφωνα με τους παραγωγούς και τους συνεντευξιαζόμενους, η συνολική διαθέσιμη γη για μηλοκαλλιέργεια έχει εξαντληθεί πλήρως, τονίζοντας ότι δεν υπάρχει έδαφος για περαιτέρω φυτεύσεις . Ο συνεταιρισμός δεν έχει δυνατότητα επέκτασης ούτε προς άλλες περιοχές ούτε μέσω εντατικότερων μεθόδων καλλιέργειας, καθώς τα όρια στρεμματικής απόδοσης είναι ήδη το ανώτερο που μπορεί να επιτευχθεί, παρότι οι παραγωγοί προσπαθούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα με διάφορα μέσα, όπως είναι η όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική άρδευση. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν όμορες εκτάσεις με αγροτικό παρελθόν, η σημερινή δασική τους κατάταξη λειτουργεί αποτρεπτικά για οποιαδήποτε αγροτική αξιοποίηση, στερώντας από τους παραγωγούς τη δυνατότητα οριζόντιας επέκτασης. Η αντικατάσταση δέντρων που γίνεται αφορά κυρίως άρρωστο φυτικό κεφάλαιο και τη μετάβαση σε δέντρα με νάνο υποκείμενο, κάτι που αποτυπώνει μια τάση τεχνολογικής προσαρμογής εντός των υπαρχόντων ορίων. Παράλληλα, η γεωγραφική και ποιοτική σταθερότητα που επιβάλλει το ΠΟΠ, με την περιορισμένη ζώνη (Ζαγορά, Πουρί, Μακρυρράχη) και τα αυστηρά κλιματικά και εδαφολογικά κριτήρια, λειτουργεί ως μηχανισμός περιορισμού της καλλιέργειας στα προδιαγεγραμμένα όρια. Παρότι υπάρχει επιθυμία για αύξηση της παραγωγής, αναγνωρίζεται η πιεστική ανάγκη προσαρμογής σε νέες και μεταβαλλόμενες κλιματικές, αγροτικές και εμπορικές συνθήκες και συνολικά υπάρχει συναινετική αποδοχή της διατήρησης των περιορισμών που τίθενται από τις προδιαγραφές ΠΟΠ. Τα όρια δεν αμφισβητούνται και δεν προβλέπεται να επεκταθούν, κάτι που υποδεικνύει ότι προτεραιότητα είναι η διασφάλιση της ποιοτικής σταθερότητας του προϊόντος.
Απόσπασμα 1
«-Το λέω γιατί από το που καταλαβαίνω δεν υπάρχει στόχος να αυξηθεί η παραγωγή του συνεταιρισμού. Αν υπήρχε, αν υπήρχαν οι αποθήκες, αν υπήρχαν τα ψυγεία…
-Δεν είναι θέμα στόχου. Να αυξηθεί η παραγωγή του συνεταιρισμού. Δεν υπάρχει δυνατότητα να αυξηθεί. Όχι, δεν υπάρχει.
-Δεν υπάρχει έδαφος.
-Δεν υπάρχει έδαφος.
-Ό,τι μπορούσε να καλλιεργηθεί, έχει καλλιεργηθεί.
-Ούτε να επεκταθεί ο συνεταιρισμός περαιτέρω;
-Δεν μπορεί να πάει περαιτέρω. Όχι εκτός Νομού, σε άλλο χωριό. Το έχει καλύψει όλο, τέλος.
-Δηλαδή, πιο εντατική καλλιέργεια δεν μπορεί να γίνει εν ολίγοις στο μήλο.
-Όχι.
-Και πέρα από όλο αυτό, υπάρχουν και άλλοι παράγοντές. Είναι και κλιματικοί παραγωγές.
-Πέρα από αυτό. Δεν έχουμε έδαφος. Δεν έχει, δεν υπάρχει άλλο έδαφος. Τα στρέμματα έχουν και έναν περιορισμό του ΠΟΠ. Αυτό είναι το ανώτερο που βγάζει κάθε στρέμμα. Το έχουμε φτάσει.
-Μόνο σε μέθοδο, δηλαδή. Να πετύχουμε, δηλαδή, τρεις τόνους στο στρέμμα, να κάνουμε τρίαμισι. Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτή η δυνατότητά.[…] Περισσότερη απόδοση, ανά μονάδα εδάφους. Προσπαθεί ο κόσμος με την καλλιέργεια να ανεβάσει…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«Πολλά χωράφια δεν έχουμε στην περιοχή. Ό,τι μπορούσε να καλλιεργηθεί, έχει καλλιεργηθεί. Να καθαρίσεις ένα δάσος από καστανιές πια δεν επιτρέπεται, ούτε καν από το δασαρχείο. Επομένως, τα τελευταία 20 χρόνια θα έλεγα, το πολύ, από το 2000 ας πούμε και μετά, έγινε μια μεγάλη, πολύ μεγάλη αλλαγή στην περιοχή. Βγήκαν τα παλιά τα δέντρα που ήταν τεράστια δέντρα, πολύ δύσκολα να τα μαζέψεις, να τα κλαδέψεις, να τα αραιώσεις, να τα ψεκάζεις, ήταν βουνά, πάνω πολύ μεγάλα δέντρα, τα βγάλανε και βάλανε σε νάνο υποκείμενο που είναι ανθεκτικό στην επαναφύτευση, πάνω τα καινούργια τα δέντρα. Έτσι γίνεται πάρα πολύ πιο εύκολα η δουλειά τους τώρα. Μιλάμε ότι είναι παιχνιδάκι να κάνεις αραίωμα, παιχνιδάκι να ψεκάσεις, όλα είναι παιχνιδάκι τώρα πια γι αυτούς, μπροστά στον αγώνα που τραβούσανε παλιά.»
(Απόσπασμα από συνέντευξη με ερευνητή που συνεργάζεται με τον Συνεταιρισμό Ζαγοράς)
Απόσπασμα 3
«-Εγώ θέλω να ρωτήσω τις προϋποθέσεις του ΠΟΠ. Και πώς έχει φτάσει η πρακτική σήμερα. Αλλά οι προϋποθέσεις… Καταρχάς, η τοπικότητα πού ορίζεται στον ΠΟΠ εδώ; Δηλαδή η γεωγραφική προέλευση πού σταματάει;
-Είχα την πρόνοια τότε και είχα βάλει τη Ζαγορά, Πουρί και Μακρυρράχη.
-Α, εκεί. Πιο πέρα δεν είναι, είναι άλλο. Άλλος κόσμος. Θέλω να πω ότι ισχύει ακόμα και σήμερα.
-Αυτή η γεωγραφία, ναι.
-Εδαφολογικά και κλιματολογικά. Ισχύει αυτό;
-Δεν είναι αυθαίρετο τελείως. Το υπόλοιπο Πήλιο έχει επίσης πολύ καλά προϊόντα, αλλά στο Νότιο Πήλιο, ξέρω εγώ, κάνουν καλά αχλάδια, κυδώνια.
-Φιρίκια, φιρίκια.
-Και φιρίκια. Το μήλο το κόκκινο είναι αυτή η ζώνη εδώ το ανατολικό Πήλιο. Καταλαβαίνεις, ανατολικό βόρειο. Συνήθως αυτή η ζώνη.
-Οι κλιματικές συνθήκες είναι ιδιαίτερες στο ανατολικό Πήλιο. Διαφέρουν…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Το μεγαλόκαρπο μήλο Στάρκινγκ είναι απόλυτα ταυτισμένο με την αγροτική ζωή της Ζαγοράς. Όμως υπάρχουν κι άλλα μεγέθη, τα οποία ξεφεύγουν από την τυπική εικόνα του συμβόλου- brand. Η αύξηση της παραγωγής μικρόκαρπων μήλων στη Ζαγορά σχετίζεται άμεσα με την αλλαγή κλιματικών και περιβαλλοντικών συνθηκών – ξηρασία, έλλειψη νερού, φτωχότερα εδάφη. Παρότι το μικρό μήλο που διακινεί ο συνεταιρισμός είναι ίδιας ποιότητας με το μεγάλο, υποτιμάται εμπορικά, με τη διαφοροποίηση να εντοπίζεται αποκλειστικά στο μέγεθος, όχι στην ποιότητα ή στη διαδικασία παραγωγής, η οποία παραμένει ίδια σε όλα τα στάδια: χειρωνακτική συλλογή, διαλογή, συσκευασία, πιστοποίηση. Ωστόσο, το μικρό μήλο διατίθεται σε σαφώς χαμηλότερη τιμή, γεγονός που δεν αντανακλά την πραγματική του αξία αλλά μια καταναλωτική προκατάληψη που ταυτίζει το μεγάλο μέγεθος με την ανώτερη ποιότητα. Οι παραγωγοί αναγνωρίζουν την ανάγκη για νέα εμπορικά δίκτυα και στρατηγικές marketing, καθώς η πραγματικότητα της παραγωγής αλλάζει. Το μικρό μήλο μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα, αφού σπαταλιέται λιγότερο, είναι πιο πρακτικό στην κατανάλωση και εξυπηρετεί διαφορετικά καταναλωτικά πρότυπα, όπως επισημαίνεται από τη ζήτηση σε αγορές του εξωτερικού, όμως αυτή η νέα πραγματικότητα φέρνει την ανάγκη για διαφορετικές πρακτικές και προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Απόσπασμα 1
«- Και έχει και φτηνότερο μήλο ο συνεταιρισμός. Είναι η ακριβή μας κατηγορία, η ναυαρχίδα, ας πούμε. Υπάρχει και φθηνότερο μεσαίο, μικρό μέγεθος. Δηλαδή, μπορεί και ο φτωχότερος να φάει Ζαγορίν. Ακριβώς η ίδια ποιότητα, μικρότερο μέγεθος.
-Άλλη κατηγορία διαλογής, ας πούμε.
-Όχι, όχι. Όχι άλλη ποιότητα.
-Ίδια ποικιλία, άλλη διαλογή, πιο μικρό. Αυτό πάλι με αυτοκόλλητο.
-Όλα κανονικά. Όλη η διαδικασία. Η διαδικασία από το κάτω μέχρι το λουξ είναι ίδια.
-Ποιοτικά είναι στο ίδιο, απλά είναι πιο μικρό στο μέγεθος. Για μένα είναι, πολύ καλύτερο να έχει μικρό μήλο. Οι Γερμανοί τρώνε πάρα πολύ τα μικρά, τα μήλα. Πάνε ένα τρέξιμο έτσι, τάκ, ένα μήλο, πετάξαμε.
-Σπαταλιέται λιγότερο.
-Το δίνουμε φθηνό πραγματικά, αυτό το μήλο το μικρό. Και έχει και το πιο μικρά.
-Τα δεύτερα που λέμε.
-Είναι και στην κουλτούρα. […]
-Ναι, τα δουλεύουμε και άλλες συσκευασίες.
-Και σακουλάκι και διχτάκι και…
-Έχει συσκευασίες διαφορετικές.
-Μόνο το μέγεθος αλλάζει. Η ποιότητα είναι το ίδιο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Η καταστροφή κρίσιμων υποδομών στη Ζαγορά από την κακοκαιρία «Ντάνιελ» ανέδειξε σοβαρές ανισότητες στην πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Οι παραγωγοί περιγράφουν την πλήρη καταστροφή αρδευτικών δικτύων -αντλιοστάσια, δεξαμενές, λάστιχα- τα οποία είχαν δημιουργηθεί με σημαντικές επενδύσεις και προσδοκίες. Μετά την πλημμύρα, όχι μόνο δεν προχώρησε ουσιαστική αποκατάσταση, αλλά οι παρεμβάσεις που έγιναν ήταν πρόχειρες και προσωρινές, χωρίς κρατική στήριξη, τουλάχιστον έως την περίοδο των συνεντεύξεων, τον Απρίλιο του 2024. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί έμειναν εκτεθειμένοι σε τεράστια λειτουργικά κόστη και κινδύνους απώλειας της παραγωγής, χωρίς ίση προστασία ή υποστήριξη.
Παράλληλα, εκτεταμένες ζημιές σημειώθηκαν και στο οδικό δίκτυο, με την κατάρρευση γεφυρών, τη διακοπή πρόσβασης προς τα χωριά και σοβαρές καταστροφές στο οδόστρωμα. Η διανομή των προϊόντων επηρεάστηκε άμεσα: οι νταλίκες αδυνατούσαν να προσεγγίσουν κανονικά τα σημεία φόρτωσης, με αποτέλεσμα η μεταφορά να γίνεται αποσπασματικά, υπό συνθήκες επισφάλειας. Οι διαδικασίες φόρτωσης και μεταφοράς επιβραδύνθηκαν σημαντικά, καθώς απαιτούσαν παρακάμψεις μέσω πρόχειρων ή ελλιπώς αποκατεστημένων διαδρομών, γεγονός που αύξησε το κόστος και τον χρόνο διανομής και επιβάρυνε περαιτέρω την ήδη πιεσμένη παραγωγική δραστηριότητα.
Απόσπασμα 1
«-Έγιναν μεγάλες ζημιές. Αντλιοστάσια, έφευγε το νερό προς τα πάνω, το οποίο δεν υπάρχει τίποτα. Εξαφανίστηκαν όλα. Από την πλημμύρα. Αντλιοστάσιο, δεξαμενές, λάστιχα […].
– Εδώ, ό,τι έγινε για να γλιτώσει η παραγωγή ήταν πρόχειρες, προσωρινές αποκαταστάσεις, πάλεψαν πολύ.
-Αν πήγατε για το Πουρί τίποτα, μια γέφυρα την έχει πάρει και κάναμε ένα πρόχειρο για να περάσουμε μέσα στο ρέμα, το οποίο έμεινε όλο τον χειμώνα μετά. Είπαμε ότι ήταν για να περάσουμε μόνο τα μήλα. Και όλο τον χειμώνα κράτησε γιατί δεν έβρεξε.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«-Ρωτήσατε ποιες είναι τα προβλήματα του Ντάνιελ και είπατε μόνοι σας ότι το οδικό δίκτυο είναι δύσκολο.
-Και εμείς απορούσαμε, πώς φεύγουν οι νταλίκες;
-Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, γινόταν η εξαγωγή μας με τις νταλίκες μας. Τώρα, τις νταλίκες μας, στην πρώτη γέφυρα πριν το χωριό, τις μεταφέρουμε.
-Φεύγει πρώτο το τριαξονικό και φεύγει από πίσω η ριμούλκα.
-Στενό ήταν και τότε…
-Στενό ήταν και τότε… Αλλά τώρα… Παραστένεψε…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Η περιορισμένη πρόσβαση σε νερό στη Ζαγορά συνιστά ένα πεδίο έντονων διανεμητικών αδικιών, καθώς δεν εξασφαλίζεται ισότιμη δυνατότητα άρδευσης για όλους τους παραγωγούς. Παρά τη σημασία του νερού για την καλλιέργεια μήλων, καθώς είναι μια καλλιέργεια με αυξημένες ανάγκες, οι υποδομές δεν είναι ομοιόμορφα ανεπτυγμένες σε όλα τα χωριά της περιοχής. Σύμφωνα με τους ίδιους τους παραγωγούς, μόνο στη Ζαγορά λειτουργούν κάποια δίκτυα, ενώ στα υπόλοιπα χωριά τα έργα είναι υποτυπώδη. Αυτή η άνιση κατανομή σημαίνει ότι αγρότες σε ορισμένες περιοχές ξεκινούν από μειονεκτική θέση, χωρίς επαρκή ή σταθερή παροχή νερού, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την παραγωγική τους ικανότητα και εισόδημα. Κάποιοι παραγωγοί μαστεύουν πηγές και τις χρησιμοποιούν για πότισμα, ενώ άλλοι έχουν μηδενική πρόσβαση, κάτι που επηρεάζει δραματικά την παραγωγή των δέντρων. Είναι παραδεκτό ότι ένα καλύτερη σύστημα άρδευσης θα βελτίωνε σημαντικά την παραγωγή, αλλά οι λιγοστές υποδομές και η περιοδική χρήση των φυσικών ρεμάτων από ορισμένους παραγωγούς φέρνουν περιορισμένα αποτελέσματα.
Η καταστροφή κρίσιμων αρδευτικών υποδομών από την κακοκαιρία Ντάνιελ επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση. Οι παραγωγοί περιγράφουν πώς έργα που έγιναν με κόπο και υψηλό κόστος καταστράφηκαν ολοσχερώς, χωρίς να υπάρχει κάποια ουσιαστική αποκατάσταση ή ενημέρωση από το κράτος. Όσοι δεν διαθέτουν ιδιωτικές εναλλακτικές, όπως δεξαμενές, βρίσκονται πλέον χωρίς νερό – και κατά συνέπεια χωρίς παραγωγή. Επιπλέον, η δυνατότητα άντλησης νερού από υδροφορείς, ενώ δεν απαγορεύεται θεσμικά, είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η ανάπτυξη νέων γεωτρήσεων υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς και απαιτεί ειδική αδειοδότηση. Η εξάρτηση της παραγωγής από το αν θα βρέξει υπογραμμίζει την ευαλωτότητα του τοπικού αγροτικού μοντέλου, ενώ οι μικροί παραγωγοί, με περιορισμένα μέσα και χωρίς περιθώρια απωλειών, πλήττονται δυσανάλογα. Ένα συντονισμένο σχέδιο διαχείρισης των υδάτινων πόρων, προσαρμοσμένο στη γεωγραφική πολυπλοκότητα της περιοχής, δεν έχει μεταφραστεί σε βιώσιμες τεχνικές λύσεις με κρατική υποστήριξη. Επιπλέον, μετά από φυσικές καταστροφές, η αποκατάσταση των υποδομών φαίνεται να κωλυσιεργεί σημαντικά.
Απόσπασμα 1
«-Οι απαιτήσεις του μήλου για νερό;
-Μεγάλες.
-Και εσείς τις καλύπτετε αυτές από τοπικά ρέματα;
-Ή πηγές του βουνού. […]
-Κοιτάξτε. Μελέτες γίναν σε δύο δίκτυα, μόνο στη Ζαγορά έχουν γίνει. Εδώ και κάποια χρόνια. Τα οποία λειτουργούν καλά. Από εκεί και πέρα δεν έχει γίνει κάτι άλλο. Γίνονται υποτυπώδη.
-Μόνιμη απαίτηση του κόσμου είναι αυτό. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε πρέπει οι πηγές να μαζευτούν σωστά, να γίνουν κλειστά κυκλώματα και στα τρία χωριά και να διαχειριζόμαστε το νερό σωστά. Εδώ στην απέναντι περιοχή έχει γίνει ένα πολύ μεγάλο έργο αξίας ενός εκατομμυρίου. Αντλιοστάσια, έφευγε το νερό προς τα πάνω, το οποίο δεν υπάρχει τίποτα. Εξαφανίστηκαν όλα. Από την πλημμύρα. Αντλιοστάσιο, δεξαμενές, λάστιχα…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«-Εντάξει, εμείς εδώ δεν κάνουμε αυτό που λέμε με γεωτρήσεις και τέτοια πράγματα.
-Απαγορεύονται. […]
-[Από τον Ντάνιελ] Καταστραφήκαν όλα τα αρδευτικά δίκτυα που υπήρχαν. Ό,τι σοβαρό υπήρχε, ό,τι είχε γίνει σωστό, είναι διαλυμένο αυτή τη στιγμή. Και δυστυχώς μπήκαμε σε μια καλλιεργητική περίοδο και δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί, με ένα πολύ δύσκολο χειμώνα, που δεν είχαμε καθόλου νερά.
-Άρα έχετε πρόβλημα και για να ποτίσετε.
-Ναι, ναι, ναι. Θα έχουμε πρόβλημα. Και για την ύδρευση.
-Καταστράφηκε ό,τι σωστό υπήρχε. Τα σοβαρά δίκτυα που είχαν γίνει με πολλά λεφτά και με πολύ κόπο και με μεγάλη προσμονή από τον κόσμο που την περιμέναν χρόνια ολόκληρα έχουν τιναχθεί στο αέρα. Δεν ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι.
-Κι ούτε έχετε ενημέρωση, μέχρι στιγμής;
-Θέλουν λάστιχα καινούργια. Αυτά προϋποθέτουν μελέτες. Το κράτος κωλυσιεργεί.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 3
«-Θα έχουμε προβλήματα πολλά. Και στο νερό, το οποίο δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει. Αν βρέχει το καλοκαίρι, αν βρέχει, μας βγάλει ένα, δύο νερά και σωθεί κάποια παραγωγή. Ειδάλλως, αν πάει έτσι ξηρασία συνέχεια…
-Δεν θα μιλάμε για παραγωγή του χρόνου.
-Κι από τους εχθρούς στις καλλιέργειες….
-Μην παρακαλάς για βροχή καθόλου. Άστο…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 4
«Το κόκκινο χρώμα επηρεάζεται από την υγρασία, επηρεάζεται από τις χαμηλές θερμοκρασίες κοντά στη συγκομιδή και το αγροτοδασικό περιβάλλον το βοηθάει αυτό πολύ. Η ανάπτυξη ζιζανίων το βοηθάει αυτό πολύ. Αν είχαμε και πολύ νερό να ποτίζουμε με μπεκ και τέτοια, να δροσίζουμε ακόμα περισσότερο… Λόγω της κλιματικής κρίσης τώρα ζεσταίνει πολύ τους τελευταίους μήνες εκεί και θα έχουμε προβλήματα και έχουμε ήδη προβλήματα, θα είχαμε πιο κόκκινα, πιο τραγανά μήλα.»
(Απόσπασμα από συνέντευξη με ερευνητή συνεργαζόμενο με τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ζαγοράς)
Η μετάβαση στη βιολογική γεωργία, όπως προωθείται θεσμικά, δημιουργεί σοβαρές διανεμητικές αδικίες, ειδικά σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, όπως η Ζαγορά Πηλίου. Αν και θεωρητικά πρόκειται για ένα βιώσιμο και επιθυμητό μοντέλο παραγωγής, στην πράξη δεν λαμβάνει υπόψη τις άνισες αφετηρίες των παραγωγών. Οι απαιτήσεις της βιολογικής καλλιέργειας (αυξημένοι ψεκασμοί, σχολαστική διαχείριση και χειρωνακτική κοπή χόρτων, αυστηρή τήρηση πρωτοκόλλων) είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εφαρμοστούν σε κτήματα με πεζούλες και σε εδάφη με διασπαρμένα ή επικλινή αγροτεμάχια, όπου δεν είναι δυνατή η εκμηχάνιση, όπως η εισαγωγή τρακτέρ. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μικροί παραγωγοί επιβαρύνονται δυσανάλογα, καθώς οι φροντίδες πρέπει να γίνονται χειρωνακτικά, με αυξημένο κόστος σε χρόνο και εργασία.
Παράλληλα, οι νομοθετικές απαιτήσεις για διαχωρισμό προϊόντων, ειδική αποθήκευση, αναλύσεις και πιστοποιήσεις βιολογικού χαρακτήρα επιβαρύνουν οικονομικά τους παραγωγούς, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική επιδότηση ή στήριξη. Μάλιστα, οι παραγωγοί αντιλαμβάνονται ότι η μετατροπή ενός κτήματος σε βιολογικό συνεπάγεται την μετατροπή όλων των ομοειδών κτημάτων στο ίδιο σύστημα καλλιέργειας. Από την άλλη πλευρά, η αγορά δεν αναγνωρίζει σταθερά την υπεραξία των βιολογικών προϊόντων, ενώ οι τιμές παραμένουν εν πολλοίς ελαφρώς υψηλότερες από αυτές των συμβατικών. Παρότι γίνονται σταδιακές προσπάθειες για εδραίωση των βιολογικών, εν προκειμένω, μήλων στις αγορές, δεν έχει αποκτήσει σημαντικό μερίδιο. Έτσι, η δυνατότητα πρόσβασης στα οφέλη της βιολογικής γεωργίας (όπως καλύτερες τιμές, είσοδος σε ειδικές αγορές, θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα) δεν είναι ισότιμη για όλους. Όσοι διαθέτουν κεφάλαιο, ευνοϊκότερη γη ή καλύτερη πρόσβαση σε πληροφορία και υποδομές έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύονται υπάρχουσες ανισότητες στο αγροτικό πεδίο. Τα αίτια αυτής της άνισης κατανομής ευκαιριών εντοπίζονται σε πολλαπλά επίπεδα: από την ιστορική απουσία ενίσχυσης των μικρών και ορεινών παραγωγών, έως την έλλειψη τεχνικής στήριξης και την πολυπλοκότητα του θεσμικού πλαισίου. Παρότι ο Συνεταιρισμός έχει προχωρήσει σε δημιουργία συσκευαστηρίου πιστοποιημένου για διαχείριση βιολογικών μήλων ήδη από το 2009 και ετικέτα βιολογικών μήλων από το 2017, η παραγωγή βιολογικών μήλων παραμένει πολύ χαμηλή (σχεδόν στο 2,5%), με όραμα την περαιτέρω ανάπτυξη τους.
Απόσπασμα 1
«-Καταρχάς, μήλο βιολογικό, μπορεί να παραχθεί; Ποια είναι τα προβλήματα και μπορεί να παραχθεί εύκολα ή είναι ουτοπία, ας πούμε.
-Είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο. Είναι πολύ πιο δύσκολη καλλιέργεια από το συμβατικό το μήλο.
-Είναι πολύ πιο δύσκολο από την ελιά, το κρασί, είναι πιο… όταν ακούς βιολογική μηλιά είναι σχετικά δύσκολο. Υπάρχει ωστόσο προβληματισμός, έχουμε κάνει συζητήσεις ακόμα για μετατροπή της Ζαγοράς σε βιολογική καλλιέργεια, σε βάθος, βέβαια, δεκαετίας, δεκαεπενταετίας. Τώρα, το εμπορικό κομμάτι που ανέφερε η κυρία *** είναι άλλο ζήτημα, γιατί, μην νομίζετε ότι η αγορά είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Θέλει βιολογικό, ασφαλές, πεντακάθαρο, να μην έχει ελαττώματα, γιατί αν γίνει βιολογικό, μπορεί να έχει μια τρύπα, ρε παιδί μου. Όχι, δεν τη θέλει τη τρύπα. Και να έχει και τιμή κοντά στα συμβατικά. Είναι τετραγωνισμός του κύκλου.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«Γιατί ένα κτήμα βιολογικό πρέπει να κάνει τον χρόνο 25 με 30 ψεκασμούς. Εμείς κάνουμε 8, 10 που είμαστε στο συμβατικό. […] χρειάζεται κάθε 4 μέρες να ρεντίζουν, κάθε 2 μέρες να ρεντίζουν, κάθε 5 μέρες να ρεντίζουν, το οποίο εδώ πέρα δεν συμβαίνει. Σε μια περιοχή που δουλεύει το τρακτέρ, μπαίνουν μέσα μια ώρα και ψεκάζουν 20 στρέμματα. Αυτό είναι ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη βιολογική καλλιέργεια.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Η έλλειψη εργατικών χεριών στη Ζαγορά αναδεικνύει μια σειρά από διανεμητικές αδικίες που πλήττουν κυρίως τους μικρούς και λιγότερο ανθεκτικούς παραγωγούς σε ημιορεινές περιοχές. Η περιοχή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε χειρωνακτική εργασία για την καλλιέργεια, συγκομιδή και φροντίδα των δέντρων, λόγω του έντονου αναγλύφου και της αδυναμίας εκμηχάνισης, με τις περισσότερες ανάγκες να προκύπτουν κατά την περίοδο συγκομιδής, από Αύγουστο έως Φεβρουάριου. Τότε, ο αριθμός των εργαζομένων του Συνεταιρισμού αυξάνεται κατά 120 εποχικούς εργάτες. Αυτό σημαίνει ότι η διαθεσιμότητα και το κόστος της εργασίας είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη βιωσιμότητα της τοπικής γεωργίας. Παράλληλα, στη Ζαγορά παραδοσιακά καταβάλλεται υψηλότερο ημερομίσθιο σε σχέση με άλλες παραγωγικές περιοχές, αυξάνοντας περαιτέρω το κόστος παραγωγής. Ενώ παλαιότερα οι ανάγκες καλύπτονταν κυρίως από αλλοδαπούς εργάτες (κυρίως Αλβανούς), οι οποίοι σταδιακά ενσωματώθηκαν, απέκτησαν εξειδίκευση και έγιναν μέλη του Συνεταιρισμού, σήμερα η προσφορά έχει μειωθεί, γεγονός που δημιουργεί κρίση συνέχειας και απώλεια τεχνογνωσίας, χωρίς να υπάρχει αποτελεσματικός μηχανισμός αντικατάστασης. Τα παιδιά των μεταναστών που εντάχθηκαν στις τάξεις της τοπικής οικονομίας δεν συνεχίζουν την αγροτική εργασία, ενώ οι πολιτικές εισαγωγής εργατών από τρίτες χώρες αγνοούν την ανάγκη για εξειδίκευση σε χειρισμούς όπως το κλάδεμα, το ράντισμα και η συγκομιδή. Η σημερινή κρίση οφείλεται στην έλλειψη μακροπρόθεσμης κρατικής στρατηγικής για τη διαχείριση της αγροτικής εργασίας, στην απουσία μηχανισμών επανεκπαίδευσης ή ενσωμάτωσης νέων εργατών και στην αδυναμία των υφιστάμενων πολιτικών να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες εξειδίκευσης που απαιτεί το ορεινό αγροτικό μοντέλο της Ζαγοράς.
Απόσπασμα 1
«-Το ζήτημα της χειροσυλλογής τέλος πάντων, προβλήματα με τα εργατικά χέρια, εργάτες, υπάρχουν;
-Πολλά.
-Πριν κάποια χρόνια…
-Πάντα υπήρχαν.
-Αρχικά, αλλά μετά από κάποιο διάστημα έχει ομαλοποιηθεί. Τώρα πάλι έρχεται, υπάρχουν προβλήματα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«-Τελευταία χρόνια υπάρχει πρόβλημα και με τους Αλβανούς
-Καλά, για τους Έλληνες δεν το συζητάμε. Για τους Έλληνες δεν το συζητάμε. Οι Έλληνες θα πάνε στα νησιά, θα περιμένουν τα επιδόματα, θα μείνουν στις καφετέριες, δεν ξέρω τι θα κάνουν.
-Δεν πάνε στα νησιά για διακοπές όμως…
-Κατά κύριο λόγο είναι μετανάστες οι εργάτες, φαντάζομαι ότι τα προηγούμενα χρόνια ήταν Αλβανοί…
-Αλβανοί είναι ακόμα.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 3
«-Κοιτάξτε τώρα, έχει παρέλθει και μια γενιά κι από αυτούς. Δηλαδή, οι πρώτοι ήρθαν το 92, το 91-92, και τώρα είναι τα παιδιά τους πίσω, τα οποία παιδιά δεν ακολουθούν την πορεία των γονέων. Καταλαβαίνετε, έχουν μείνει οι παλιοί τώρα εδώ, οι οποίοι σιγά σιγά φεύγουν. Και ξέρουν. Κι όλοι που είναι εδώ, όπως είπατε, είναι χρόνια πολλά, έχουν μάθει πώς να δουλεύουν καλά.
-Είναι εξειδικευμένοι εργάτες, ναι.
-Είναι εξειδικευμένοι εργάτες και κάποιοι έχουν μπει στον τομέα της παραγωγής. Τα τελευταία χρόνια, λόγω διάδοχης κατάστασης, λόγω…
-Έχουν αγοράσει χωράφια, κάποιοι άλλοι δουλεύουν. Έχουν ενσωματωθεί.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 4
«- Με τις διατάξεις τώρα που προωθεί η κυβέρνηση να φέρουν εργατικά χέρια από τρίτες χώρες, εσάς θα σας ωφελούσε κάτι τέτοιο;
-Το ακούμε και είναι και θέμα εξειδίκευσης, όσο και να ακούγεται, όχι διάκριση τώρα, αλλά οι Αλβανοί ανταποκρίθηκαν πιο πολύ, έγιναν γνώστες. Τώρα κάποιοι άλλοι… Κάποιος άλλος λαός… Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν. Δείχνουν ότι είναι σκληρός λαός.
-Υπάρχουν τομείς, τώρα η φράουλα Μανωλάδας, ξέρω εγώ, που απασχολεί Μπαγκλαντές και Πακιστάν, αλλά είναι άλλη…
-Άλλη καλλιέργεια. Άλλη καλλιέργεια.
-Ίσως, ή στις ελιές, ξέρω εγώ…
-Εδώ, γύρω στο 1990, είχαν έρθει Αιγύπτιοι κάποια χρόνια, δουλέψαν κάποια χρόνια, μετά φύγανε. Ήρθαν οι Πολωνοί μετά, δεν μπορέσαν να στεριώσουν.
-Πολωνοί, Σέρβοι, Σέρβοι… Μόνο οι Αλβανοί μείναν…
-Αλλά είναι και θέμα εξειδίκευσης στο να έχουν μάθει τη δουλειά, είτε τη συλλογή, είτε το κλάδεμα, είτε να ψεκάσεις, απαιτεί μια εξειδίκευση που…
-Επένδυσαν στον τόπο.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Η εμπορική επιτυχία μιας ποικιλίας (του μήλου Στάρκινγκ) οδήγησε την τοπική παραγωγή στο να εστιάσει στην καλλιέργεια του κόκκινου μήλου. Όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι παραγωγοί, η καλλιέργεια των μήλων, αν και μακραίωνη στο Πήλιο, απέκτησε χαρακτηριστικά «σχεδόν μονοκαλλιέργειας» μόνο τις τελευταίες δεκαετίες. Η μαζική υιοθέτηση του Στάρκινγκ δεν έγινε για λόγους αγρονομικής ανθεκτικότητας, αλλά κυρίως λόγω της εμπορικότητας και των απαιτήσεων της αγοράς: το χρώμα, η γεύση, η εμφάνιση και η συντηρησιμότητα το κατέστησαν ελκυστικό για το κοινό και τις αγορές, χτίζοντας αλυσίδες αξίας. Η επικράτηση της ποικιλίας αυτής επηρέασε την ισοδύναμη ανάπτυξη άλλων ποικιλιών της περιοχής, όπως το φιρίκι, η Γκόλντεν ή η Φούτζι, αλλά και καλλιεργειών, όπως το ακτινίδιο.
Έτσι, ενώ το Στάρκινγκ έγινε σύμβολο επιτυχίας για τη Ζαγορά, με περίπου 95% των μήλων να είναι ΠΟΠ, ταυτόχρονα όμως αυξάνει και την ευαλωτότητα από φαινόμενα συνδεόμενα με την κλιματική αλλαγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κακοκαιρία “Ντάνιελ” που έπληξε την περιοχή τον Σεπτέμβριο του 2023, κατά την οποία επλήγη η παραγωγή και προέκυψε απώλεια του 10% του φυτικού κεφαλαίου. Η καταστροφή ενός τέτοιου ποσοστού στη Ζαγορά, που χαρακτηρίζεται από μικρό κλήρο είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική, καθώς οι μικροί παραγωγοί δεν διαθέτουν τα οικονομικά περιθώρια να απορροφήσουν τέτοιες ζημιές. Για αυτούς, η απώλεια ενός 10% μπορεί να ισοδυναμεί με απώλεια ολόκληρης της χρονιάς σε εισόδημα ή ακόμα και με αδυναμία κάλυψης βασικών υποχρεώσεων. Παρότι ο Δήμος Ζαγοράς έλαβε δράση ώστε να συλλεχθεί η παραγωγή έγκαιρα και να σωθεί μέρος της εσοδείας, ακόμα δεν υπάρχει πλάνο σχετικά με τις αποζημιώσεις. Έτσι, το φυσικό φαινόμενο μετατρέπεται σε διανεμητική αδικία, που ενισχύει την ήδη άνιση θέση των πιο ευάλωτων στο παραγωγικό σύστημα. Τα αίτια της αδικίας δεν εντοπίζονται μόνο στο μέγεθος της ζημιάς, αλλά και στην απουσία προληπτικών μηχανισμών διαχείρισης κινδύνου, όπως τοπικά σχέδια έκτακτης ανάγκης ή πρόβλεψη για ασφαλιστικές καλύψεις. Εκτός από τον κίνδυνο για εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων, η εμφάνιση νέων ασθενειών λόγω της κλιματικής αλλαγής και η μεταβολή της ζήτησης υπό την πίεση του ανταγωνισμού αυξάνουν την ευαισθησία των αγροτικών συστημάτων και, κατ’ επέκταση, των κοινοτήτων που εξαρτώνται άμεσα από την τοπική παραγωγή.
Απόσπασμα 1
«Σχεδόν μονοκαλλιέργεια. Σχεδόν μονοκαλλιέργεια. Λοιπόν, η μηλοκαλλιέργεια έχει παράδοση στη Ζαγορά, έχει στο Πήλιο ευρύτερα. Μακρά. Όχι συστηματική όπως σήμερα, αλλά καλλιεργούν τα μήλα, τουλάχιστον διαπιστωμένα και τεκμηριωμένα, τουλάχιστον έναν αιώνα πριν. […] Η μονοκαλλιέργεια γενικώς είναι πρόβλημα αθ’εαυτής, γιατί είσαι εξαρτημένος από ένα είδος. Αν γίνει ζημία την έκατσες στη βάρκα. Αυτό είναι το μειονέκτημα. Αλλά απ’ την άλλη εδώ στον τόπο έδωσε προοπτική. Η Ζαγορά έγινε απ’ το κόκκινο μήλο, είναι αυτή που είναι σήμερα.»
(Απόσπασμα από συζήτηση με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 2
«-Γιατί επικράτησε το Στάρκινγκ; Ήταν πιο παραγωγικό σαν δέντρο;
-Ναι. Ναι, αλλά περισσότερο η επικράτηση οφείλεται στην κατανάλωση, στην εμπορικότητα. Καταρχήν, ελκυστικό οπτικά, γλυκό κόκκινο χρώμα, μακρόστενο σχήμα εδώ της Ζαγοράς, με πέντε λοβούς από κάτω. […] Δηλαδή, δεν ήταν ότι ευνόησε μόνο τους Ζαγοριανούς στην καλλιέργεια του. Έγινε αποδεκτό από την κατανάλωση, καταλαβαίνεις. Ελκυστικό, γιατί χωρίς εμπορικότητα, χρυσάφι να έχεις…»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Απόσπασμα 3
«-Καταστροφές στις καλλιέργειες υπήρξαν στα δέντρα;
-Ναι, ναι…
-Σε κάποιες ολοκληρωτικά. Σε κάποιες.
-Έχουμε χάσει το 10% του φυτικού κεφαλαίου μας. Χάθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής από μέρη που δεν μπορέσουν να συγκομιστούν. Αλλά σταθήκαμε όρθιοι.
-Ε με τον μικρό κλήρο δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις.
-Δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις περισσότερα.
-Δεν είναι λίγο το 10%.»
(Απόσπασμα από ομάδα εστίασης με μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ζαγοράς Πηλίου)
Η περίπτωση της Ζαγοράς αποκαλύπτει έντονες διανεμητικές αδικίες που σχετίζονται με τον μικρό και κατακερματισμένο κλήρο. Η δραστηριότητα των μελών του συνεταιρισμού απλώνεται σε περίπου 12.000 στρέμματα, με τους παραγωγούς να αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις στο μέγεθος των εκμεταλλεύσεων, με τον παραγόμενο όγκο να ποικίλει, από πέντε έως εκατό και παραπάνω τόνους ανά παραγωγό. Παρόλο που ο μέσος όρος κυμαίνεται στα 15 στρέμματα ανά παραγωγό, η διασπορά είναι μεγάλη, γεγονός που έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ισότιμη πρόσβαση σε πόρους, οφέλη και ανθεκτικότητα. Ο μικρός κλήρος λειτουργεί ως περιοριστικός παράγοντας στη δυνατότητα επένδυσης, διαφοροποίησης καλλιεργειών και συμμετοχής σε σχήματα όπως η βιολογική γεωργία ή η πιστοποιημένη ολοκληρωμένη διαχείριση. Οι μικροί παραγωγοί, που δεν έχουν τη δυνατότητα εκμηχάνισης ή οικονομιών κλίμακας, υφίστανται δυσανάλογα το βάρος τόσο των φυσικών καταστροφών όσο και των αυστηρών απαιτήσεων που συνοδεύουν τα νέα αγροτικά πρότυπα. Όπως δηλώνεται, «με τον μικρό κλήρο δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις», αναδεικνύοντας πόσο πιο ευάλωτοι είναι οι μικροί σε σχέση με τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους παραγωγούς. Η ιστορική κατανομή γης, η απουσία πολιτικής αναδιάρθρωσης του κλήρου και η εντεινόμενη πίεση κι ο ανταγωνισμός από πιο εκτατικά και μηχανοποιημένα αγροτικά μοντέλα (Ημαθία, Καστοριά) εδραιώνουν αυτή την άνιση κατάσταση και εντείνουν την άνιση πρόσβαση των μεμονωμένων παραγωγών στην αγορά. Αυτή η κατάσταση με τα δεδομένα χαρακτηριστικά ανάσχεται μέσα από τη λειτουργία του αγροτικού συνεταιρισμού.
Απόσπασμα 1
«-Είναι μικρός ο κλήρος…
-Αυτό λέω, είναι λίγο πολύ το ίδιο ή υπάρχουν μεγάλες αντιθέσεις ως προς το μέγεθος; Όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις;
-Δεν είναι το ίδιο… Έχει από πολύ μικρούς. Μέχρι… Μεγάλους. Τώρα εμείς το μετράμε περισσότερο σε τόνους. Έχει παραγωγούς των πέντε τόνων, που είναι οι έσχατοι.
-Και έχει παραγωγούς των εκατό τόνων. Και παραπάνω.
-Η μεγάλη μάζα είναι στο ενδιάμεσο, έτσι. Αν λέγαμε 30 με 50 τόνους, πλειοψηφία.
-Όχι, όχι. 40 τόνους, 40 με 30.
-Ούτε, ούτε. Ούτε, ούτε. 25.
-Μέσους ορός; Μέσος όρος είναι παρακάτω, δεν το συζητάμε.
-Είναι 12.000 στρέμματα σε 800 παραγωγούς. 800 μέλη έχουμε. Φανταστείτε ότι θα είναι 15 στρέμματα μέσος όρος.»
Απόσπασμα 2
«-Καταστροφές στις καλλιέργειες υπήρξαν στα δέντρα;
-Ναι, ναι…
-Σε κάποιες ολοκληρωτικά. Σε κάποιες.
-Έχουμε χάσει το 10% του φυτικού κεφαλαίου μας. Χάθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής από μέρη που δεν μπορέσουν να συγκομιστούν. Αλλά σταθήκαμε όρθιοι.
– Ε με τον μικρό κλήρο δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις.
-Δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις περισσότερα.
-Δεν είναι λίγο το 10%.»
Απόσπασμα 3
«Και καλύτερη τιμή στο τέλος. Εμείς είμαστε μικροί παραγωγοί, δεν είμαστε μεγάλοι παραγωγοί. Δεν είμαστε όπως είναι ο κάμπος.»
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση και η αμεσότητα των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ, δεν θα πρέπει να χαθεί η αμεσότητα με την οποία λειτουργεί σήμερα η άρδευση, καθώς είναι κρίσιμος παράγοντας για την ομαλή λειτουργία της παραγωγής, ειδικά σε περιόδους εκτεταμένης ξηρασίας, όπου υπάρχει άμεση ανάγκη για άρδευση εκτός κύκλου. Σε μία πιθανή ενοποίηση των ΤΟΕΒ κάτω από μία ενιαία διοίκηση, θα υπάρξει το ζήτημα της ανισότητας, καθώς ένα χαρακτηριστικό κοινό που εκφράστηκε από τους εκπροσώπους ήταν ότι οι αρδευτικές ανάγκες έπρεπε να εξυπηρετούνται άμεσα ειδικά όταν δημιουργείται το πρόβλημα, καθώς το χρονικό διάστημα που παραμένει είναι κρίσιμο για να μην χαθεί η παραγωγή και κατά επέκταση πληγεί το εισόδημα των αρδευτών που έχουν το πρόβλημα.
“- με την καινούργια διαχειριστική αρχή που θέλει να κάνει τώρα σαν πιλοτικό πρόγραμμα στη Θεσσαλία… εμείς διαφωνούμε..
– ποια είναι η θέση σας;
– διαφωνούμε ότι να γίνει μία καινούργια διαχειριστική αρχή να πάρει τα οικονομικά, να μην υπάρχει αυτό το μπάχαλο της κοστολόγησης γιατί ο καθένας κοστολογεί όπως γουστάρει,
– ακόμα και στην ίδια περιοχή ο ένας μπορεί να πληρώνει 90 κι ο άλλος
– δεν υπάρχει κανένα ΤΟΕΒ που να κοστολογεί το ίδιο. Μιλάμε για μπάχαλο
– και πάνω σε αυτό
– να φύγει να φύγει από το ΤΟΕΒ ο βραχνάς
– το οικονομικό κομμάτι
– το ξέρεις τι; Ο κακοπληρωτής για αντικειμενικούς λόγους έτσι; Και υποκειμενικούς. Μάλλον μην πω κακοπληρωτής αλλά αυτός που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. με αντικειμενικούς λόγους.. η ζωή έχει πολλά.. είμαστε αναγκασμένοι να φτάνουμε σε δυσάρεστες ενέργειες.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
“- λοιπόν, έχουμε την αμεσότητα μέσα στη σεζόν, αμεσότητα αντιμετώπισης οποιουδήποτε προβλημάτων. Ακαριαία. ακόμα και 15Αύγουστο, ότι να συμβεί, ότι και να συμβεί, επειδή υπάρχει η γνώση, υπάρχει οργάνωση, υπάρχει η τεχνική και στο επίπεδο των ηλεκτρομοτέρ και στο επίπεδο το ηλεκτρολογικό, ηλεκτρολογικό σε ένα εικοσιτετράωρο θα ξαναβάλει μπροστά..
– να ρωτήσω κάτι σε αυτό;
– τι θα γίνει αν πάει
– εκεί θέλω να έρθω.. ακόμα και τώρα για παράδειγμα, αν σας χαλάσει ένας στύλος της ΔΕΗ, έχετε τόσο αμεσότητα; γιατί αυτό μου το λένε σαν πρόβλημα οι περισσότεροι.. ότι θα πρέπει να μιλήσουμε με το ΔΕΔΗΕ, να μιλήσουμε με την Αθήνα, στην Αθήνα να δώσει το σήμα ο άλλος μπορεί να κάνει ένα γύρο να πάει να έρθει εδώ να φτιάξει μία να υπάρξει…
– δεν είναι έτσι.. έτσι και μας πέσει ένα μπαστούνισμα ας πούμε έτσι; πιστεύω μέσα σε 10 ώρες, θα ‘ρθει. Το αργότερο..
– Το αργότερο, έρχεται σε 2-3..
– εγώ έχω στον ΔΕΔΔΗΕ, κάνω σύμβαση με ηλεκτρολόγο μόνιμη!
– α μάλιστα
– τον έχω εδώ
– 24 ώρες το 24 ωρο, και είναι stand by, οτιδήποτε και συμβεί
– είδες που σου είπα λίγο νωρίτερα ένας λόγος που θέλουμε να μείνει τουλάχιστον το κομμάτι αυτό
– (ταυτόχρονα) κάηκε ένα ρελέ
– μπαπ τηλέφωνο
– έρχεται μπαμ αντικατάσταση, φεύγει …
– εμείς τα παιδιά τα ξέρουμε και παίρνουμε τηλέφωνο κατευθείαν στα Τρίκαλα.. απλώς πρέπει να πάρουμε και Αθήνα να δηλώσουμε τη ζημιά. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
“-ή σε εσένα άλλο πρόβλημα κάηκε ένα μοτέρ..μας κάηκε πέρσι Σάββατο, Σάββατο.. έχω πάλι (- απόθεμα;) όχι .. έχω πάλι σύμβαση με άνθρωπο με γερανό, έρχεται κατευθείαν βγάζουμε το μοτέρ το έβαλα εγώ στο αγροτικό Χαλκηδόνα καινούργιο μοτέρ
– δίνει αυτός ένα μοτέρ για να κάνω τη δουλειά μου..
– δεν κάθομαι να κάνω τη διαδικασία της προκήρυξης, το κάνω ανάθεση κατευθείαν
– θα το τοποθετήσει ο γερανός μ’ αυτόν που έχουμε σύμβαση, το τεχνικό, που ασχολείται με αυτά τα πράγματα, απλά τα πράγματα να κάνουμε το δουλειά μας και σε τέσσερις-πέντε, 7 μέρες, 8, θα σου πει *** έλα να πάρεις..
– η καινούργια διαχειριστική αρχή δεν μπορεί να το κάνει αυτό.. αν δηλαδή με καεί ένα μοτέρ εμένα;
– θα πάρεις το πρωτόκολλο
– θα το βγάλει στις εφημερίδες, θα περιμένουμε να γίνουν τρεις προσφορές..
– αυτή η ευελιξία θα χαθεί, αν πάει προς τα εκεί.. ακόμα είναι ρευστά, δεν υπάρχει
– δεν περιμένει η καλλιέργεια
– δεν περιμένει η καλλιέργεια, άντε να καθυστερήσουμε 2 μέρες έτσι; Έτσι είναι λες και χάσουμε 2 νερά εμείς
– γιατί το βαμβάκι στην πρώτη καρποφορία θέλει νερό”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για αγροτική χρήση από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή τους αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία αναγνώρισης που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Σημειώθηκε επίσης ότι οι αυξανόμενες τιμές του ηλεκτρισμού λειτούργησαν αποτρεπτικά στην άρδευση με γεώτρηση, όπου σχεδόν διπλασιάστηκε το κόστος. Λόγω μεγάλης παλαιότητας των εγκαταστάσεων των μηχανικών μερών (μοτέρ) της άρδευσης (γεωτρήσεις), οι αρδευτές στο Ζάρκο επιβαρύνονται ιδιαίτερα με το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος, παρόλο που αντλούν από σχετικά μικρό βάθος (μέχρι 70 μέτρα). Επίσης λόγω παλαιότητας των εγκαταστάσεων των γεωτρήσεων, που κατασκευάστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι περισσότερες παρουσιάζουν ανομοιομορφία στις δυνατότητες άντλησης και στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος ο ΤΟΕΒ έχει προβεί στην σταδιακή εγκατάσταση Inverter προκειμένου να εξισορροπούν τις αρδευτικές τους ανάγκες και στην εξοικονόμηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Ενώ το ΤΟΕΒ επιχείρησε να αιτηθεί για φωτοβολταϊκό πάρκο, όπου θα λειτουργούσε με ανταπόδοση (net metering), δεν υπήρχε δυνατότητα σύνδεσης με το δίκτυο, καθώς η χωρητικότητα των γραμμών είχαν φτάσει το μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Η μόνη λύση προς αυτή την αδικία, δηλαδή της προτεραιοποίησης, στην σύνδεση των γραμμών, των ιδιωτικών εταιρειών έναντι των αγροτικών χρήσεων, είναι η επέκταση της χωρητικότητας του δικτύου, όπου όπως παρατηρούν οι εκπρόσωποι του ΤΟΕΒ, τα δίκτυα αυτή τη στιγμή είναι σε διαδικασία επέκτασης με επενδύσεις στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις του διαχειριστή του δικτύου.
Αποσπασμα 1
“- έχουμε γεώτρηση που βγαίνει 28€ η ώρα
– 28€ η ώρα .. γιατί υπάρχει αυτή η ανισότητα;
– μεγάλα τα μοτέρια
– α είναι απαρχαιωμένα, είναι πιο παλιά
– τύπου τραβάνε…
– κι αυτή η πομόνα το στέλνει 4,5 χλμ αγωγό το οποίο εκεί κάναμε μια δεξαμενή και έχουμε άλλα μοτέρια και πληρώνουμε παραπάνω
– για να πάει σε χωράφια, σε πολλά σημεία … φεύγει από αυτή τη γωνιά και πηγαίνει πίσω σε εκείνα τα βουνά.
– τέρμα απέναντι στα βουνά
-τα ρίχνει στη δεξαμενή, σε 2 δεξαμενές υπάρχουν δύο ηλεκτρομοτέρ κι από κει και πέρα μετά, με τον ίδιο τρόπο”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 2
“- ευελπιστώ του χρόνου που θα ρθετε, να είμαστε καλά, εδώ, μπορεί να δούμε να γίνεται δουλειά εδώ.. είναι έτοιμα τα πάντα, όσον αφορά το ΤΟΕΒ Ζάρκου.. για το πάρκο
– αλλά αυτό δεν θα έχει πάλι
– για να πάμε μετά στην κατηγορία net metering
– για την άρδευση;
– ανταποδοτικό, δηλαδή εμείς τι συμφωνία κάναμε, ότι ρεύμα καίμε εμείς ως πομώνες, και τον υπόλοιπο καιρό να το παίρνει η ΔΕΗ
– αυτό λέω, όλοι μας λένε αυτό θέλουν να κάνουν αλλά ο νόμος δεν τους αφήνει
– έχουν όμως μας υποχρεώνουν
– και τα δίνουν σε ιδιώτες
– τα δίνουν σε ιδιώτες και ο λόγος αυτός είναι ότι δεν αντέχουν οι γραμμές
– να βάλεις δικό σου φωτοβολταϊκό…
– με τις γραμμές κι ότι δεν χωράμε να μπουν μέσα…
-επειδή εμείς εδώ είναι φορτωμένο το δίκτυο και τώρα γίνεται αυτή τη στιγμή, γίνεται τώρα αλλαγή, αλλαγή δικτύου,
– θα μεγαλώσουν;
– αλλάζουν τα καλώδια αλλάζουνε τα καλώδια τώρα
– άρα θα μεγαλώσει η χωρητικότητα
– αλλάζει η χωρητικότητα
– κι απ’ ότι μας είπανε ότι έχουν καβάντζα γραμμές, ότι έχουν χώρο
– απλώς ο ιδιώτης τι κάνει; Ο ιδιώτης κάνει δικό του υποσταθμό, και τον μοιράζει σιγά σιγά…
-δεν θέλω να μας χαρίσουν κάτι.. χρηματοδότησε το, εμείς χρησιμοποιούμε ρεύμα από τον Ιούνιο στην ουσία, η φουλ περίοδος ξεκινάει από Ιούνιο
-το μπαμπάκι τελειώνει 25 με 28 Αυγούστου… Τουτέστιν, όλο το υπόλοιπο παρτω.. παρτω, καντω, διαχειρίσου το όπως θέλεις.. δεν ζητάμε κάτι, απλά να το περπατήσουνε, να το χρηματοδοτήσουνε, και να το ξεχρεώσουμε σαν ΤΟΕΒ που είμαστε αυτή τη στιγμή δεν ξέρω το ΤΟΕΒ παραπέρα, με τα χρόνια παίρνοντας εκμεταλλεύονται το ρεύμα το δικό μας σου λέω που παράγουμε.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης σε κάθε περιοχή, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής αλλά στην περίπτωση του Ζάρκου, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς επηρεάζει τόσο την πρωιμότητα των καλλιεργειών, όπως στο βαμβάκι, όσο και τον περιορισμό των καλλιεργειών που μπορούν να σπαρθούν λόγω της αβεβαιότητας των πλημμυρών. Έχοντας παρατηρήσει ιστορικά την ευκολία με την οποία πλημμυρίζουν τα αγροκτήματά τους, οι παραγωγοί στο Ζάρκο αποφεύγουν εμπειρικά, τόσο τις δενδρώδεις όσο και τα όσπρια και λαχανικά που είναι ευπαθή φυτά, διότι με την πρώτη πλημμύρα είναι πολύ εύκολο να καταστραφεί η σοδειά αλλά και το φυτικό κεφάλαιο στην περιοχή. Επιπλέον οι χείμαρροι του νερού παρέσερναν τους σωλήνες που χρησιμοποιούσαν (πριν το κλειστό δίκτυο) για την άρδευση, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η παραγωγή. Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν στον εθελοντισμό και την αλληλο-υποστήριξη των αρδευτών, ώστε να μοιράζονται τον εξοπλισμό όπου υπήρχε ανάγκη. Σε μεγάλο ποσοστό οι αρδευτές στο Ζάρκο χρησιμοποιούν στάγδην άρδευση, ειδικά με την επέκταση του κλειστού αρδευτικού δικτύου, καθώς το δίκτυο είναι επαρκές να προσφέρει υψηλές πιέσεις και εξοικονομεί σημαντικές ποσότητες νερού. Η επέκταση όμως αυτού του κλειστού δικτύου ξεκίνησε και υλοποιήθηκε με την αφιλοκερδή συνεισφορά των μελών της κοινότητας του ΤΟΕΒ, καθώς επέλεξαν αντί να αναζητούν κάθε χρόνο χρηματοδοτήσεις για την αντικατάσταση των κατεστραμμένων σωλήνων που χρησιμοποιούσαν για την άρδευση, που συχνά οξειδώνονταν καθώς ερχόντουσαν σε επαφή με το μεθάνιο που τραβούσαν οι γεωτρήσεις (μια ακόμα ιδιαιτερότητα της περιοχής), να επενδύσουν σε μόνιμη μακροχρόνια επιλογή του κλειστού. Σε συνεργασία με μηχανικούς της περιοχής, χρησιμοποιώντας τον προσωπικό τους εξοπλισμό επέλεξαν τόσο τα σημεία υδροληψίας και τις αντίστοιχες πιέσεις, αλλά και με προσωπική εργασία και επίβλεψη για την εκσκαφή και υλοποίηση του δικτύου.
Αποσπασμα 1
“- 2 είναι τα προβλήματα εδώ πέρα.. αναγκαζόμαστε να βάλουμε βαμβάκι και καλαμπόκι..
– λόγω του πολύ νερού;
– λόγω της πλημμύρας δεν μπορούμε να βάλουμε δέντρα μέσα,
– ούτε σιτάρι…
– όταν κάναμε και καρυδιές
– Βάλαν οι συνάδελφοι, συγχωριανοί μας
– τώρα με τον Ντάνιελ χάσαμε και το φυτικό κεφάλαιο, όχι τη χρονιά μόνο
– χάσαμε τα δέντρα..
– δηλαδή ένας συνάδελφός σου εδώ πιο πίσω, από Τρίκαλα ήδη με περιβόλι βερίκοκα
– τα ξηλώνει, τα κόβει
– οπότε βαμβάκι και καλαμπόκι και τι επηρεάζει, πρόσεξε.. αν οι πλημμύρες είναι πίσω, γιατί έχει βγει και Απρίλη, έχει βγει και Μάη, έχουμε πάθει ζημιές και με φυτά μέσα, επηρεάζει την πρωιμότητα..
– πάμε πιο πίσω σπορά, πιο πίσω σύλλεξη αυξάνω τις πιθανότητες στον Οκτώβρη
– δηλαδή δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας όπως πρέπει δηλαδή είναι πολλά τα προβλήματα”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 2
“- πριν πόσα χρόνια περίπου;
– τρία χρόνια
-τρία χρόνια, τέσσερα; δεν θα καλλιεργούσαμε σε πολλά σημεία.
– πείτε μου τα προβλήματα
-ήταν τραγική η κατάσταση
– δηλαδή τι θυμάστε; Αυτό θέλω..
– οι σωλήνες ήταν διαλυμένες
– άρα διαρροές πολλές
– όχι απλά διαρροές, καλά οι διαρροές ήταν το νερό που πήγαινε χαμένο ήταν τεράστιες ποσότητες, δηλαδή άμα τις έβλεπες σε βαρούσανε
0 το 30% της γεώτρησης χανόταν το πολύ
– στα κανάλια, δώθε κείθε,
– το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι επειδή έβγαινε Πηνειός, μας έπαιρνε τις σωλήνες
– τις ξήλωνε;
– τις ξήλωνε και άντε από την αρχή όλο το δίκτυο φτιάξιμο..
– μαζευόμασταν ομάδες με τρακτέρια, καρότσια και γαλότσες και φτιάχναμε
– τι γινόταν πριν; ήταν μία τραγική κατάσταση… πετούσαμε πολύ νερό, είμασταν μονίμως με ένα γκασμά, με ένα στο χέρι”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 3
“- υπάρχει πρόβλημα
– πως ξεκίνησε δειλά δειλά.. εκεί που μας δίνετε λέει χρήματα για να παίρνουμε σωλήνες και του χρόνου δεν έχουμε σωλήνες παίρναν τα χρήματα τα παιδιά, κι αρχίσαν και φτιάχνανε
– να πληρώνουν 175€ τη μία σωλήνα 6αρα
– 1.000 μέτρα
– θα τη πληρώσω δύο φορές θα τη βάλω υπόγεια και δεν ξανα-ασχολούμαστε με αυτή τη σωλήνα.
– όταν κάναμε το πρώτο, που κάνανε με αυτό τον τρόπο, δηλαδή μη μας δίνεις τις σωλήνες, δώσε μας το έργο και θα το σκάψουμε εμείς λέει.
– α δηλαδή βοηθήσατε και στην κατασκευή ή
– ναι ναι
– για πείτε το, αυτό είναι πολύ σημαντικό
– 3-4 γεωτρήσεις, δεν θέλουμε σωλήνες
– ά έτσι ξεκίνησε σαν ιδέα πειραματικά
– δώσε μας πολυμηχάνημα, δώσε μας πολυμηχάνημα.. πόσα μέτρα θες; Θέλω 800 μέτρα πολυμηχάνημα.. θα βάλουμε τσάπα δική μας,
– το σκάψατε όλο δηλαδή εσείς;
– το σκάψαμε εμείς, με παροχές που θέλαμε ο καθένας
– και αντί ουσιαστικά για την αποκατάσταση δώσατε-πήρατε και κάτι παραπάνω
– δώσαμε πλάτη
– μιλάμε για πλάτη, προσωπική πλάτη αφιλοκερδώς, θα στα πει καλύτερα”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 4
“- οι άνθρωποι που βλέπανε έργο, δεν λέγανε όχι. βλέπανε προσπάθεια, βλέπαν αποτέλεσμα
– στον εργολάβο του δώσαν αποθήκες από το δήμο σαν ΤΟΕΒ.. ζήταγε κάποια χρήματα.. σαν εργολάβος, δικά μας τρακτέρια, πληρώσαμε εμείς τους σωλήνες, έτσι;
-200 μέτρα, και να ναι όλοι ευχαριστημένοι; Είχε εθελοντισμό
– Είχε εθελοντισμό κι έλεγε ο άλλος εφόσον γλυτώσαμε 10.000 χιλιάδες από εκεί, αυτά τα 10.000 θα τα φτιάξουμε σε έργο
– σήμερα πως γινόταν αυτό; γιατί σε ενδιαφέρει ας πούμε σήμερα είχε δουλειά ο ****, ρε **** πάρε το δικό σου τρακτέρ με τη καρότσα ή το έχω εκεί, πάνε βάλτο μπροστά και μοίρασε τις σωλήνες που θα σου πει ο ****. Δηλαδή είχε και εθελοντισμό, πολύ εθελοντισμό
– πολύ εθελοντισμό
– ο εθελοντισμός αυτός έβγαινε γιατί βλέπανε από το αποτέλεσμα.
– άρα λειτουργούσατε και ως κοινότητα ουσιαστικά όλοι μαζί να φτιάξουμε κάτι εδώ πέρα, είναι για μας..
– και γι’ αυτό είμαστε περήφανοι”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Στην περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Τρικάλων, το ΤΟΕΒ Ζάρκου στην Φαρκαδώνα, ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση ΤΟΕΒ στα Τρίκαλα. Το ΤΟΕΒ εξυπηρετεί μία έκταση 25.000 αρδευόμενων στρεμμάτων με 29 γεωτρήσεις. Λόγω του ιδιαίτερου ανάγλυφου της περιοχής, οι εκπρόσωποι του ΤΟΕΒ περιέγραψαν την περιοχή τους ως το «σημείο μηδέν» της ένωσης εφτά ποταμών (ανάμεσα στους οποίους ο Ενιπέας, ο Καλέτζης, ο Πηνειός και άλλοι παραπόταμοι αυτών), ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι οι χείμαρροι που κατακλύζουν συχνά την περιοχή τους. Η συνθήκη αυτή έχει το προτέρημα ότι ανανεώνονται συχνά οι υδροφόροι ορίζοντες της περιοχής με αποτέλεσμα οι αντλήσεις από τις γεωτρήσεις να μην ξεπερνούν τα 45 με 70 μέτρα βάθος, που οδηγεί σε χαμηλό κόστος άντλησης, όμως οι πλημμύρες είναι πολύ συχνό φαινόμενο με αποτέλεσμα της καταστροφής του εξοπλισμού τους, τόσο ως προς τα κινητά μέρη των γεωτρήσεων όσο και τα μέσα άρδευσης (καρούλια κτλ). Αυτό οδήγησε στην ανάγκη υπογειοποίησης του ανοιχτού δικτύου, δηλαδή σε κλειστό δίκτυο στην άρδευση των χρηστών, μία μετάβαση που έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό (85%), ενώ απομένουν προς δημοπράτηση άλλα 16 χλμ. (από τα περίπου 75χλμ της έκτασης του δικτύου). Το κλειστό δίκτυο έλυσε προσωρινά το ζήτημα, όμως απαιτούνται και σημαντικά έργα στήριξης και παρακράτησης των νερών ώστε να μειωθούν οι πλημμύρες. Η συνθήκη αυτή είναι μια διανεμητική αδικία καθώς επηρεάζει και περιορίζει και την επιλογή καλλιεργειών, με καλλιέργειες που μπορούν να επιβιώσουν πλημμυρικά φαινόμενα να είναι μονόδρομος για τους παραγωγούς της περιοχής. Εκτός αυτού, σε περιόδους ακραίας ξηρασίας, η περιοχή είναι κρίσιμος κόμβος για την ενίσχυση του Πηνειού από τις Λίμνες Πλαστήρα και Σμοκόβου, αλλά και για την επάρκεια της άρδευσης της περιοχής.
Αποσπασμα 1
“- έχουν, επιφανειακοί σωλήνες ένα τεράστιο πρόβλημα για εμάς, γιατί εμείς έχουμε ένα τεράστιο πρόβλημα ως περιοχή..
-για πείτε τα προβλήματα
– επειδή εδώ πέρα στο Κεραμίδι, στην άκρη εδώ πέρα όπως γυρίσατε, εδώ είναι, έρχονται κι ενώνουν τα εφτά ποτάμια, από Φάρσαλα που έρχεται, ο Ενιπέας, ο Καλέτζης..
– ότι χείμαρροι υπάρχουν από το Νομό Τρικάλων (Γ: σωστά)
– ότι χείμαρρο βλέπεις, από δω στα 20 χλμ φεύγουν όλα
– όλη τη λεκάνη, από Δομοκό, από Κόζακα, από πάνω από
– Χάσια
– Χάσια, έτσι; όλα τα νερά περνάνε από δω..
– είναι το σημείο μηδέν εδώ που είμαστε, για να καταλάβετε το ανάγλυφο της περιοχής είμαστε πριν τη Λάρισα είμαστε (Γ: στη μέση) στη μέση ακριβώς, 8 χιλιόμετρα από ‘δω, δίνει το ποτάμι πλέον, ούτε και μπορεί να πάει το νερό εκεί, γιατί κλείνει
– αν θέλετε μπορώ να σας δώσω τεκμηριωμένα στοιχεία, κάνανε αίτηση προς τον ΕΡΓΑ Λάρισας στα κεντρικά από τότε που έχουν να πούμε μηχανογραφημένο, πόσες αναγγελίες, πόσες πλημμύρες έχουμε, έχουμε από το 10’ μέχρι το 23’, 40 πλημμύρες.
– Γιατί πλημμυρίζει; Δεν έχουν γίνει αποστραγγιστικά ή έχουν γίνει και δεν τα συντηρούνε και δεν λειτουργούνε;
– δεν έχει ποτέ κάτι “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 2
“- ούτε σε επίπεδο αποστράγγισης κανάλια, ούτε σε επίπεδο κοίτης Πηνειού, ποτέ κάτι [δεν έγινε].. αλλά και το θέμα είναι αυτό που ανέφερε ο *** ότι, ότι ο όγκος νερού που συγκεντρώνεται από τα βουνά, έρχεται εδώ, είναι το σημείο 0 που σας είπα..
– πριν πάει στη Λάρισα, αποστραγγιστικό κάτι θα γίνει θα μπορούσε να λυθεί το θέμα..
– πρέπει να γίνουν μικροέργα, φράγματα,
– ποια, ποια συγκεκριμένα; Εσείς δηλαδή έχετε κάποιες προτάσεις ως προς αυτό;
– το φράγμα του Ενιπέα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε γιατί πολλά νερά μας έρχονται από κει, το φράγμα του Νεοχωρίτη
– βρέχει στα Τρίκαλα, βρέχει στη Καρδίτσα Δομοκό και το Ζάρκο πλημμυρίζει
– Κι άλλα πολλά φράγματα που μπορούν να γίνουν προς..πώς λένε το χωριό εκεί προς την Μαυροκούκα;
– α κατάλαβα που λες, προς τη Πύλη..το Μουζάκι
– το Μουζάκι ναι ναι
– δηλαδή μία πρόταση δικά μας είναι, η οποία δεν ξέρω πόσο βέβαια είναι βιώσιμη κτλ
– για πείτε
– να κρατήσουμε το νερό στο παρυφές.. αυτό βέβαια, αυτά που ακούμε από αυτούς είναι μη βιώσιμο, είναι κοστοβόρο και χρόνια πολλά θα πάρει..
– μη βιώσιμο; Από ποια έννοια; δεν είναι οικονομικά ρεαλιστικό να γίνει;
– δεν αξίζει η επένδυση λένε
– λένε.. τώρα βέβαια πρέπει να μπεί και στο master plan, έτσι από αυτούς αλλά εδώ η φύση, εδώ η φύση που είστε, έχει κάνει από μόνη της λεκάνη ελεγχόμενης πλημμύρας, απορροής.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 3
“-άρα πρακτικά εσείς έχετε μία ιδιαιτερότητα ότι έχετε αφθονία σε νερό έναντι ας πούμε σε άλλους
– ακριβώς, σε αντίθεση το καλοκαίρι μπορώ να στύψει ο Πηνειός..
– έστυψε το 90’, το θυμόμαστε όλοι
– για πείτε αυτό εδώ
– γιατί άμα δεν μας στέλνει η λίμνη κάθε χρόνο να μας δίνει κάτι κάθε Τετάρτη να αφήνει νερό να περνάει ο Πλαστήρας
– ο Πλαστήρας και ο Σμόκοβο έτσι;
και Σμόκοβος, θα έστριβε ο Πηνειός και δεν θα έπαιρνε η Λάρισα καθόλου, δεν είναι θέμα μόνο ότι πλημμυρίζουνε, υπάρχει και πρόβλημα ερημοποίησης
– είναι μια περίοδος το καλοκαίρι όταν δεν στέλνουν νερό από αυτούς, αυτό το ποτάμι συντηρείται από τις πηγές του.
– εμείς, εγώ, το έχουμε δει προσωπικά, νεαροί σε ηλικία, που όλη την κοίτη την κάναμε βόλτα, πιτσιρίκια από πάνω μέχρι κάτω μέσα στο..
– μηδέν μηδέν
– τώρα πως ποτίσαμε εκείνη την χρονιά, είναι άλλη ιστορία.. λίγο με τις γεωτρήσεις, λίγο με τα αρτεσιανά ο καθένας βρήκε τον τρόπο του..
– κανονίσαμε τότε, κάθε, μία φορά την εβδομάδα όλες οι γεωτρήσεις να ρίχνουν στο Πηνείο να μπορούμε να πάρουμε τα Παραπήνεια όλα να ποτίσουν”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Η ανάγκη απομάκρυνσης της οικονομικής διαχείρισης της άρδευσης από τα ΤΟΕΒ, αναγνωρίστηκε από εκπροσώπους μικρότερων σε έκταση ΤΟΕΒ, ως μια σημαντική παράμετρος που θα βελτίωνε τις σχέσεις των μελών μιας κοινότητας, αλλά και ένα μεγάλο «βαρίδι» στις γραφειοκρατικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις. Η αδικία αυτή είναι σε άμεση συσχέτιση με την γεωγραφική θέση, τον τρόπο άρδευσης αλλά και την έκταση των οργανισμών. Ευρύτερα στην ΠΕ των Τρικάλων παρατηρείται το φαινόμενο των πολύ μικρών διεσπαρμένων ΤΟΕΒ ανά κοινότητα. Ειδικότερα για την περιοχή διαχείρισης των Μ. Καλυβίων, που το μεγαλύτερο κόστος που καλούνται να πληρώσουν οι αρδευτές, είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, οδηγεί αρκετούς παραγωγούς σε δυσμενή θέση να αποπληρώσουν το χρέος τους, που μεταφέρεται ως χρέος του ΤΟΕΒ προς τη ΔΕΗ, οδηγώντας τον οργανισμό σε οικονομική δυσμένεια. Επίσης η συνθήκη αυτή επηρεάζει και τις διαπροσωπικές σχέσεις που υπάρχουν στην κοινότητα, που πολλές φορές οδηγεί σε συγκρούσεις και διαπροσωπικές διαμάχες. Αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ομαλή λειτουργία των ΤΟΕΒ που πρέπει να ρυθμίζουν τα χρέη τους προς τη ΔΕΗ, ενώ η μοναδική εναλλακτική που έχουν είναι να βεβαιώνουν τα χρέη των αρδευτών στην Εφορία, ώστε μέσω διακανονισμών να λαμβάνουν ένα μικρό μέρος κάθε μήνα από τους διακανονισμούς των οφειλετών με την Εφορία.
Αποσπασμα 1
“το θέμα των πληρωμών, δηλαδή υπήρξε μεγάλο έτσι, είναι δηλαδή κοντά οι άνθρωποι στα χωριά, υπάρχει προσωπική σχέση, και εκεί χαλάει το πράγμα και έχουν άνθρωποι να πληρώσουν και 5 και 10 χρόνια, τα οποία τα έχουμε μαζέψει τώρα είναι γύρω στα 178-180.000€ και γράφουμε φακέλους τώρα που τη δευτέρα και τους έχουμε ενημερώσει τηλεφωνικός τους έχουμε πει, ότι θα τους στείλουμε και χαρτί και θα τα στείλουμε στην εφορία.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για αγροτική χρήση από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή τους αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία αναγνώρισης που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Σχεδόν το 80% του κόστους της παραγωγής αποτελεί το κόστος του ηλεκτρισμού. Η περιοχή διαχείρισης του ΤΟΕΒ Μ. Καλυβίων στηρίζεται στην άρδευση των υπόγειων υδάτων, επομένως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι το σημαντικότερο κόστος των αρδευόμενων καλλιεργειών για τους παραγωγούς της περιοχής. Οι εκπρόσωποι της περιοχής διαπιστώνουν μεγάλο έλλειμα στην τιμολογιακή πολιτική της Πολιτείας, ως προς την χρήση του αγροτικού ρεύματος, ειδικά σε ΤΟΕΒ που βρίσκονται σε καθεστώς αποπληρωμής χρεών προς τον πάροχο του ηλεκτρισμού. Επιπλέον η χρηματιστηριακή αξία του ρεύματος αποτελεί μεγάλο εμπόδιο στην άρδευση καθώς πρέπει συνεχώς να παρακολουθείτε. Όπως παρατηρούν τα πανωτόκια (τόκος, που δεν έχει αποπληρωθεί και κεφαλαιοποιείται, με αποτέλεσμα να ξανατοκίζεται), δημιουργούν καθεστώς οικονομικού στραγγαλισμού για τα ΤΟΕΒ, και πλήττουν έναν κυρίαρχο παραγωγικό τομέα όπως η γεωργία. Επιπλέον όπως επισημαίνουν, η δημιουργία ενός φωτοβολταϊκού πάρκου, θα ήταν διπλής σημασίας για τα ΤΟΕΒ που βρίσκονται σε οικονομικό αδιέξοδο, διότι από την μία πλευρά θα μπορούσαν να μειώσουν το κόστος του ηλεκτρισμού που απαιτείται από την άρδευση, και επιπλέον θα μπορούσαν σταδιακά να χρησιμοποιήσουν το περισσευούμενο ρεύμα εκτός αρδευτικής περιόδου για την αποπληρωμή του χρέους τους.
Αποσπασμα 1
“Το μόνο θέμα με το πότισμα το πολύ σοβαρό τώρα είναι το ρεύμα, όπως είπαμε και τον κύριο *** δεν γίνεται μία γεώτρηση να έχει 1.500€ να πάρουμε από το πότισμα, 940€ το ρεύμα και να έρχεται και 850€ πάνωτόκια από ***. Δηλαδή κάτι γίνεται λάθος σε όλο αυτό, αλλά οι γεωτρήσεις ως νερό που είπατε έγινε αυτή η παρασπονδία που είπαμε για να πάρουν όλοι”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 2
“και το σπουδαίο είναι ότι μας έστειλε η ΔΕΗ και ενημερώσαμε τους αγρότες, ότι ενώ είχε το ρεύμα 0,14 τώρα κάθε πρώτου του μήνα πρέπει να ενημερώνουμε τους αγρότες πόσο φτάνει, τώρα 3,57, τον άλλο μήνα 3,68, τον άλλο μήνα θα γίνει 3,65 δηλαδή”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 3
“-πολλά ΤΟΕΒ βάζουν το ζήτημα της αυτοκατανάλωσης
– το είπα και εγώ εδώ και δύο χρόνια δίνω αγώνα, λοιπόν προσπαθούμε να κάνουμε μία μελέτη γιατί ο δήμος μας δίνει χώρο να βάλουμε φωτοβολταϊκά, τι θα έκανα λοιπόν; Δεν θα πλήρωνα **** 50-70.000, έχει 8.000 η δεκάρα άμα φτιάξουμε, και θα έφτιαχνα 10 δεκάρες και άντε μετά και του χρόνου. Και μετά που θα έφτανε το χρέος από 500 σε 700 θα έλεγα παιδιά ελάτε εδώ, πάρτε τα 100, τι χρωστάμε και θα άρχιζε να γίνεται να γυρίσει από την άλλη μεριά. Απλά δεν έχει χρόνο κανένας να ασχοληθεί σοβαρά με φωτοβολταϊκά, γιατί φοβούνται όλοι, ούτε θα ασχοληθεί κανένας, γιατί τους ζητάς ρε παιδί μου, βρε μετρητά να φτιάξουμε μία εικοσάρα εδώ”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και ευκαιρίες για επένδυση στο δίκτυο αποτελεί μια διανεμητική αδικία που χαρακτηρίζει τόσο τα μικρότερα σε έκταση ΤΟΕΒ, όσο και εκείνα που τα πάγια έξοδά τους, όπως το κόστος του ηλεκτρισμού, αφήνει λίγα περιθώρια για περεταίρω επενδύσεις στο δίκτυο από τα διαθέσιμα αποθεματικά του Οργανισμού. Οι επενδύσεις για την συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου είναι κομβικές ενέργειες για την διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου αλλά και για την εξοικονόμηση της κατανάλωσης του νερού. Αλλά αυτό προϋποθέτει την ορθολογική και διαφανή διαχείριση των οικονομικών του ΤΟΕΒ, που όπως παρατηρούν ορισμένοι εκπρόσωποι αυτό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για τις μικρές κοινωνίες, όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι κυρίαρχες στην διαχείριση της άρδευσης. Όταν συσσωρεύονται τα χρέη του οργανισμού, λόγω κακοδιαχείρισης των οικονομικών του οργανισμού, αυτό αντανακλάτε και στην ευελιξία των επενδύσεων που μπορεί να κάνει ο οργανισμός, με αποτέλεσμα να γιγαντώνονται οι τοπικές αδικίες που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, τόσο ως προς την ποιότητα της άρδευσης όσο και ως προς την πρόσβαση σε αυτή.
Αποσπασμα 1
“πέθανε ο *** ο άλλος, ο οποίος άφησε τεράστιο χρέος … αλλά είναι το κόστος είναι τεράστιο, τα ΤΟΕΒ ως οργανισμοί χρωστάνε και βλέπετε ποια είναι η κατάσταση στη χώρα. Εγώ βέβαια τώρα ασχολήθηκα γιατί αν ήμουν από την αρχή όχι δεν θα δεν θα χρωστούσε θα τους έκανα και 3 πανηγύρια κάθε χρόνο.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 2
“και έδινε άδεια σε όλους τους φίλους του, και ξεκίνησε στο χωριό και έχουν γεμίσει όλοι [γεώτρηση] και τώρα ο οργανισμός από 400.000 έσοδα, έχει 80.000 και τώρα ποτίζουνε
-στους φίλους του, όμως αυτό σημαίνει όμως ότι κάποιοι μένανε από έξω;
– βεβαίως ακριβώς, απλά ο άνθρωπος έκανε αυτή την παράβαση, που η αλήθεια είναι ότι τώρα με ανάγκασε με ένα χαρτί που ήρθε προχθές να πιέσω εδώ σαν προϊστάμενη υπηρεσία, να μου στείλει χαρτί πού να απαγορεύει ότι όποιος χρωστάει στο οργανισμό, ενώ το έγραφε το καταστατικό δεν το τηρούσανε ποτέ, και σήμερα ενημέρωση είχαμε, πάτε και κάντε διακανονισμό το ρεύμα κτλ. δεν μπορεί ο άλλος να χρωστάει 15.000€ και να είναι και *** στον οργανισμό, έτσι δεν είναι;
-κάπως προβληματικό
– αντιδεοντολογικό, μόνο πρόβλημα, λοιπόν έφτασε τώρα ο οργανισμός να έχουμε 80-85.000 έσοδα, 700.000 έξοδα, όταν έχει 80 έσοδα και τα έξοδα παραπάνω; Είσαι εκτεθειμένος
– πείτε μου λίγο για την κατάσταση που επικρατούσε, από ότι καταλαβαίνω ήταν κάτι πολύ αδιαφανές που ήταν όλα κεντρικοποιημένο στο πρόεδρο
– οι μικρές κοινωνίες το έχουνε αυτό.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης σε κάθε περιοχή, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Στην Κοιλάδα το σύνολο των αρδευτών είναι αποκλειστικά με την χρήση γεώτρησης, Το μεγαλύτερο κόστος στην παραγωγή, περίπου το 80% είναι η χρήση του ηλεκτρισμού που χρειάζεται για να λειτουργήσει μία γεώτρηση. Οι αρδευτές της περιοχής αναγνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική (χρήση πομόνας) αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής, άρα μειώνει και το καθαρό εισόδημα των παραγωγών. Όπως ανέφεραν οι εκπρόσωποι της περιοχής των Τρικάλων το κόστος συνολικά της άρδευσης φέρνει δημιουργεί αναστάτωση και ενστάσεις στην κοινότητά τους, γιατί με τις διαθέσιμες τεχνικές επιλογές το νερό δεν επαρκούσε και αποτελεί πολύτιμο και ακριβό αγαθό και χρειάζεται μια σημαντική μεταρρύθμιση της τιμολογιακής πολιτικής που ακολουθήθηκε ώστε να μειώσουν την αδικία που υφίστανται, με την υπογειοποίηση του δικτύου καθώς και την εισαγωγή Inverter στον εξοπλισμό. Όπως επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ, η αλλαγή της πρακτικής άρδευσης από μικροεκτοξευτήρες (μπέκ) σε συστήματα καταιονισμού με αυτοπροωθούμενο εκτοξευτήρα (καρούλια), συντέλεσε τόσο στην εξάντληση και κατασπατάληση του υδροφόρου ορίζοντα από τις διαφυγές του περισσευούμενου νερού από το χωράφι, αλλά και την σταδιακή καταστροφή του δικτύου λόγω της πίεσης που δημιουργούσε το καρούλι. Η μετάβαση σε κλειστά δίκτυα υποστηριζόμενα από προγραμματιστές-ρυθμιστές στροφών (Inverters) αντλιών, θα λύσει την σημαντική διανεμητική αδικία που υφίστανται λόγω του πεπερασμένου δικτύου τους.
Αποσπασμα 1
“Να μιλήσουμε για την υποδομή, ως μοτέρ πριν βγούμε έξω να ποτίσουμε έπρεπε να έχουμε καλύτερη διαχείριση, γιατί αν έχεις inventer 20 μπεκ ζητάει ο *** στρέμμα να πάει 25, γιατί όταν έχεις Inventer πάνω δουλεύει και σου ελέγχει τη ροή… υπάρχουν στις γεωτρήσεις που λιγόστεψέ το νερό πάρα πολύ, εμάς είχε 20, τώρα βγάζει 11-12 με το ζόρι, και του τιμολόγιο βγαίνει με βάση το τότε μπεκ, και αυτό είναι πρόβλημα, οπότε υπάρχει θέμα και είναι πανάκριβο το νερό, για αυτό θέλει όλες οι γεωτρήσεις να συνδεθούν να γίνουν με υπογειοποίηση, κλειστό δίκτυο.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 2
“σαν νερό αρδευτικό υπάρχει άφθονο, απλά τα τελευταία χρόνια από το 12 και μετά, μέχρι το 12 όλες οι γεωτρήσεις είχαν πολύ νερό, μία γεώτρηση που είχε 65 μπεκ, με αυτό μετράμε το νερό, και είχε καλύτερη άρδευση, τώρα οι περισσότεροι είναι με καρούλια, τα πρώτα χρόνια ξεκινήσαμε όλοι με μπεκ. Τα λάστιχα είναι πιο λίγα, καλύτερη άρδευση γίνεται με τα μπεκ. Και είχε όντως η γεώτρηση και έχει ακόμα, έβγαζε και πότιζε ο άλλος με 4 γραμμές, από το 12 και μετά που μπήκαν τα καρούλια, επειδή δεν μπορούσε να απορροφήσει το νερό, πεταγόταν πολύ νερό στα κανάλια, γιατί πότιζε ο άλλο με ένα καρούλι στα 17-18 μπέκ, και μετά χανόταν το νερό. Και μετά χαλάσανε το αρδευτικό δίκτυο γιατί τρυπήσανε οι σωλήνες δεν μπορούσαν να απορροφήσουν το νερό και την πίεση από το καρούλι”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Αποσπασμα 3
“ναι αυτό 20-16 και έφευγε το νερό, και η γεώτρηση με 60 μπέκ έφτασε ο άλλος να ποτίζει σήμερα με 12 μπεκ, και μοτέρ δεν μπορείς να αλλάξεις γιατί το νερό εδώ σήμερα διοχετεύονται εκτός χωραφιού, χάνεται… γιατί όταν οι γεωτρήσεις που σε μας ήταν πολλές με 65 μπεκ το νερό, πολύ νερό, δεν σκέφτηκαν οι ιθύνοντες τότε εδώ, να βάλουν ένα inverter γιατί ο άλλο δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει 65, μπορούσε να έχει 15, μόλις έφτανε η πίεση εκεί θα πότιζε όσο χρειαζόταν. Τώρα πια χανόταν όλο το νερό, ο ένας πότιζε με 20, ο άλλο 5, ο άλλος άνοιγε σπάγανε οι σωλήνες και δεν έμενε τίποτα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Σε πολλές γεωργικές περιοχές, η έλλειψη νερού στο αρδευτικό δίκτυο εντείνεται ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, κι αυτό που συναντάμε στην περιοχή των Μεγάλων Καλυβιών της ΠΕ Τρικάλων στο δυτικό τμήμα του θεσσαλικού κάμπου, ως μια διανεμητική αδικία. Μέχρι και το 1977 οι αρδευτές της περιοχής, χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά τον Πάμισο και τον Πηνειό για τις αρδευτικές τους ανάγκες, αλλά με τα εκτεταμένα κρατικά προγράμματα επέκτασης των γεωτρήσεων, οδηγήθηκαν στην εκμετάλλευση των υπόγειων νερών. Το ΤΟΕΒ Μεγάλων Καλυβίων που εξυπηρετεί την περιοχή, μία έκταση 22.600 στρεμμάτων, με το αρδευτικό του δίκτυο να εξυπηρετείται από 34 γεωτρήσεις. Ο μη επαρκής εμπλουτισμός και αναπλήρωση του υπόγειου υδροφορέα της περιοχής από παράλληλα έργα εκταμίευσης, όχι μόνο εξάντλησε τα αποθέματα των παραποτάμων του Πηνειού, αλλά με τον καιρό οδήγησε τις γεωτρήσεις σε πολύ μεγάλα βάθη. Η εκτεταμένη περίοδος ξηρασίας, οι κατά καιρούς ανομβρίες εντείναν το φαινόμενο της λειψυδρίας με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρό αρδευτικό έλλειμα στην περιοχή. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι ότι από 10 μέτρα που εκτεινόταν το σκέλος της γεώτρησης για την εκμετάλλευση των υπόγειων υδάτων, σήμερα αντλούν από τα 130-200.
Αποσπασμα 1
“Πριν από τις γεωτρήσεις ποτίζαμε από τα κανάλια από τον ποταμό. Τα παραποτάμια, από το 77 όταν γίναν οι γεωτρήσεις, δεν υπήρχε νερό το τραβούσαν οι γεωτρήσεις…έχουμε τα προβλήματα είναι ότι υπάρχουν περιοχές, είναι μια περιοχή στο χωριό μου για παράδειγμα που χτυπάνε να βρούνε νερό η οποία χτυπάνε να βρουν νερό στα 10, 20, 30 μέτρα και δεν μπορούμε να βρούμε και οι γεωτρήσεις δύο, από 70 μπέκ που είχανε πριν 30 – 40 χρόνια τώρα έχουν 10 ή καθόλου. ναι και οι δύο είναι εκεί που γκρεμιστήκαν κιόλας μία στα Αμπέλια.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Τρικάλων)
Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε από τους εκπροσώπους, είναι ως προς την ισότιμη μεταχείριση των ΤΟΕΒ από την Πολιτεία, δηλαδή η συμπερίληψη. Η συμπερίληψη και η αναγνώριση των τοπικών αναγκών και μικρότερων σε έκταση και δυναμικότητας ΤΟΕΒ σε κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το μέλλον των αρδευτών μιας κοινότητας. Υπάρχει η αίσθηση ότι τα μεγαλύτερα σε γεωγραφική έκταση ΤΟΕΒ και εκείνα που βρίσκονται γεωγραφικά εγγύτερα στα κέντρα διοίκησης της πολιτικής εξουσίας, λαμβάνουν μια προνομιακή μεταχείριση, τόσο στην επίλυση των προβλημάτων τους, καθώς και προτεραιοποιούνται ως προς τις διάφορες αποφάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αδικίας, είναι ότι ενώ υπάρχει θεσμικά και λειτουργικά το ΤΟΕΒ Λίμνης Κάρλας, εκτελεστικά δεν έχει καμία αρμοδιότητα και συμμετοχή στις αποφάσεις για την διαχείριση της λίμνης, ενώ γεωγραφικά υπάρχει μεγάλη εγγύτητα ως προς την Λίμνη.
Απόσπασμα 1
“ναι είναι σημαντικό, υπάρχουν διαφορές. Εγώ έχω ζητήσει πάρα πολλές φορές να πάρουμε μερίδιο, σαν ΤΟΕΒ Κάρλας, όσων αναφορά την διαχείριση και ο λόγος μας να μετράει στην άρδευση της λίμνης. Δεν έχουμε κάποια δικαιοδοσία αυτήν τη στιγμή.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Απόσπασμα 2
“δεν μας ρωτάνε τίποτα, δεν μας δίνουν καθόλου σημασία. Και τους λέω αν δεν υπάρχει εκπροσώπηση από το ΤΟΕΒ Κάρλας, τότε ποιος ο λόγος να λεγόμαστε ΤΟΕΒ Κάρλας; Να το κλείσουμε το μαγαζί και να τελειώσουμε. Αλλά φωνή βοόντος, δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Πιστεύω ότι επειδή το ΤΟΕΒ Πηνίου είναι πιο κοντά στις εξελίξεις”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Υποστηρίχθηκε ακόμη σε αυτό το πλαίσιο, ότι η εφαρμογή τεχνολογιών (πχ. υδρόμετρα) δεν διασφαλίζουν εξ’ ορισμού την ομαλή λειτουργία του διαμοιρασμού της άρδευσης, καθώς οι τεχνικές αυτές λύσεις είναι ευάλωτες στην δολιοφθορά, αν πρώτα δεν συγκροτηθεί μια κουλτούρα αξιοπιστίας και «καλής πρακτικής» στους αρδευτές.
Απόσπασμα 1
“υπάρχουν οι μετρητές τους οποίους δεν τους δίνει και κανένας σημασία, τους αγνοούν. Υπάρχουν για να υπάρχουν. Δηλαδή αν δεν συμφέρει κάποιον θα του ρίξει μία και θα τον σπάσει, θα σε φέρει και θα σου πει «έσπασε»!”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Η ανάγκη απομάκρυνσης της οικονομικής διαχείρισης της άρδευσης από τα ΤΟΕΒ, αναγνωρίστηκε από εκπροσώπους μικρότερων σε έκταση ΤΟΕΒ, ως μια σημαντική παράμετρος που θα βελτίωνε τις σχέσεις των μελών μιας κοινότητας, αλλά και ένα μεγάλο «βαρίδι» στις γραφειοκρατικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις. Η αδικία αυτή είναι σε άμεση συσχέτιση με την γεωγραφική θέση, τον τρόπο άρδευσης αλλά και την έκταση των οργανισμών. Μεγάλο κόστος άρδευσης (κυρίως ως προς το ηλεκτρικό ρεύμα κατανάλωσης), οδηγεί του παραγωγούς σε δυσμενή θέση να αποπληρώσουν το χρέος τους, που μεταφέρεται ως χρέος του ΤΟΕΒ προς τη ΔΕΗ, οδηγώντας τον οργανισμό σε οικονομική δυσμένεια. Επίσης η συνθήκη αυτή επηρεάζει και τις διαπροσωπικές σχέσεις που υπάρχουν σε μια μικρή κοινωνία, που πολλές φορές οδηγεί σε συγκρούσεις και διαπροσωπικές διαμάχες.
Απόσπασμα 1
“ τα βασικά προβλήματα είναι τα οικονομικά, που είναι πεσμένα, γιατί είναι πολύ πεσμένοι οι αγρότες και δεν μπορούν να εξοφλήσουν ούτε τα στραγγιστικά ούτε τα αρδευτικά, αυτά είναι τα βασικά προβλήματα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή του αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Η συνέπεια αυτής της αδικίας έχει διπλή όψη. Από την μία πλευρά ως μία πρόσθετη επιβάρυνση εκείνων των παραγωγών (με γεωτρήσεις) που τους αυξάνει το κόστος της καλλιέργειας συγκριτικά με άλλους αρδευτές που χρησιμοποιούν κλειστά δίκτυα ή επιφανειακά νερά ή ακόμα και κατάκλιση. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του κόστους άρδευσης οδηγεί σε αδυναμία κάποιων παραγωγών να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να καλύψουν το κόστους της άρδευσης στους οργανισμούς τους, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται το χρέος αυτό ως «ζημιά» στους ΤΟΕΒ, που οδηγεί στην χειροτέρευση της οικονομικής τους ευρωστίας, αλλά και επηρεάζοντας τις κοινωνικές σχέσεις των ΔΣ του οργανισμού με τους παραγωγούς αυτούς στην τοπική κοινότητα τους.
Απόσπασμα 1
“ [σταμάτησαν οι γεωτρήσεις διότι ] ότι είναι ασύμφορο να ποτίζεις με το ρεύμα, ποτίζαμε με το έργο του δικτύου με το δίκτυο [της Κάρλας]”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Απόσπασμα 2
“[το μεγαλύτερο κόστος είναι] το ρεύμα αλλά και το κόστος συντήρησης, γιατί λόγω της πτώσης του υδροφόρου ορίζοντα, οι γεωτρήσεις παθαίναν ζημιές. Γινόντουσαν καθιζήσεις και η σωλήνα έσπαγε, ή σου κλείδωνε μέσα το αντλητικό σου συγκρότημα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας])
Η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και ευκαιρίες για επένδυση στο δίκτυο αποτελεί μια διανεμητική αδικία που χαρακτηρίζει τα μικρότερα σε έκταση ΤΟΕΒ. Οι επενδύσεις για την συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου είναι κομβικές ενέργειες για την διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου αλλά και για την εξοικονόμηση της κατανάλωσης του νερού. Η πιο σημαντική μετάβαση που πραγματοποιείτε σήμερα είναι η μετάβαση σε κλειστά δίκτυα άρδευσης, για την μέγιστη δυνατή εξοικονόμηση του νερού στο δίκτυο διάθεσης, παράλληλα με αλλαγές πρακτικών στην τελική χρήση, όπως στάγδην άρδευση. Το οικονομικό σκέλος δηλαδή, το κόστος για την πραγματοποίηση της μετάβασης αυτής όμως αποτελεί ένας μεγάλο αγκάθι. Δύο σημαντικά προσκόμματα που αποτελούν δομικά χαρακτηρίστηκα της οργάνωσης και της λειτουργείας των γεωγραφικά πολύ περιορισμένων ΤΟΕΒ είναι η το μέγεθος της έκτασης της αρμοδιότητας τους και κατ’ επέκταση το πλήθος αρδευτών που εξυπηρετεί και η περιορισμένη δυνατότητά τους για οικονομική ανάπτυξη που σχετίζεται με την ευρωστία τους.. Περιορισμένη γεωγραφική έκταση ενός ΤΟΕΒ σημαίνει μικρότερο εύρος αρδευτών άρα και περιορισμένο πλαίσιο δράσης και ανάπτυξης, λόγω περιορισμένου διαθέσιμου αποθεματικού που συλλέγεται μέσα από τα αρδευτικά τέλη. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει αδυναμία κάλυψης πάγιων λειτουργικών εξόδων για προσωπικό σε οργανικές θέσεις στον Οργανισμό για την κάλυψη διαφόρων αναγκών, με τις ανάγκες αυτές να καλύπτονται στον βαθμό που είναι δυνατό από μέλη του ΔΣ ή με εξωτερικούς συνεργάτες όπου είναι αυτό οικονομικά εφικτό. Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά πλαίσια, απαιτεί την κατάρτιση τεχνικών μελετών και ένα πλήθος άλλων γραφειοκρατικών αναγκών που ξεπερνούν τις δυνατότητες αυτών των ΤΟΕΒ, με αποτέλεσμα να αποκλείονται λόγω οργανωτικών αδυναμιών. Ειδικότερα μετά τις καταστροφές, το μεγαλύτερο ζήτημα που απασχόλησε τα μέλη του ΔΣ των οργανισμών αυτών, ήταν η αποκατάσταση του δικτύου τους.
Απόσπασμα 1
” σαν ΤΟΕΒ δεν παρεμβαίνουμε. Ούτε ακολουθεί ο αγρότης της παραινέσεις του ΤΟΕΒ, ασκούνε πίεση και θέλουν νερό, κάνουμε ότι θέλουμε στο χωράφι μας. Κάντε ότι θέλετε εμείς θέλουμε νερό! Θέλουμε νερό! Ο ΤΟΕΒ είχε γύρω στις 14-15 γεωτρήσεις εξ’ αυτόν κάποιες ατονήσαν τελείως, λόγω ότι χάλασαν και δεν μπόρεσαν να αντικατασταθούν, λοιπόν, κάποιες εργάζονται, κάποιες δεν έχουν ρεύμα. Αυτές που δεν έχουν ρεύμα πρέπει να πλήρωσαν γιατί είναι δυσβάσταχτο το κόστος, κάποιοι όμως μαζέψαν τα χρήματα και πήγαν, δώσαν έναντι στην ΔΕΗ να κάνει επανασύνδεση. Αλλά με την φτώχεια την οποία φέρνει φέτος η κατάσταση αυτή βλέπω να μην πληρώνουν και να μην παίρνει νερό, κανένας!”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Απόσπασμα 2
“[-μεγάλωνε τον κύκλο] όχι γιατί άρχισαν να περιορίζουν και τα στρέμματα, γιατί έλεγαν φέτος πόσα στρέμματα έχει αυτή η πομόνα, σηκώνει 200 στρέμματα. Από τα 200 είναι να σπείρω 50, ε δεν θα σπείρω 50 θα σπείρω 30 για να μου φτάνει κατάλαβες, υπήρχε και μια, άρχισαν να συνειδητοποιούν το πρόβλημα. Ότι δεν φτάνει το νερό!”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Απόσπασμα 3
” ε δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν εντάσεις. Και τώρα υπάρχουν εντάσεις με το δίκτυο που ήταν ελεύθερο και είχε πάρα πολύ νερό δεν μας περιόριζε … Πάντα υπήρχαν οι πονηροί ας το πω ας τους ονομάσω έτσι όπου αντί για ρίξουν 10 ώρες νερό έριχναν 12 – 14 ώρες, δεν του έλεγχε κανείς. Δεν έλεγχε κανείς όσες ώρες ήθελε πότιζε. Αφθονία του νερού. Όταν όμως άρχισε να στερεύει το νερό, τότε άρχισαν και μεταξύ τους εσύ κόψτε το εσύ άστο, γιατί σταμάτα να ποτίζεις, δεν θα φτάσει!”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών και την γεωλογική σύσταση των εδαφών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Το μεγαλύτερο κόστος στην παραγωγή είναι η χρήση του ηλεκτρισμού που χρειάζεται για να λειτουργήσει μία γεώτρηση. Οι αρδευτές της περιοχής αναγνωρίζουν ότι οι έχοντες πρόσβαση στο δίκτυο της Κάρλας είναι σε προνομιακή θέση έναντι εκείνων που στηρίζονται στις γεωτρήσεις για την άρδευση των καλλιέργειών τους και η συγκεκριμένη πρακτική (χρήση πομόνας) αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής , άρα μειώνει και το καθαρό εισόδημα των παραγωγών. Σε κάποιες περιπτώσεις, η χρήση και η συντήρηση της γεώτρησης κρίνεται ως ασύμφορη πρακτική για την άρδευση, ειδικότερα όταν παρουσιάζει πολλά προβλήματα στην λειτουργία της και σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής του ρεύματος, οδηγεί αρκετούς παραγωγούς να εγκαταλείπουν τις αρδευόμενες καλλιέργειες αν όχι στο σύνολό τους σε ένα μεγάλο μέρος όπου το κόστος επισκευής και άντλησης (σε εξάρτηση με το βάθος της άρδευσης) ξεπερνούσε το κόστος παραγωγής ή άφηνε ελάχιστα περιθώρια κέρδους. Μετά τις πλημμυρικές καταστροφές η επισκευή και συντήρηση των γεωτρήσεων που καταστράφηκαν, αποτελεί ένα ακόμα μεγάλο αγκάθι για τους παραγωγούς της Θεσσαλίας.
Απόσπασμα 1
” [η λειτουργία του συστήματος από την Κάρλα] φυσικά και θα βοηθούσε πάρα πολύ στο μικρό κλίμα της περιοχής λοιπόν και από κει και πέρα και στην άρδευση, γιατί ένα κομμάτι της άρδευσης λοιπόν που ξεκίνησε με το με το πρόγραμμα δόθηκε επιλεκτικά στο Ριζόμηλο, μέρος στο Στεφανοβίκειο, μικρό μέρος, μέρος του Αγίου Γεωργίου και μέρος του Βελεστίνου, το οποίο εδώ και τρία τέσσερα χρόνια που του δώσαν να πούμε πιλοτικά δούλεψε πάρα πολύ καλά, λοιπόν εντός παρενθέσεως το πάρα πολύ καλά, ποτίζαμε με πολύ χαμηλό κόστος σχεδόν μηδενικό. Λοιπόν είδαμε ότι είχαμε ένα κέρδος όσον αφορά να πούμε το ρεύμα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Απόσπασμα 2
“μας έχει επηρεάσει και η αγωνία των αγροτών είναι πάρα πολύ μεγάλη…αν θα δουλέψει το σύστημα για το αν θα αρδεύσουμε. Δηλαδή η συζήτησή μας περιστρέφετε σε καθημερινή βάση μεταξύ των συγκεντρώσεων που κάνουμε και τις παρέες, είναι αν θα έχουμε νερό τον κατάλληλο καιρό. Δηλαδή ο κατάλληλος καιρός για την άρδευση αρχίζει από τώρα μέσα Μαρτίου που καλλιεργούν, γιατί τώρα με την πλημμύρα πολλά τριφύλλια χαθήκαν , πολλά τέτοια και πρέπει να ξανασπαρθούν. Και Λένε: θα σπαρθεί, θα έχει όμως νερό να ποτίσω; Και μετά μπαίνουμε στην καλλιέργεια του καλαμποκιού και του βαμπακιού. Και λέμε αν θα έχει νερό φέτος. Γιατί οι γεωτρήσεις αφού εγκαταλείφθηκαν 4 χρόνια, είμαστε αβέβαιοι αν θα πάρουν μπρός, και λόγω της πλημμύρας ήρθαν ξένα φερτά νερά/υλικά μπήκαν μέσα στις γεωτρήσεις. Γιατί δεν απέχει πολύ. Κατά συνέπεια μαζί με το νερό που πήραν ήρθαν και φερτά υλικά και δεν ξέρουμε αν θα δουλέψει. Εγώ από τις 4 που έχω, μου φαίνεται ότι δεν θα δουλέψει καμία. Δυο που δοκίμασα να δω αν γεμίζουν, δεν λειτουργούν, δε γυρίζουν.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Μαγνησίας)
Η ελλιπής ή περιορισμένη χρηματοδότηση αρδευτικών υποδομών από τους φορείς του δημοσίου, είναι μια αδικία αναγνώρισης από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ καθώς η επέκταση των διαθέσιμων μέσων για την ολοκλήρωση της άρδευσης τους επηρεάζει άμεσα τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην λειτουργία της άρδευσης του καλοκαιρινούς μήνες. Η μετάβαση σε κλειστό δίκτυο άρδευσης αναγνωρίζεται ως πιο σημαντική επένδυση που θα λύσει τα περισσότερα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΤΟΕΒ και ειδικότερα του Πηνειού που το μεγαλύτερο εύρος του δικτύου του στηρίζεται σε ανοιχτά κανάλια. Η μετάβαση σε κλειστό δίκτυο θα εξοικονομούσε σημαντικές ποσότητες του διαθέσιμου νερού για άρδευση, αφού σχεδόν θα εκμηδένιζε τις απώλειες κατά την μεταφορά, λόγω της βύθισης και της εξάτμισης που πραγματοποιείτε κυρίως στους πολύ θερμούς μήνες. Επιπλέον θα υπήρχε και η δυνατότητα για αποτελεσματικό έλεγχο και παρακολούθηση της κατανάλωσης που θα μείωνε φαινόμενα κατασπατάλησης και αλόγιστης χρήστης του. Υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ Πηνειού, ότι ενώ ενδεχομένως το κλειστό δίκτυο είναι μια ρεαλιστική λύση, ως προς την υλοποίησή του για μικρές εκτάσεις δράσης, σε μεγάλο πεδίο εφαρμογής, όπως αυτό που δραστηριοποιείται ο ΤΟΕΒ Πηνειού, είναι σχετικά απίθανό να μπορέσει ο οργανισμός να υποστηρίξει αυτήν την μετάβαση με ίδια κεφάλαια ή με την μορφή δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα (λόγω απαίτησης υψηλών εγγυήσεων). Επίσης η έλλειψη υλοποίησης σημαντικών έργων όπως η λειτουργία των φραγμάτων της Μεσοχώρας και της Συκιάς (και των συνοδών έργων) για την ενίσχυση του Πηνειού από τον Αχελώο, δυσχεραίνει τον προγραμματισμό για την αναζήτηση της απαραίτητων αποθεματικών για την άρδευση. Επίσης το φράγμα της Γυρτώνης, το οποίο είναι στη δικαιοδοσία του αρμόδιου Υπουργείου, δεν αποτελεί μέρος του προγραμματισμού της άρδευσης του ΤΟΕΒ, καθώς υπάρχει η δυνατότητα χρήσης του μόνο τρείς καλοκαιρινούς μήνες όπου στην πράξη λειτούργησε μόνο για την τελευταία διετία 2022-2024.
Αποσπασμα 1
“- κλειστό δίκτυο, για [να μειώσει] τις απώλειες του νερού και βύθισης και εξάτμισης και σπατάλης.
-θεωρείτε ότι το κλειστό δίκτυο ενδεχομένως θα μειώσει και τις ανισότητες;
-σίγουρα! Ή επίσης δίνει πάρα πολλές επιλογές εφαρμογής, θα μπορούσαν να μπούνε υδρομετρητές, ώστε να ξέρουμε ο καθένας τι νερό καταναλώνει, και άλλα τόσα. Αλλά τώρα σε ένα δίκτυο 200.000 στρεμμάτων με τόσους χιλιάδες αρδευτές, δεν ξέρω πως μπορεί να υλοποιηθεί. Εννοώ από κλοπές από παραβάσεις από-από… τα έχουμε και αυτά…”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“ έχουμε βάλει και κάμερες και συναγερμούς, αλλά εμείς εδώ έχουμε πάρα πάρα πολλά, μπορεί και 200 αντλιοστάσια, δεν διασφαλίζονται όλα. Κι ούτε εμείς μπορούμε να είμαστε αναπάσα στιγμή εκεί σκοπιά.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Το Τ.Ο.Ε.Β. ΠΗΝΕΙΟΥ αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση δράσης οργανισμό στην Λάρισα και ένα από τα μεγαλύτερα στην Θεσσαλία και στην Ελλάδα. Λόγω της μεγάλης γεωγραφικής έκτασης που καλύπτει εξυπηρετεί αρδευτές με διαφορετικές τεχνικές, δηλαδή το δίκτυο που χρησιμοποιεί εκτείνεται σε μεγάλο μέρος στο επιφανειακό αλλά και σε μικρότερο βαθμό σε υπόγειο (περίπου 50 γεωτρήσεις). Συνολικά εξυπηρετεί με έκταση περιμέτρου 145.000 στρεμμάτων, όπου σε περιπτώσεις φτάσει και τα 240.000 στρέμματα με την χρήση του ταμιευτήρα της Κάρλας. Η διαχείριση των επιφανειακών υδάτων, εκτείνεται σε δύο Περιφερειακές Ενότητες (πρώην νομοί), της Λάρισας μέχρι και της Μαγνησίας, μια γεωργική γη που εκτείνεται σε πάνω από 140 χωριά και πόλεις στη Λάρισα, το Βόλο, την Αγιά και το Βελεστίνο. Ο έλεγχος και η ασφάλεια της έκτασης του ανοιχτού δικτύου αποτελεί ζωτικής σημασίας για την διαφύλαξη της ποιότητας του νερού, που κινδυνεύει τόσο από βιομηχανικά λύματα, όσο και από κατασπατάληση από μη εγκεκριμένους αρδευτές (φαινόμενα free rider) που εκμεταλλεύονται τη διαθεσιμότητα του νερού παρανόμως με πρόχειρα αυτοσχέδια μη μόνιμα φράγματα επί του ποταμού Πηνειού. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζει ευρύτερα η περιοχή εξυπηρέτησης του ΤΟΕΒ, είναι η λειψυδρία τους καλοκαιρινούς μήνες. Η άρδευση στο δίκτυο του Πηνειού πραγματοποιείτε με τη βοήθεια κατάλληλων αγωγών – αντλιοστασίων που κατευθύνουν το νερό με τσιμενταύλακες (κανάλια) σε αποστραγγιστικές / αρδευτικές τάφρους ή στα 12 τοπικά έργα ταμίευσης υδάτων. Τα αντλιοστάσια λειτουργούν όλο τον χρόνο εκτός του Οκτώβρη και Νοέμβρη με σκοπό του χειμερινούς μήνες την εκταμίευση και τους καλοκαιρινούς μήνες την χρήση του νερού κατά την αρδευτική περίοδο (15 Απριλίου – 15 Σεπτεμβρίου). Τα πολλαπλά αντλιοστάσια είναι κρίσιμα για την διαχείριση του δικτύου ως προς την κατεύθυνση της άρδευσης. Όμως προς το τέλος της αρδευτικής περιόδου, σε συνάρτηση με την συχνότητα των βροχοπτώσεων των προηγούμενων μηνών, το (εκταμιευμένο και τρεχούμενο) νερό δεν επαρκεί με αποτέλεσμα να απαιτείται ο δανεισμός ποσοτήτων από την Λίμνη Πλαστήρα, έτσι ώστε να συνεχιστεί ομαλά η άρδευση για όλους τους αρδευτές. Η εξάρτηση από το ανοιχτό δίκτυο (επιφανειακά ύδατα) του Πηνειού, είναι μια διανεμητική αδικία για τους αρδευτές της περιοχής καθώς σε συνδυασμό με φαινόμενα λειψυδρίας από την εξάτμιση τους πολύ θερμούς μήνες του καλοκαιριού, τους καθιστά ευάλωτους σε περιόδους εκτεταμένης ξηρασίας, όπου τόσο το θυρόφραγμα της Γυρτώνης, όσο και η τα αποθεματικά της λίμνης Κάρλας δεν επαρκούν να καλύψουν τις ανάγκες, αποτέλεσμα την άμεση εξάρτηση από τα διαθέσιμα αποθέματα της Λίμνης Πλαστήρας και την μεταφορά τους από την Καρδίτσα.
Αποσπασμα 1
“Ισχύει ειδικά όταν υπάρχουν προσπάθειες το καλοκαίρι για να φέρουμε νερό από την Καρδίτσα από την Λίμνη Πλαστήρα κτλ υπάρχουν κάποιοι που το εκμεταλλεύονται κατευθείαν παρανόμως.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“το καλοκαίρι έχουμε [ζητήματα διάθεσης νερού]… ευτυχώς, έχουμε πάρα πολύ νερό τελευταία και από την Περιφέρεια, από την λίμνη Πλαστήρα, που παίρνουμε ένα πολύ μεγάλο ποσό. Το δύσκολο είναι στις αρχές Αυγούστου έχουμε πολύ μεγάλη βοήθεια από εκεί.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Υποστηρίχθηκε σε αυτό το πλαίσιο ότι ένα μεγάλο έλλειμα που θα μπορούσε να καλύψει ο νέος οργανισμός είναι αυτό της σχεδίασης και υλοποίησης νέων υποδομών που είναι κρίσιμες για την άρδευση, όπως κρίνεται κατά τόπους με βάση τις τοπικές ανάγκες της κάθε περιοχής.
Αποσπασμα 1
“τι να κάνει; Να μειώσει της ανισότητες, θα υπάρχουν δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν και πιστεύω ότι εκεί θα μπορούσε να εστιάσει ο φορέας για να μην υπάρχουν ανισότητες και να υπάρχει και σωστή λειτουργία. Να φέρει μια ισορροπία όλων των αρδευτών σε όλη τη Θεσσαλία…να δει τι ελλείψεις έχει η κάθε περιοχή να κάνει κάποιες μελέτες έτσι; να ρωτήσει εμάς να πούμε πως μπορεί να γίνει και να κάνει μελέτες ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες μεταφοράς του νερού, των αγωγών των ελευθέρων των γεωτρήσεων τι μπορεί να κάνει ώστε να μειωθεί το κόστος.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“Σίγουρα θέλουμε κάποιον να μας ελέγχει να του μεταφέρουμε τα προβλήματά μας, να τα υλοποιεί να έχει μηχανισμό να τα υλοποιεί, μηχανικούς ιστορίες, να προωθεί τις μελέτες, εμείς να του λέμε τι να κάνει, να έρχεται να μας ελέγχει οικονομικά, αλλά στην ουσία τι ; πρέπει να έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και ελεγκτικό χαρακτήρα για μένα, να παραμείνουν οι ΤΟΕΒ, δεν μπορεί με τίποτα ένας όλη τη Θεσσαλία να μπορέσει να την ελέγξει.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η ανάγκη απομάκρυνσης της οικονομικής διαχείρισης της άρδευσης από τα ΤΟΕΒ, αναγνωρίστηκε από εκπροσώπους μικρότερων σε έκταση ΤΟΕΒ, ως μια σημαντική παράμετρος που θα βελτίωνε τις σχέσεις των μελών μιας κοινότητας, αλλά και ένα μεγάλο «βαρίδι» στις γραφειοκρατικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις. Η αδικία αυτή είναι σε άμεση συσχέτιση με την γεωγραφική θέση, τον τρόπο άρδευσης αλλά και την έκταση των οργανισμών. Ειδικότερα για την περιοχή των Φαρσάλων που το μεγαλύτερο κόστος που καλούνται να πληρώσουν οι αρδευτές, είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, οδηγεί αρκετούς παραγωγούς σε δυσμενή θέση να αποπληρώσουν το χρέος τους, που μεταφέρεται ως χρέος του ΤΟΕΒ προς τη ΔΕΗ, οδηγώντας τον οργανισμό σε οικονομική δυσμένεια. Επίσης η συνθήκη αυτή επηρεάζει και τις διαπροσωπικές σχέσεις που υπάρχουν στην κοινότητα, που πολλές φορές οδηγεί σε συγκρούσεις και διαπροσωπικές διαμάχες. Ενώ μέχρι το 2020 η Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος κάλυπτε το κόστος των οφειλετών ώστε να λειτουργήσουν ομαλά οι ΤΟΕΒ, από το 2020 και μετά έπρεπε οι διοικήσει των ΤΟΕΒ να μαζεύουν τα χρήματα που όφειλαν οι αρδευτές στον Οργανισμό, ώστε να καλύψουν τα χρέη του Οργανισμού συλλογικά στην ΔΕΗ. Αυτό λειτουργούσε ανασταλτικά για την ομαλή λειτουργία των ΤΟΕΒ που έπρεπε να ρυθμίζουν τα χρέη τους προς τη ΔΕΗ, ενώ η μοναδική εναλλακτική που έχουν είναι να βεβαιώνουν τα χρέη των αρδευτών στην Εφορία, ώστε μέσω διακανονισμών να λαμβάνουν ένα μικρό μέρος κάθε μήνα από τους διακανονισμούς των οφειλετών με την Εφορία.
Αποσπασμα 1
“μετά το 2020 τι έγινε; εμείς μαζεύουμε χρήματα και βασιζόμαστε στην καλή θέληση του κάθε αρδευτή να μας πληρώσει, οπότε μπήκαμε σε μία διαδικασία τέτοια που αν είχαμε την οικονομική δυνατότητα που είχαμε πριν την ευμάρεια που είχαμε τότε θα πηγαίναμε πολύ πιο καλά, δηλαδή να σου πω τώρα απλά πράγματα, ότι αυτή τη στιγμή μας οφείλουν πάνω από 2 εκατομμύρια, όλα αυτά τα χρόνια τα τελευταία τα τελευταία χρόνια όταν ήρθαμε εδώ επειδή και εμείς τα αφήναμαι λίγο, επειδή εμείς είμαστε και παραγωγοί λίγο λάσκα εκεί έχουμε κι εμείς μία ευθύνη τους αφήναμε λίγο με ρυθμίσεις και ιστορίες και επειδή ήταν και πιο φθηνό το ρεύμα... Αν είχαμε τα δύο εκατομμύρια [από τις οφειλές] θα κάναμε και άλλα σχέδια, έχουμε προβλήματα τέτοια και δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε για να λέμε και την αλήθεια έτσι”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για αγροτική χρήση από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή τους αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία αναγνώρισης που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Σχεδόν το 80% του κόστους της παραγωγής αποτελεί το κόστος του ηλεκτρισμού. Η περιοχή των Φαρσάλων (ΤΟΕΒ Ενιπέας Φαρσάλων) στηρίζεται αποκλειστικά στην άρδευση των υπόγειων υδάτων, επομένως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι το σημαντικότερο κόστος των αρδευόμενων καλλιεργειών για τους παραγωγούς της περιοχής. Η συνέπεια αυτής της αδικίας έχει διπλή όψη. Από την μία πλευρά ως μία πρόσθετη επιβάρυνση των παραγωγών που τους αυξάνει το κόστος της καλλιέργειας συγκριτικά με άλλους αρδευτές που χρησιμοποιούν κλειστά δίκτυα ή επιφανειακά ύδατα ή ακόμα και κατάκλιση. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του κόστους άρδευσης οδηγεί σε αδυναμία κάποιων παραγωγών να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να καλύψουν το κόστους της άρδευσης στους οργανισμούς τους, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται το χρέος αυτό ως «ζημιά» στους ΤΟΕΒ, που οδηγεί στην χειροτέρευση της οικονομικής τους ευρωστίας, αλλά και επηρεάζοντας τις κοινωνικές σχέσεις των ΔΣ του οργανισμού με τους παραγωγούς αυτούς στην τοπική κοινότητα τους. Ενώ ο Ενιπέας Φαρσάλων επιχείρησε να επιλύσει αυτό το ζήτημα με την δημιουργία φωτοβολταϊκών πάρκων που θα εξυπηρετούσαν αποκλειστικά τις ανάγκες των παραγωγών της περιοχής, το ζήτημα της χρηματοδότησης (δια εγγυητικών από Τράπεζες) στάθηκε το μεγαλύτερο πρόσκομμα για την υλοποίηση αυτής της ενέργειας σε συνδυασμό με την πεπερασμένη ικανότητα μεταφοράς των δικτύων ηλεκτρισμού της περιοχής, όπου είναι κατειλημμένα, από ιδιωτικές επενδύσεις παρόχων ηλεκτρισμού, που χρησιμοποιούν το υφιστάμενο πεπερασμένο δίκτυο.
Αποσπασμα 1
“300, 350 μέτρα, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι σε περίοδο, σε περιόδους ξηρασίας αντιμετωπίζουμε πρόβλημα με τη στάθμη στο νερό, κατεβαίνει κάτω, ένα άλλο πρόβλημα που έχουμε είναι ότι έχουμε πολύ υψηλό κόστος τα τελευταία χρόνια, μετά το τα τελευταία 4 χρόνια μετά τη ρήτρα αναπροσαρμογής στη ΔΕΗ, είναι πολύ μεγάλο το πρόβλημα…και ένα άλλο που ξεκινήσαμε το είχα ξεκινήσει το 13/14 για να κάνουν φωτοβολταϊκά πάρκα εδώ για την εξοικονόμηση, 2,5 εκατομμύρια ρεύμα τα δυόμιση εκατομμύρια θα μπορούσαμε να τα γλιτώσουμε, βρήκαμε μέρος μας παραχώρησε ο δήμος μέρος 35 στρέμματα για να κάνουμε, καμία τράπεζα δεν μας χρηματοδοτούσε”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“το ξεκίνησα εγώ το 13-14 περίπου, βρήκαμε την έκθεση κάναμε τη μελέτη κάναμε αυτά, καμία τράπεζα δεν μας χρηματοδοτεί, γιατί πώς θα πάρει το χρήμα; η τράπεζα δεν της έφτανε μόνο το ρεύμα ήθελε και εγγύηση, και ήθελε τι; όλοι οι παραγωγοί να υπογράψουν πράγμα που δεν γίνεται, ή ήθελε το διοικητικό συμβούλιο να βάλει τα προσωπικά του περιουσιακά στοιχεία εκεί σαν εγγύηση, που είναι επίσης τρελό... είναι και το λάθος της πολιτείας ήταν εκεί που έπρεπε να δίνει προτεραιότητα στη ΔΕΥΑΛ στους ΤΟΕΒ και σε αυτά να κάνουν τσάμπα φωτοβολταϊκά πάρκα για να κερδίσουν από αυτά τα χρήματα, όχι να παίρνω εγώ ρεύμα, να παίρνω ανταποδοτικό ναι είναι αυτό το net metering…”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και ευκαιρίες για επένδυση στο δίκτυο αποτελεί μια διανεμητική αδικία που χαρακτηρίζει τόσο τα μικρότερα σε έκταση ΤΟΕΒ, όσο και εκείνα που τα πάγια έξοδά τους, όπως το κόστος του ηλεκτρισμού, αφήνει λίγα περιθώρια για περεταίρω επενδύσεις στο δίκτυο από τα διαθέσιμα αποθεματικά του Οργανισμού.. Οι επενδύσεις για την συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου είναι κομβικές ενέργειες για την διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου αλλά και για την εξοικονόμηση της κατανάλωσης του νερού. Η πιο σημαντική μετάβαση που πραγματοποιείτε σήμερα είναι η μετάβαση σε κλειστά δίκτυα άρδευσης, για την μέγιστη δυνατή εξοικονόμηση του νερού στο δίκτυο διάθεσης, που είναι και το βασικότερο βήμα για την περεταίρω εξοικονόμηση της άρδευσης σε μία περιοχή όπου η στάγδην άρδευση στην τελική κατανάλωση αποτελεί την κυρίαρχη τεχνική ποτίσματος. Το οικονομικό σκέλος δηλαδή, το κόστος για την πραγματοποίηση της μετάβασης αυτής όμως αποτελεί ένας μεγάλο αγκάθι. Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά πλαίσια, απαιτεί την κατάρτιση τεχνικών μελετών και ένα πλήθος άλλων γραφειοκρατικών αναγκών που ξεπερνούν τις δυνατότητες αυτών των ΤΟΕΒ. Μία σημαντική αδικία για τους αρδευτές των Φαρσάλων είναι η έλλειψη σημαντικών υποδομών εκταμίευσης. Οι υποδομές αυτές θα μπορούσαν να θωρακίσουν την περιοχή τόσο ως προς τον αντιπλημμυρικό τους χαρακτήρα, αλλά και να προσφέρουν εναλλακτικούς τρόπους άρδευσης ώστε να αποφορτιστεί η περιοχή από την υπερκεκμετάλλευση των ήδη στα όρια εξάντλησης υπόγειων υδάτων. Αναγνωρίζεται από τους εκπροσώπους της περιοχής ότι αρκετά έργα που ανακοινώθηκαν από διάφορες κυβερνήσεις δεν προχώρησαν. Τα σημαντικότερα εκ των οποίων, που θα μπορούσαν να προσφέρουν πραγματικά λύσεις στα ζητήματα των αρδευτών της περιοχής είναι η ολοκλήρωση των φραγμάτων της Σκοπιάς και της Πύλης, στον σχεδιασμό και υλοποίηση των φραγμάτων σε Ναρθάκι (Λουτζιακόρεμα) και Δίλοφο (Κακλιτζόρεμα) καθώς και πλήθος συνοδών λιμνοδεξαμενών – ταμιευτήρων. Τα δύο παραπάνω φράγματα στο Ναρθάκι και Δίλοφο θα έχουν χωρητικότητα 711.000 και 1.700.000 κυβικών μέτρων νερού αντίστοιχα, και θα ανακουφίσουν την πίεση που ασκείτε αυτή τη στιγμή στην άρδευση της περιοχής. Επιπλέον το έργο εμπλουτισμού των δεξαμενών Υπέρειας – Ορφανών, το οποίο περιέχει 8 δεξαμενές για την επαρχία Φαρσάλων και τρεις για τον νομό Καρδίτσας, με παράλληλες υπογειοποιήσεις δικτύου 180.000 μέτρων ώστε να εξυπηρετήσει 50.000 στρέμματα στην επαρχία Φαρσάλων. Η υλοποίηση αυτών των υποδομών κρίνεται από τους εκπροσώπους της περιοχής ως μια βασική προϋπόθεση για να μην συνεχιστεί η εγκατάλειψη των χωραφιών των διαφόρων περιοχών.
Αποσπασμα 1
“εμείς εδώ, δηλαδή δεν έγινε ποτέ μέχρι τώρα, τώρα ξεκινάει, δηλαδή ή θα πνιγόμαστε ή θα καιγόμαστε, ένα από αυτά τα δύο με τις πλημμύρες δηλαδή το νερό που φεύγει δεν έγιναν έργα υποδομής για να μπορούν να κρατάνε το νερό το χειμώνα, δεν έγιναν φράγματα δεν έγιναν ταμιευτήρες… Η ερημοποίηση θα υπάρξει είναι σίγουρο αν δεν γίνουν κάποια αυτά τα έργα και αν δεν γίνουν γρήγορα θα υπάρχει.,, Δηλαδή εκτός το ότι κατεβαίνουμε στις γεωτρήσεις είπαμε ότι κατεβαίνουμε στο βάθος των γεωτρήσεων υπάρχει και το άλλο το κόστος αντικατάστασης, όποια γεώτρηση χαλάει δεν μπορεί εύκολα την εγκαταστήσει κανένας να την αντικαταστήσει κανένας δεν μπορεί έτσι δεν υπάρχει δυνατότητα οικονομική, πριν από 15 χρόνια ξέρω γω ανοίγαμε γεωτρήσεις γιατί έτσι.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“κοίταξε εμείς δεν μπορούμε να έχουμε τέτοια πρόσβαση εδώ πέρα, δεν μπορεί να έχουμε, γιατί εμείς τι μπορεί να γίνει; αυτό το νερό που είναι είτε τα βρόχινα να νερά να μαζεύονται σε κάποιες περιοχές σε δεξαμενές είτε το χειμώνα που είναι πιο πάνω ο υδροφόρος ορίζοντας οι γεωτρήσεις να ρίχνουν σε κάποιες δεξαμενές μέσα όταν δεν υπάρχει έτσι; όταν είναι ξηρασία, να ρίχνουν εκεί να γεμίζουνε οι δεξαμενές και από εκεί να μπορούμε να το παίρνουμε το νερό, εμείς δεν έχουμε εδώ ούτε ποτάμι ούτε δηλαδή ο Ενιπέας να φανταστείς τώρα άμα πας δεν έχει νερό.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών και την γεωλογική σύσταση των εδαφών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Το μεγαλύτερο κόστος στην παραγωγή είναι η χρήση του ηλεκτρισμού που χρειάζεται για να λειτουργήσει μία γεώτρηση, καθώς στην περιοχή των Φαρσάλων είναι μια καθολική πρακτική άρδευσης με τις μέχρι σήμερα διαθέσιμες υποδομές. Οι αρδευτές της περιοχής αναγνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική (χρήση πομόνας) αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής , άρα μειώνει και το καθαρό εισόδημα των παραγωγών. Επειδή η άρδευση στηρίζεται αποκλειστικά στην χρήση γεωτρήσεων, οι δαπάνες για τον ηλεκτρισμό σε ετήσια βάση ανέρχονται κοντά στα 2-2,5 εκατομμύρια ευρώ, ένα κόστος που επωμίζονται οι αρδευτές των Φαρσάλων και επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητά τους συγκριτικά με άλλες περιοχές με επιφανειακά ύδατα ή τεχνητές λίμνες-ταμιευτήρες, και αυξάνει κατακόρυφα το κόστος τους στην εκάστοτε αρδευτική καλλιέργεια. Δηλαδή το αρδευτικό τέλος συμπαρασύρετε από το κόστος του ηλεκτρισμού που μειώνει δραματικά τα περιθώρια κερδοφορίας των παραγωγών της περιοχής.
Αποσπασμα 1
“όλες τις 185-187 [γεωτρήσεις] συν τα 10 αντλιοστάσια. Τώρα πληρώνουμε 2,5 εκατομμύρια ρεύμα, τα 800 [που ήταν παλαιότερα το κόστος] έγιναν 2,5 εκατομμύρια. Δηλαδή το κόστος είναι πολύ μεγάλο, τα βάθη των γεωτρήσεων είναι πολύ μεγάλα δεν έχουμε επιφανειακά νερά, γινόμαστε ήδη μη ανταγωνιστικοί, παρ’ όλο που η επαρχία Φαρσάλων είναι από τους πιο έφορους κάμπους, τελικά τείνουμε να γίνουμε μη ανταγωνιστικοί… όταν ένα ΤΟΕΒ π.χ Ταυρωπός, Πηνειός, έχουν ελεύθερα από λίμνες και έχουν αρδευτικό τέλος στα 7-8 10€ το στρέμμα εμείς έχουμε, αυτή τη στιγμή έχουμε 71 ευρώ μέσο όρο, το κόστος.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Στην περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, της πόλης των Φαρσάλων και του ΤΟΕΒ Ενιπεά Φαρσάλων, που εξυπηρετεί περίπου 6.800 αρδευτές από Φάρσαλα και κάποια κοντινά χωριά υπάρχει ζήτημα άρδευσης και είναι σοβαρό. Σε αντίθεση με τα υδρολογικά χαρακτηρίστηκα της Λάρισας, το ΤΟΕΒ Φαρσάλων δεν έχει πρόσβαση σε επιφανειακά ύδατα, καθώς η άρδευση εξυπηρετείτε αποκλειστικά με χρήση γεωτρήσεων δηλαδή με βάση την διαθεσιμότητα των υπόγειων υδροφορέων. Το ΤΟΕΒ διαχειρίζεται περίπου 187-197 ενεργές γεωτρήσεις, 11-12 αντλιοστάσια, ένα αρδευτικό δίκτυο περίπου 550 χλμ., και περίπου 1,5 εκατομμύριο μέτρα σε στραγγιστικά χαντάκια. Τα σημάδια της λειψυδρίας εμφανίζονται στην περιοχή, καθώς τα τελευταία 10 χρόνια η άντληση από τις γεωτρήσεις έχει επεκταθεί σε μεγάλα βάθος, από τα 100 έχει φτάσει στα 300, 350 μέτρα. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα κομβικό καθώς στην επαρχεία Φαρσάλων υπάρχουν αδειοδοτημένες 2.500 γεωτρήσεις. Κατά αυτήν την έννοια οι αρδευτές στα Φάρσαλα είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι σε περιόδους λειψυδρίας με χαμηλή στάθμη των υπόγειων υδάτων που είναι κρίσιμος παράγοντας της ανάπτυξης των καλλιεργειών και της παραγωγής του αγροτικού πληθυσμού της περιοχής. Οι συνθήκες αυτές έχουν οδηγήσει στην υιοθέτηση άνω του 95% του αγροτικού πληθυσμού σε στάγδην άρδευση για την εξοικονόμηση του νερού. Επίσης λόγω των κλιματολογικών συνθηκών της περιοχής η πλειοψηφία των καλλιεργειών έχει συγκροτηθεί σε συγκεκριμένες ζώνες αρδευόμενων καλλιεργειών με τις αντίστοιχες επενδύσεις στον απαραίτητο εξοπλισμό.
Αποσπασμα 1
“ας πούμε ότι γίνεται μια συζήτηση, θα σου πω κάτι η περιοχή η δική μας εδώ δεν ενδείκνυται στο να αλλάξεις καλλιέργεια ή οτιδήποτε, δεν ευδόκιμή δηλαδή οι καλλιέργειες οι δικές μας τι είναι; είναι βαμβάκι αραβόσιτος βιομηχανική ντομάτα και μηδική, αυτές είναι οι καλλιέργειες που μπορούν να γίνουν εδώ…άλλα επειδή έχουμε παγωνιές και τέτοια δεν ευδοκιμούν, είναι δύσκολο”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“Εδώ τώρα αυτοί που έχουμε μείνει τουλάχιστον κάνουμε όλη εκθετική καλλιέργεια δηλαδή και καλλιέργειες αυτές που μπορούν να σου αποφέρουν κάποιο κέρδος, καταρχήν να σου πω κάτι εδώ σε μας το 99% είναι στάγδην άρδευση που δεν το βρίσκεις εύκολα το 99% των παραγωγών ποτίζουν στάγδην άρδευση, δηλαδή έχουμε οργανωθεί όλοι για αυτές τις καλλιέργειες, τα μηχανήματα που υπάρχουν είναι για αυτές τις καλλιέργειες”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε από τους εκπροσώπους, είναι ως προς την ισότιμη μεταχείριση των ΤΟΕΒ από την Πολιτεία, δηλαδή η συμπερίληψη. Η συμπερίληψη και η αναγνώριση των τοπικών αναγκών και μικρότερων σε έκταση και δυναμικότητας ΤΟΕΒ σε κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το μέλλον των αρδευτών μιας κοινότητας. Υπάρχει η αίσθηση ότι τα μεγαλύτερα σε γεωγραφική έκταση ΤΟΕΒ και εκείνα που βρίσκονται γεωγραφικά εγγύτερα στα κέντρα διοίκησης της πολιτικής εξουσίας, λαμβάνουν μια προνομιακή μεταχείριση, τόσο στην επίλυση των προβλημάτων τους, καθώς και προτεραιοποιούνται ως προς τις διάφορες αποφάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού, το ζήτημα των αποκαταστάσεων από τις πλημμύρες είναι μία σημαντική αδικία που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην άρδευση και στην επιβίωση των παραγωγών της κοινότητας. Συγκεκριμένα από τις 70 γεωτρήσεις οι 35 καταστραφήκαν, «πνιγήκαν μέχρι πάνω» όπως αναφέρουν οι εκπρόσωποι του ΤΟΕΒ που κατέγραψαν το πλήθος των ζημίων. Οι περισσότερες από αυτές, θέλουν ολική επιδιόρθωση από ηλεκτρομοτέρ, πίνακες και αντικατάσταση.
Αποσπασμα 1
“- από τις 70 τις μισές περίπου έχω.. ολικά πνιγμένες μέχρι πάνω.. όλο 8 δεν έμεινε πίνακας,
– μοτέρ, όλα θέλουμε
– κι όλα αυτά για να γίνουν, πρέπει κάποιος να τα πληρώσει.. μας είπαν από το υπουργείο να ετοιμάσουμε μελέτη καταγραφής ζημιών.
– ανταποκριθήκαμε αλλά στην τελευταία συνάντηση εδώ το, η διοίκηση
– στην Καρδίτσα που πήγαμε εκεί, δεν είχαν τρόπο ακόμα να μας πουν και εμείς
– χρονοδιάγραμμα και τρόπος πώς να μας δώσουν τα λεφτά
-: δεν υπάρχει τίποτα και εμείς τώρα αρχίζουμε να τα κάνουμε αυτά μόνοι μας γιατί δεν προλαβαίνουμε και έχουμε τώρα Φεβρουάριο αύριο
– σε ενάμιση μήνα ξεκινάει η σεζόν
– εμείς σε ενάμιση μήνα πρέπει να αρδεύσουμε.. αν μας πουν αυτοί δηλαδή τον Απρίλιο ότι με αυτό τον τρόπο θα σας δώσουμε, εμείς..
– δηλαδή νομίζω ότι και η κυβέρνηση μας έχει παρατήσει.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“-μπορεί να γίνονται κάποιες διακρίσεις, τώρα αναλόγως..
– στην πολιτεία εντάξει, υπάρχει στην πολιτεία ναι.. εμείς έχουμε παράπονα, ναι
– ποια είναι αυτά;
– ότι κάποια ΤΟΕΒ, τα έχουν βοηθηθεί περισσότερο.. δεν μπορούμε να πούμε ποια
– δεν με ενδιαφέρει κιόλας αυτό.. από άποψη δηλαδή να του φτιάξει πιο γρήγορα τις ζημιές, ότι προτεραιοποιεί περισσότερο; Υπό ποια ακριβώς έννοια; Με τη ΔΕΗ;
– ίσως τους έχει βοηθήσει και οικονομικά, χωρίς να έχουν μπει σε πρόγραμμα, χωρίς τίποτα.. απλά κάποιος από τους ΤΟΕΒ, λόγω επειδή είναι πιο μεγάλοι ας πούμε υπήρχαν
– πιο μεγάλοι, πιο κοντά στο κέντρο ενδεχομένως
– ακριβώς, πιο ομαδοποιημένοι, πιο πολλές ψήφους, πιο μεγάλος
– ναι ναι καταλαβαίνω δεν είναι κάτι
– ναι αυτό το παράπονο εμείς το έχουμε
– αλλά πάμε γυρίζουμε και σελίδα και λέμε ότι δεν φταίει μόνο η πολιτεία μπορεί να φταίξουν και οι διοικήσεις των ΤΟΕΒ.
-αυτό να φέρουμε ένα παράδειγμα ότι ο δικός μας ΤΟΕΒ εδώ, ΤΟΕΒ Ταουσάνης, δεν εντάχθηκε στο ΠΑ 2020?
– ε ήταν η προηγούμενη διοίκηση δεν έκατσε
– 2020, είμαστε σχεδόν από τους μοναδικούς, η περιοχή έχει μείνει πολύ πίσω, ένα έργο ή κάτι χρηματοδότηση 2-3 εκατομμύρια ευρώ στην περιοχή και τα αντλιοστάσια θα είχαν εκσυγχρονιστεί”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση και η αμεσότητα των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Υποστηρίχθηκε σε αυτό το πλαίσιο ότι ένα μεγάλο έλλειμα που θα μπορούσε να καλύψει ο νέος οργανισμός είναι αυτό της σχεδίασης και υλοποίησης νέων υποδομών που είναι κρίσιμες για την άρδευση, όπως κρίνεται κατά τόπους με βάση τις τοπικές ανάγκες της κάθε περιοχής. Αλλά όπως επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ, δεν θα πρέπει να χαθεί η αμεσότητα με την οποία λειτουργεί σήμερα η άρδευση, καθώς είναι κρίσιμος παράγοντας για την ομαλή λειτουργία της παραγωγής. Επίσης επισημάνθηκε, ότι λόγω περιορισμένης αυτοματοποίησης στα δίκτυα, η ανθρώπινη παρουσία είναι απαραίτητη μέχρι να αυτοματοποιηθούν, καθώς είναι ο κρίσιμος παράγοντας που έχει την τοπική γνώση για τα τοπικά ζητήματα, αλλά και η αμεσότητα στην επίλυση των ζητημάτων.
Αποσπασμα 1
“- επιφυλάξεις υπάρχουν. Η επιφύλαξη είναι να μπορέσει να ανταπεξέλθει στο αρδευτικό κομμάτι
-ο φόβος μας είναι ότι εμείς τώρα δίνουμε τη λύση ας πούμε άμεσα.. επειδή ξέρουμε τους παραγωγούς εδώ; **** και βράζει και απόγευμα και βράδυ.. *** χάλασε η λάμπα 25, τηλέφωνο με αυτόν που συνεργαζόμαστε, πήγαινε βγάλτην και φτιάξτε. αυτό το κομμάτι μας φοβίζει λίγο αν είναι τόσο απρόσωπο ας πούμε και είναι μακριά από μας, ότι μήπως δεν το πετύχουμε αυτό.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“αλλά νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει εκπρόσωπος πέρα από το προσωπικό ανά ΤΟΕΒ, δηλαδή τώρα φέρνω παράδειγμα τον ΤΟΕΒ *** που έχει καλαμπόκι δεν μπορεί να έχει τα ίδια προβλήματα και μαζί να γνωρίζει κάποιος τι γίνεται εδώ.. και οι περιοχές δεν είναι τόσο εύκολες δεν είναι πλέον, αυτό που είπαμε, δεν είναι καταγεγραμμένα τα δίκτυα ηλεκτρονικά, να είσαι σε μία εφαρμογή για να το βλέπεις όλα, τώρα εδώ παίρνει ο άλλος τηλέφωνο, έσπασε ένα δίκτυο εκεί .. τώρα παίρνει τηλέφωνο σε μένα το απόγευμα γιατί εδώ γνωριζόμαστε προσωπικά όλοι εδώ πέρα κι άμα το αφήσεις έτσι, μένεις πίσω.. δεν ξέρω πως θα λειτουργήσει.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η ανάγκη απομάκρυνσης της οικονομικής διαχείρισης της άρδευσης από τα ΤΟΕΒ, αναγνωρίστηκε από εκπροσώπους μικρότερων σε έκταση ΤΟΕΒ, ως μια σημαντική παράμετρος που θα βελτίωνε τις σχέσεις των μελών μιας κοινότητας, αλλά και ένα μεγάλο «βαρίδι» στις γραφειοκρατικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις. Η αδικία αυτή είναι σε άμεση συσχέτιση με την γεωγραφική θέση, τον τρόπο άρδευσης αλλά και την έκταση των οργανισμών. Ειδικότερα για την περιοχή διαχείρισης της Κοιλάδας που το μεγαλύτερο κόστος που καλούνται να πληρώσουν οι αρδευτές, είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, οδηγεί αρκετούς παραγωγούς σε δυσμενή θέση να αποπληρώσουν το χρέος τους, που μεταφέρεται ως χρέος του ΤΟΕΒ προς τη ΔΕΗ, οδηγώντας τον οργανισμό σε οικονομική δυσμένεια. Επίσης η συνθήκη αυτή επηρεάζει και τις διαπροσωπικές σχέσεις που υπάρχουν στην κοινότητα, που πολλές φορές οδηγεί σε συγκρούσεις και διαπροσωπικές διαμάχες. Αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ομαλή λειτουργία των ΤΟΕΒ που πρέπει να ρυθμίζουν τα χρέη τους προς τη ΔΕΗ, ενώ η μοναδική εναλλακτική που έχουν είναι να βεβαιώνουν τα χρέη των αρδευτών στην Εφορία, ώστε μέσω διακανονισμών να λαμβάνουν ένα μικρό μέρος κάθε μήνα από τους διακανονισμούς των οφειλετών με την Εφορία.
Αποσπασμα 1
“- το εισπρακτικό καλύτερα να το πάρει από εμάς γιατί
– θα σας γλυτώσει και από γραφειοκρατία;
– και εκτός αυτού, έχουμε τη δυσκολία στην είσπραξη εμείς..
– θα έρθει εδώ ο άλλος, θα έχει ένα προσωπικό πρόβλημα.
-εντάξει είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ σας, είναι ο συγχωριανός σου, είναι ο συνάνθρωπος σου τέτοια
-σου λέει ο άλλος πέθανε ο πατέρας μου, δεν μπορώ σήμερα τέτοιο, να δώσω το 50% … εκτός αυτού στην εισπραξιμότητα, εμείς δεν έχουμε και, πάμε μέχρι ένα σημείο.. δηλαδή λέμε όποιος χρωστάει και τέτοια, τον πας εφορία.. εντάξει, μέχρι εκεί είμαστε εμείς… ίσως ο ενιαίος φορέας, επειδή θα είναι τόσο μεγάλος και τέτοια, μπορεί να βάλει πιο αυστηρούς όρους και τους πιέσει περισσότερο να μπορέσουν να του δώσουν τα χρήματα”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για αγροτική χρήση από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή τους αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία αναγνώρισης που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Σχεδόν το 80% του κόστους της παραγωγής αποτελεί το κόστος του ηλεκτρισμού. Η περιοχή διαχείρισης του ΤΟΕΒ Ταουσάνης στηρίζεται αποκλειστικά στην άρδευση των υπόγειων υδάτων, επομένως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι το σημαντικότερο κόστος των αρδευόμενων καλλιεργειών για τους παραγωγούς της περιοχής. Η συνέπεια αυτής της αδικίας έχει διπλή όψη. Από την μία πλευρά ως μία πρόσθετη επιβάρυνση των παραγωγών που τους αυξάνει το κόστος της καλλιέργειας συγκριτικά με άλλους αρδευτές που χρησιμοποιούν κλειστά δίκτυα ή επιφανειακά ύδατα ή ακόμα και κατάκλιση. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του κόστους άρδευσης οδηγεί σε αδυναμία κάποιων παραγωγών να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και να καλύψουν το κόστους της άρδευσης στους οργανισμούς τους, με αποτέλεσμα να μεταφέρεται το χρέος αυτό ως «ζημιά» στους ΤΟΕΒ, που οδηγεί στην χειροτέρευση της οικονομικής τους ευρωστίας, αλλά και επηρεάζοντας τις κοινωνικές σχέσεις των ΔΣ του οργανισμού με τους παραγωγούς αυτούς στην τοπική κοινότητα τους. Όπως υποστηρίζεται από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ η εγκατάσταση και εκμετάλλευση ενός φωτοβολταϊκού πάρκου για την εξοικονόμηση της άρδευσης τους καλοκαιρινούς μήνες είναι η μόνη λύση για την μείωση του κόστους της παραγωγής, αλλά λόγω αδυναμίας να υποστηρίξουν με ιδία μέσα είναι απαραίτητη η συμβολή της Περιφέρειας και ευρύτερα της Πολιτείας για την υποστήριξη και υλοποίηση αυτής της υποδομής που θα συμβάλει στην ενεργειακή τους αυτονόμηση. Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι μετά την ιδιωτικοποίηση έχει εκτραχυνθεί η εξυπηρέτηση από τη ΔΕΗ/ ΔΕΔΔΗΕ, καθώς πλέον τα συνεργεία αργούν πολύ περισσότερο να επισκευάσουν μια ζημία στο δίκτυο της διανομής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτευχθεί η άρδευση που είναι κρίσιμη για την επιβίωση της παραγωγής εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Αποσπασμα 1
“-στην Καρδίτσα ας πούμε έτσι τώρα πότιζαν με 10€ και εδώ κάποιος ποτίζει με 90 δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστικός.
-ναι, υπάρχουν τέτοιες διαφορές.. αυτές οι διαφορές υπάρχουν..
– πέρσι δηλαδή που ήταν η πιο ακριβή μας χρονιά, είχαμε φτάσει και 200€ είχε φτάσει μια γεώτρηση μας
– που ήταν κυρίως το ρεύμα που αύξανε πρακτικά το κόστος..
– το ρεύμα.. το κόστος της κιλοβατώρας και
– μόνο το ρεύμα.. τα άλλα τα πάγια είναι συν, πλην 2-3 ευρώ κάθε χρόνο, ανάλογα τις βλάβες”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“- μία λύση που νομίζουμε εμείς είναι τα φωτοβολταϊκά αν μπορούσε να γίνει ένα πάρκο ας πούμε
– το πιο σημαντικό αυτό νομίζω
– αλλά εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε, έπρεπε να μπούμε μέσω Περιφέρειας, δεν σε βάζει η Περιφέρεια, ο Δήμος δεν σε βάζει, σαν ΤΟΕΒ εμείς μόνοι μας δεν γίνεται, αν είχε ένα φωτοβολταϊκό ο κάθε ΤΟΕΒ, θα έριχνε πολύ το κόστος παραγωγής.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 3
“- μεγάλο πρόβλημα με τη ΔΕΗ..με τις βλάβες
– σε μια βλάβη δηλαδή η αποκατάσταση του δικτύου της ΔΕΗ, δηλαδή μια ενδεχόμενη βλάβη (- απαράδεκτοι ) λόγω καύσωνα, μπορεί ο άλλος να καεί.
– γι’ αυτό λέμε το 7ήμερο μπορεί να πάει 10ήμερο… αργεί η επισκευή
– όταν ήταν τοπικά μιλούσες πιο καλά, τηλεφωνική γραμμή να σε συνδέσει δίνεις τη βλάβη ηλεκτρονικά… σου δινε και το.. αυτοί που είναι έξω από το συνεργείο ότι είναι εκεί τον έπιανες εντάξει, κάπως γινόταν μέσω γνωστού, να πούμε και όλα αυτά..
– τώρα έφτασε σε σημείο, όχι εμείς μόνο, όλοι οι ΤΟΕΒ να βάζουν πολιτικά μέσα, πλέον έχουν γίνει… για να πάει στην Αθήνα πιο γρήγορα το αίτημα
– ναι και παίρνεις το βουλευτή και του λες ότι έχω βλάβη στη γεώτρηση στη μάνδρα τρεις μέρες θα καούν οι παραγωγοί, πάρε ένα τηλέφωνο μήπως στείλουν συνεργείο
-η εξυπηρέτηση γενικά δεν.. είναι λίγο απαράδεκτη.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και ευκαιρίες για επένδυση στο δίκτυο αποτελεί μια διανεμητική αδικία που χαρακτηρίζει τόσο τα μικρότερα σε έκταση ΤΟΕΒ, όσο και εκείνα που τα πάγια έξοδά τους, όπως το κόστος του ηλεκτρισμού, αφήνει λίγα περιθώρια για περεταίρω επενδύσεις στο δίκτυο από τα διαθέσιμα αποθεματικά του Οργανισμού. Οι επενδύσεις για την συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου είναι κομβικές ενέργειες για την διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου αλλά και για την εξοικονόμηση της κατανάλωσης του νερού. Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά πλαίσια, απαιτεί την κατάρτιση τεχνικών μελετών και ένα πλήθος άλλων γραφειοκρατικών αναγκών που ξεπερνούν τις δυνατότητες αυτών των ΤΟΕΒ. Μία σημαντική αδικία για τους αρδευτές της Κοιλάδας και των εξυπηρετούμενων περιοχών είναι η έλλειψη σημαντικών υποδομών εκταμίευσης. Οι υποδομές αυτές θα μπορούσαν να θωρακίσουν την περιοχή τόσο ως προς τον αντιπλημμυρικό τους χαρακτήρα, αλλά και να προσφέρουν εναλλακτικούς τρόπους άρδευσης ώστε να αποφορτιστεί η περιοχή από την υπερκεκμετάλλευση των ήδη στα όρια εξάντλησης υπόγειων υδάτων.
Αποσπασμα 1
“– το θέμα είναι ότι δεν βοήθησε το κράτος, όχι μόνο ως προς την αποκατάσταση να δώσει λεφτά για τις ζημιές, μέχρι και εκεί που μπορούσε να παρέμβει για να παγώσει τόκους, για παράδειγμα στη ΔΕΗ, έχουν εξαγγείλει από τον Νοέμβριο ότι θα παγώσουν οι τόκοι δύο χρόνια και για πέντε χρόνια θα πάρει παράταση η εξόφληση του ρεύματος του 23’ και δεν το έχουν κάνει ακόμη.. μείναμε στις εξαγγελίες, μιλάμε με τη ΔΕΗ στην Αθήνα που αφορά τους μεγάλους πελάτες στους οποίους ανήκουν οι ΤΟΕΒ και μου λένε ότι δεν έχει βγει ακόμη. Οι τόκοι σε μας έρχονται κανονικά κάθε μήνα, δηλαδή δεν μπορούμε να πληρώνουμε, να χρωστάμε τώρα το ρεύμα της χρονιάς γιατί δεν έχουμε εισπράξει και να μου τοκίζεις και από πάνω ενώ είμαστε πληγείσα περιοχή..αυτό.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης σε κάθε περιοχή, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Στην Κοιλάδα το σύνολο των αρδευτών είναι αποκλειστικά με την χρήση γεώτρησης, Το μεγαλύτερο κόστος στην παραγωγή, περίπου το 80% είναι η χρήση του ηλεκτρισμού που χρειάζεται για να λειτουργήσει μία γεώτρηση. Οι αρδευτές της περιοχής αναγνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική (χρήση πομόνας) αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής, άρα μειώνει και το καθαρό εισόδημα των παραγωγών. Αυτό συμβαίνει επειδή αναγκάζονται να αρδεύουν από μεγάλο βάθος, λόγω σταδιακής πτώσης του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής. Η πτώση αυτή αυξάνει αφενός το κόστος άρδευσης σε ηλεκτρισμό και οφείλετε στην έλλειψη υποδομών αναπλήρωσης των υπόγειων υδάτων, δηλαδή τη σύνδεσή τους με ταμιευτήρες του Πηνειού. Δηλαδή το αρδευτικό τέλος συμπαρασύρετε από το κόστος του ηλεκτρισμού που μειώνει δραματικά τα περιθώρια κερδοφορίας των παραγωγών της περιοχής. Το αρδευτικό τέλος προσδιορίζεται ως κόστος ανά γεώτρηση βάση των στρεμμάτων που αρδεύονταν, ενώ το 2024 ακολουθήθηκε η πρακτική της χρονοχρέωσης (ηλεκτρονικές κάρτες), έπειτα από την εγκατάσταση συστήματος ηλεκτρονικής παρακολούθησης μαζί με την παρακολούθηση από υδρονομείς. Η διοίκηση του ΤΟΕΒ έχει καταφέρει να συμμετέχει σε χρηματοδοτούμενα προγράμματα για να εγκαταστήσουν αυτοματισμούς στο δίκτυό τους, οι οποίοι, όπως υπολογίζουν μπορούν να επιφέρουν μείωση στην κατανάλωση ρεύματος έως και 30% άλλα και οικονομία στο αρδευτικό νερό, όμως η αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων παραμένει ένα κεντρικό ζήτημα που θα λύσει σοβαρές αδικίες που υφίστανται στο κόστος της άρδευσής της ευρύτερης περιοχής.
Αποσπασμα 1
«εμείς έχουμε μεγάλο κόστος ας πούμε στο ρεύμα… είναι κάποιες [γεωτρήσεις] που έχουνε 100 ευρώ, 90 ευρώ.. είμαστε από τους ακριβούς ΤΟΕΒ γιατί αρδεύουμε από βάθος, δεν έχουμε και πάρα πολύ νερό, δεν βγάζουν πολύ νερό οι γεωτρήσεις, οπότε ποτίζουν λίγα στρέμματα οπότε ανεβαίνει το κόστος ανά στρέμμα»
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“-στο Πηνειό, το κάναμε πέρσι από το υπουργείο.. δύο μεγάλες λιμνοδεξαμενές, μία εδώ στη Κοιλάδα, και μία στους Αγίους Αναργύρους, να μεταφέρουν νερό το χειμώνα που ο Πηνειός το πάει για θάλασσα ας πούμε, να γεμίσει πρώτα η μία λιμνοδεξαμενή και μετά η άλλη στους Αγίους Αναργύρους, για να ποτίζουν από κει.. αυτό, και αυτό καλό θα είναι, άλλο να τραβάς τον πόρο από κάτω κι άλλο να έχεις ας πούμε και οικονομικά, γιατί θέλεις να το πάρεις πιο φτηνά,
– νομίζω ότι: τέτοια έργα θα βοηθήσουν την ερημοποίηση
– τώρα τέτοια έργα κι όπως είναι τα, νομίζω τα φωτοβολταϊκά”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Στην περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, το ΤΟΕΒ Ταουσάνης, που εξυπηρετεί περίπου 6.800 αρδευτές από Φάρσαλα και κάποια κοντινά χωριά υπάρχει ζήτημα άρδευσης και είναι σοβαρό. Στην Κοιλάδα, όπως και οι αρδευτές στην περιοχή Φαρσάλων, δεν υπάρχει πρόσβαση σε επιφανειακά ύδατα, καθώς η άρδευση εξυπηρετείτε αποκλειστικά με χρήση γεωτρήσεων δηλαδή με βάση την διαθεσιμότητα των υπόγειων υδροφορέων. Το ΤΟΕΒ διαχειρίζεται περίπου 70 ενεργές γεωτρήσεις, που αρδεύουν κατά προσέγγιση 10.000 στρέμματα. Τα σημάδια της λειψυδρίας εμφανίζονται στην περιοχή, καθώς τα τελευταία 10 χρόνια η άντληση από τις γεωτρήσεις έχει επεκταθεί σε μεγάλα βάθος, από τα 100 έχει φτάσει στα 250 μέτρα, με αποτέλεσμα από τα 22.500 στρέμμα που αρδεύονταν μέχρι τις αρχές του 2010, να έχουν μείνει μόνο τα μισά πλέον ποτιστικά και εξυπηρετούν χωριά του Δήμου Λάρισας (Κοιλάδα, Μάνδρα, Ραχούλα, Κουτσόχερο, Κάστρο, Τερψιθέα) και του Δήμου Κιλελέρ (Μαυροβούνι, Κραννώνας, Μεσοράχη). Επιπλέον η εκτεταμένη περίοδος ξηρασίας έχει περιορίσει τον κύκλο άρδευσης το πολύ μέχρι 7 ημέρες κάνοντας την άρδευση απαραίτητη σε αυτό το χρονικό διάστημα για την επιβίωση της σοδειάς.
Αποσπασμα 1
“γιατί εδώ εμείς οι ανάγκες ας πούμε και το κλίμα που έχουμε, και η ζέστη και τα χωράφια μας, σε 7 μέρες δεν αντέχουν περισσότερο, να πάμε 10 μέρες, μέχρι να ξανάρθει η σειρά του να ποτιστεί … 7 μέρες δηλαδή, αν ποτίσεις τώρα, μέχρι 7 μέρες είναι καλά, άμα πας 10 μέρες το φυτό κάηκε”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 2
“γιατί υπάρχουν και ιδιότητες που υπάρχουν στις γεωτρήσεις.. δηλαδή οι γεωτρήσεις το 50% των ιδιωτών έχουν σταματήσει πλέον να βάζουν αρδευτικές καλλιέργειες λόγω κόστους παραγωγής οπότε δεν αντλούν νερό.. οι μεσαίες γεωργίες δηλαδή που υπάρχουν τώρα στο θεσσαλικό κάμπο, έχουν σταματήσει να λειτουργούν… αν συνέχιζε δηλαδή από το 90, 2005 να γινόταν αυτή η υπεράντληση τώρα δεν θα είχαμε νερό καν εμείς, στα δικά μας τα χωράφια στα χωριά θα είχαμε τελειώσει, (Δ.Σ.4ος ειδικά τα χωριά του δήμου Κυλλήνης) εμείς σωθήκαμε επειδή σταματήσανε το 50% των γεωτρήσεων να δουλεύουν.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Αποσπασμα 3
“ Η Κοιλάδα εδώ έχει 22.500 στρέμματα, σαν χωριό αυτά τα εικοσίδυόμισι χιλιάδες, τα 20 ήταν όλα ποτιστικά τώρα είναι το αντίθετο, όλα ποτιστικά δεν ήταν πράσινο εδώ, ήταν όλο οργωμένο για να σπείρει ο κόσμος, βαμβάκι
– είδες που το έχουμε ακούσει, λέει πράσινος ο κάμπος
– λέγανε οι παλιοί, όταν δεις τον κάμπο να πρασινίσει, έρχεται φτώχεια..”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Λάρισας)
Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε από τους εκπροσώπους, είναι ως προς την ισότιμη μεταχείριση των ΤΟΕΒ από την Πολιτεία, δηλαδή η συμπερίληψη. Η συμπερίληψη και η αναγνώριση των τοπικών αναγκών και μικρότερων σε έκταση και δυναμικότητας ΤΟΕΒ σε κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το μέλλον των αρδευτών μιας κοινότητας. Υπάρχει η αίσθηση ότι τα μεγαλύτερα σε γεωγραφική έκταση ΤΟΕΒ και εκείνα που βρίσκονται γεωγραφικά εγγύτερα στα κέντρα διοίκησης της πολιτικής εξουσίας, λαμβάνουν μια προνομιακή μεταχείριση, τόσο στην επίλυση των προβλημάτων τους, καθώς και προτεραιοποιούνται ως προς τις διάφορες αποφάσεις. Οι εκπρόσωποι των ΤΟΕΒ αυτών θεωρούν ότι και λόγω της χιλιομετρικής τους απόστασης από το πολιτικό κέντρο της Θεσσαλίας [Λάρισας], τους δίνεται η αίσθηση ότι αποκλείονται και δεν λαμβάνουν μέρος σε σημαντικές αποφάσεις, στις οποίες πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν η εγγύτητα και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Τα μεγαλύτερα σε έκταση ΤΟΕΒ αναγνώριζαν την προσπάθεια της Πολιτείας να βοηθήσει στην αποκατάσταση από τις πληγές, αλλά παρατηρούν κάποιοι εκπρόσωποί τους ότι ένα σημαντικό ζήτημα που είχε προκύψει από τις πλημμύρες είναι η καταστροφή των ορίων των χωραφιών, πράγμα που δημιουργεί αβεβαιότητα στην παραγωγή, μέχρι να επιλυθεί.
Αποσπασμα 1
“θέλω να πιστεύω ότι προσπαθεί η Πολιτεία. Αλλά είναι τόσο μεγάλες οι ζημίες που δεν ικανοποιούνται από τη μία στιγμής στην άλλη. Για μένα πρέπει πρώτα να προσέξουν αυτούς που χάσαν σπίτια κλπ και δεν έχουν τίποτα, και από εκεί και πέρα να κάνουν και την σωστή αγροτική πολιτική, όσο είναι εφικτό, γιατί σε ορισμένες περιοχές έχει αλλοιωθεί το μέρος, έχουν χαθεί τα σύνορα από τα χωράφια, δεν μπορούν να βρουν πού είναι τα χωράφια, ήξερες ότι έχει χωράφι εκεί και δεν μπορείς πλέον αν το βρείς.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“-ε ναι κοίταξε να δείς, τώρα αν πάμε στο ΤΟΕΒ της Λάρισας που είναι το κέντρο αποφάσεων εκεί πέρα, ήταν ο Αγοραστός εκεί, αφού τον ψηφίζουν κι όλας προσωπικά. Και εμείς εδώ να να ψηφίζαμε δεν έφτανε. Πήγαινα μιλούσαμε στο καφενείο, αλλά, δεν. Αυτοί πήγαιναν για φαγητό μαζί έπιναν ποτό μαζί. (Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
-Βλέπετε να υπάρχουν δηλαδή διαφοροποιήσεις;
-Κοίταξε να δείς, τώρα αν πάμε στο ΤΟΕΒ της Λάρισας που είναι το κέντρο αποφάσεων εκεί πέρα, ήταν ο **** εκεί, αφού τον ψηφίζουν κι όλας προσωπικά. Και εμείς εδώ να να ψηφίζαμε δεν έφτανε. Πήγαινα μιλούσαμε στο καφενείο, αλλά, δεν. Αυτοί πήγαιναν για φαγητό μαζί έπιναν ποτό μαζί
-Άρα ήτανε οι διαπροσωπικές σχέσεις λέτε ισχυρότερες και για αυτό;
– Όταν έχεις έναν προσωπικό φίλο κάπου θα σε βοηθήσει περισσότερο, μέχρι εκεί που θέλει και μπορεί, άντε και εσένα το ΤΟΕΒ Θεσσαλιότιδος θα τον πω, θα σου δώσω και σένα κάτι και θα κλείσει το θέμα… Δεν μπορεί τώρα το μεγαλύτερο ΤΟΕΒ στην Θεσσαλία, μην σου πω και πανελλαδικά, και να μην με προσέχει, τουλάχιστον όπως τον Πηνειό.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση και η αμεσότητα των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Υποστηρίχθηκε σε αυτό το πλαίσιο ότι ένα μεγάλο έλλειμα που θα μπορούσε να καλύψει ο νέος οργανισμός είναι αυτό της σχεδίασης και υλοποίησης νέων υποδομών που είναι κρίσιμες για την άρδευση, όπως κρίνεται κατά τόπους με βάση τις τοπικές ανάγκες της κάθε περιοχής. Αλλά όπως επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ, δεν θα πρέπει να χαθεί η αμεσότητα με την οποία λειτουργεί σήμερα η άρδευση, καθώς είναι κρίσιμος παράγοντας για την ομαλή λειτουργία της παραγωγής. Σε μία πιθανή ενοποίηση των ΤΟΕΒ κάτω από μία ενιαία διοίκηση, θα υπάρξει το ζήτημα της ανισότητας, καθώς ένα χαρακτηριστικό κοινό που εκφράστηκε από τους εκπροσώπους ήταν ότι οι αρδευτικές ανάγκες έπρεπε να εξυπηρετούνται άμεσα ειδικά όταν δημιουργείται το πρόβλημα, καθώς το χρονικό διάστημα που παραμένει είναι κρίσιμο για να μην χαθεί η παραγωγή και κατά επέκταση πληγεί το εισόδημα των αρδευτών που έχουν το πρόβλημα.
Αποσπασμα 1
“Τώρα εδώ αυτός ο εξωτερικός συνεργάτης που έχουμε έχει 3 γερανούς και άμα τον πάρω τηλέφωνο 12.00 το βράδυ και τον πω κάηκε η πομόνα, εκείνο θα πάει άμα περάσει η ώρα όχι. Ή χάλασε η πομόνα, μηχάνημα είναι βγάζει αέρα, είναι πολλές φορές που χαλάει, βγάζει φθορές, αποκατάσταση σε χρόνο ρεκόρ. Εγώ όταν ήμουνα τότε που καλλιεργούσα και πολλά χωράφια πριν το ΤΟΕΒ έκανε μια βδομάδα για να έρθει…Τι να σου πώ τώρα, τότε ήταν να μην πάθεις ζημιά, αν πάθαινες θα έτρωγες το λιγότερο μία εβδομάδα. Το λιγότερο για να αποκατασταθεί. Ότι έχει σχέση στα ηλεκτρολογικά [από δολιοφθορά] τέλος πάντων τα φτιάχνουμε σε ώρες, όχι μέρες, σε ώρες. Όταν έχεις πει στο ΤΟΕΒ η βλάβη φεύγει ηλεκτρονικά κατευθείαν, με αριθμό πρωτοκόλλου για να μην ρθείς εσύ αύριο εδώ, και πείς για έλα εδώ, πέρασαν 5 μέρες, δώσατε τη βλάβη; Τι δώσαμε. Όχι δεν σας πιστεύω, ορίστε το πρωτόκολλο. Για να είμαστε εντάξει απέναντι στον κόσμο. Οτιδήποτε γίνεται ανά πάσα στιγμή. Τώρα, ποιος θα ειδοποιηθεί; Και θα έχουνε αυτοί; Ή θα έχουν ένα συνεργείο για όλη τη Θεσσαλία; Που να έρθει εδώ.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“Να τον στήσουν τον φορέα εγώ το είπα και στον Υπουργό, αφού λες ότι θα είναι για το καλό μας, να κάνεις , το θέλω τον έλεγχο, ελάτε εδώ, ελένξετε μας. Υπάρχει διαφάνεια, εδώ τα χαρτιά μας τι θέλετε. Αλλά θέλουμε να υπάρχουν τοπικά συμβούλια, τοπικοί υδραυλικοί, όπως έχουμε εδώ, αυτός ήταν και στο έργο ξέρει τα πάντα. Τοπικά ξέρουμε και τις δουλειές, ποιοι είναι τζαναμπέτηδες ποιοι δουλεύουν, ποιοι από τους αρδευτές κάνουν ματσακονιές και θέλουν να βγαίνουν και από πάνω, τους ξέρω, αυτοί που τους ξέρουν; Τους ξέρω φατσικά, γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, κάποια δεκάρα ο ένας με τον άλλο, τους γνώρισα όλους. Μιλάμε πάω στα χωριά, είμαι κοινωνικός, πάω στα χωριά κάθομαι εκεί πέρα, κάνουμε κουβέντα, να πιούμε ένα τσιπουράκι.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για αγροτική χρήση από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή τους αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία αναγνώρισης που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Σημειώθηκε επίσης ότι η αυξανόμενες τιμές του ηλεκτρισμού λειτούργησε αποτρεπτικά στην άρδευση με γεώτρηση, όπου σχεδόν διπλασιάστηκε το κόστος. Επίσης σημειώθηκε η αδυναμία των εκπροσώπων των ΤΟΕΒ να παρακολουθήσουνε τη χρηματιστήριο ενέργειας για τις τιμές του ηλεκτρισμού. Σχεδόν το 80% του κόστους της παραγωγής αποτελεί το κόστος του ηλεκτρισμού. Επίσης αναφέρθηκε από εκπροσώπους ότι η ισχύς ενός μοτερ (γεώτρησης), είναι και σε άμεση εξάρτηση με την καλλιέργεια που επιτρέπει να ποτιστεί ή μάλλον είναι πιο παραγωγικό να ποτίσει. Η διαφοροποίηση στην ισχύς του μοτέρ μιας πομώνας, αφενός είναι καθοριστικός παράγοντας καθορισμού του κόστους της άρδευσης, μιας και είναι σε άμεση συσχέτιση με την κατανάλωση του ρεύματος, αλλά η ισχύς δύναται να καθορίσει και την επιλογή της καλλιέργειας. Για παράδειγμα η υψηλότερη ισχύ 120-150 βατ, μπορεί να αποβεί καταστρεπτική και είναι αποτρεπτική για καλλιέργεια βαμβακιού λόγω ευαλωτότητας του ανθού.
Αποσπασμα 1
“Δεν καταστράφηκαν. Δεν λειτουργούν διότι το αρδευτικό τέλος είναι πολύ μεγάλο. Εμείς εδώ έχουμε κάθε γεώτρηση, παραγωγός εσύ παραγωγός και εγώ. Εσύ μπορεί να πληρώσεις 60 ευρώ εγώ 80-90 ευρώ… [η τιμή/κόστος] είναι η διαχείριση της κάθε πομόνας. Είμαστε 2-3, κάθε ένας που θα ρθεί, σε αυτήν την πομόνα είμαστε 2-3 και ποτίζουμε όλοι μαζί γιατί υπάρχει νερό. Αλλά πάμε σε ένα θέμα στο άλλο. Μία γεώτρηση στο χωριό μου βγάζει 10 γαλόνια νερό... Άλλη πομόνα μπορεί να βγάζει άλλο. Δεν υπάρχει κάτω από 2 καρούλια νερό. Οι περισσότερες είναι από 2 και πάνω. Και αυτές έχουν μεγάλα μοτέρια. Πάνω από 80, 100, 150 αυτή έχει 200ρι μοτέρ. Και έχει κάψημο πολλά, έχει μεγάλη κατανάλωση ρεύματος. Όταν είναι ένα μοτέρ 50ρι και το προσέχεις λίγο θα πληρώσουν παρακάτω 40-50 ευρώ. Αλλά οι περισσότερες τώρα είναι από 60 μέχρι 120. Το οποίο είναι απαγορευτικό για την καλλιέργεια του βαμβακιού.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“Τώρα αυτό που συμβαίνει με τα ηλεκτρονικά [χρηματιστήριο ενέργειας], δεν μπορούμε να βρούμε άκρη... γίνονταν καλή διαχείριση μπορώ να πω και είπα αυτή ήταν [το κόστος της άντλησης ήταν] μέχρι 45-50 ευρώ.. [τώρα είναι] 81,5! Από που να βρεθούνε; Πως να ανταγωνιστεί ο παραγωγός ένας αγρότης σε οποιαδήποτε περιοχή και να είναι άμα ποτίζει από γεώτρηση;”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και ευκαιρίες για επένδυση στο δίκτυο αποτελεί μια διανεμητική αδικία που χαρακτηρίζει τόσο τα μικρότερα σε έκταση ΤΟΕΒ, όσο και εκείνα που τα πάγια έξοδά τους, όπως το κόστος του ηλεκτρισμού, αφήνει λίγα περιθώρια για περεταίρω επενδύσεις στο δίκτυο από τα διαθέσιμα αποθεματικά του Οργανισμού. Οι επενδύσεις για την συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου είναι κομβικές ενέργειες για την διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου αλλά και για την εξοικονόμηση της κατανάλωσης του νερού. Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά πλαίσια, απαιτεί την κατάρτιση τεχνικών μελετών και ένα πλήθος άλλων γραφειοκρατικών αναγκών που ξεπερνούν τις δυνατότητες αυτών των ΤΟΕΒ. Μία σημαντική αδικία για τους αρδευτές των Σοφάδων και της ευρύτερης περιοχής διαχείρισης του ΤΟΕΒ, είναι η καθυστέρηση της υλοποίησης της επέκτασης του κλειστού δικτύου. Το κλειστό δίκτυο δεν θα εξοικονομήσει μόνο σημαντικές ποσότητες νερού, αφού δεν θα υπάρχει απώλεια ύδατος, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα κατά τον διαμοιρασμό της άρδευσης σε περιοχές που δεν έχει επεκταθεί το κλειστό δίκτυο, με τη βοήθεια ανοιχτών καναλιών. Επιπλέον η έλλειψη νερού οδήγησε πολλούς παραγωγούς εκτός του κλειστού δικτύου να παρατήσουν τις γεωργικές τους τους και να τις αφήσουν ακαλλιέργητες ή να γυρίσουν σε καλλιέργειες σιταριού. Ένα ζήτημα που τέθηκε επίσης είναι η περιορισμένη έκταση των τεχνικών τμημάτων των ΤΟΕΒ. Για παράδειγμα στο ΤΟΕΒ Σοφάδων που έχουν στην διαχείρισή τους το φράγμα του Σμοκόβου, δεν έχουν εξειδικευμένο προσωπικό για τη διαχείρισή τους, ούτε κατά επέκταση αντίστοιχη θέση εντός του ΤΟΕΒ. Για τη διαχείριση του φράγματος στηρίζονται σε ιδιώτες – επαγγελματίες, οι οποίοι είχαν αναλάβει και την περάτωση του έργου. Αυτό δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για την συνέχιση της λειτουργίας του έργου αλλά και την διάχυση της γνώσης γύρω από το έργο αυτό ως προς την χρησιμότητά του για την περιοχή. Επίσης δεν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό για την οργάνωση και εκπόνηση μελετών για αντίστοιχα έργα. Ακόμα και στην περίπτωση του Σμοκόβου, το ΤΟΕΒ ήταν πλήρως εξαρτώμενο από τις υπηρεσίες του Κράτους και τους ρυθμούς διεκπεραίωσης των δημόσιων υπηρεσιών.
Αποσπασμα 1
“Η Θεσσαλία εδώ πριν 20 χρόνια είχε τις περισσότερες γεωτρήσεις, έλεγες θα κάνει καθίζησή [το έδαφος] μέσα, θα χαθούμε από τις τρύπες και από μεγάλες ποσότητες άντλησης νερού. Να σου πω απλά ότι το χωριό μου μόνο, τότες 15.000 στρέμματα βαμπάκι, τα οποία αρδεύονταν όλα από τις γεωτρήσεις. αυτή τη στιγμή έχει τρεις χιλιάδες στρέμματα… Αυτή τη στιγμή τρεις και βλέπεις και ακαλλιέργητα χωράφια… Δεν δουλεύουν όλες γύρω στις 170. Γιατί το μεγάλος κόστος, έδιωξε τους παραγωγούς. Σιτάρι τώρα που ο άλλος μπορεί να το έχει 10 χρόνια, πήρε παρόχθιο, έκανε μια γεώτρηση έστω και στα κλέφτηκα λοιπόν έφυγε τελικά. Κουράστηκε. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“Το φράγμα του Σμοκόβου, την έχουμε την διαχείριση εμείς, για τα νερά, αλλά για αν βγούν τα νερά έξω πρέπει να υπάρχει κάποιος άνθρωπος να πατήσει κάποια κουμπιά τέλος πάντων. Έχουμε ένα κύριο που διαχειρίζεται και κάνει αυτή τη δουλειά. Αυτός ήταν στην κατασκευή του έργου, ήταν κρατικός λειτουργός, τέλος πάντων ήταν εδώ και γνωρίζει το έργο από την αρχή την κατασκευή του μέχρι το τέλος. Αυτός μας κάνει την κατανομή του νερού, στην αρχή της σεζόν μιλάω μαζί του για το πότε θα ανοίξουμε, πόσο νερό θέλουμε, του λέω, πήγαινε άλλαξε την οικολογική από το ποτάμι. Ανοίγουμε και από εδώ και ποτίζουμε χωριά εκτός ΤΟΕΒ”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 3
“Εμείς εδώ σαν ΤΟΕΒ δεν κατασκευάζουμε δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα πρώτα από όλα. Εμείς παραλαμβάνουμε έργα τα οποία είτε τα έχει κάνει η Πολιτεία είτε η Περιφέρεια, ή ακόμα και ο Δήμος ακόμα εδώ, μας κάνουν χορηγίες και τα διαχειριζόμαστε και από τη στιγμή που θα αναλάβουμε τη διαχείριση να αντικαταστήσουμε και βλάβες, εντός δικτύου πάντα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης σε κάθε περιοχή, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Αν και στην ευρύτερη περιοχή των Σοφάδων η άρδευση στηρίζεται από το κλειστό σύστημα άρδευσης από τη λίμνη Σμοκόβου (χωρητικότητας περίπου 237 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού), ένα έργο το οποίο δεν έχει ολοκληρωθεί στον βαθμό που σχεδιάστηκε, ως προς το κλειστό δίκτυο, δηλαδή την εξυπηρέτησή 250.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, καθώς επίσης και για την ύδρευση μεγάλου τμήματος του ανατολικού κάμπου της Καρδίτσας. Αρκετοί αρδευτές στους οποίους δεν έχει επεκταθεί το δίκτυο άρδευσης από το Σμόκοβο, εξυπηρετούνται αποκλειστικά με τη χρήση 200 (197 ενεργές) γεωτρήσεων. Επομένως ακόμα και εντός των μελών του ΤΟΕΒ, υπάρχουν αδικίες που συγκροτούνται στην διαφοροποίηση της τεχνικής στην άρδευση, όπου αρδευτές της περιοχής αναγνωρίζουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική (χρήση πομόνας) αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής, άρα μειώνει και το καθαρό εισόδημα των παραγωγών, έναντι εκείνων που μπορούν να εκμεταλλευτούν προνομιακά το κλειστό δίκτυο. Το κλειστό δίκτυο χαρακτηρίστηκε από αρκετούς εκπροσώπους, ως το ‘μέλλον’ της άρδευσης και ως η μοναδική λύση για την αποτροπή των φαινομένων της λειψυδρίας και της κατασπατάλησης του νερού. Τα κλειστά δίκτυα παρουσιάστηκαν ως ‘πολιτισμένα δίκτυα’ για την πρακτικότητα και την εξοικονόμηση που προσφέρουν, ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των αρδευτών. Η δυνατότητα επέκτασης της υποδομής του κλειστού δικτύου θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα εντατικοποίησης της καλλιέργειας, αλλά και την μείωση των ανισοτήτων ως προς το κόστος της άρδευσης με την περεταίρω επέκτασή του βάση του προγραμματισμένου έργου. Επίσης αναφέρθηκε από εκπροσώπους ότι η ισχύς ενός μοτερ (της γεώτρησης), είναι και σε άμεση εξάρτηση με την καλλιέργεια που επιτρέπει να ποτιστεί ή μάλλον είναι πιο παραγωγικό να ποτίσει. Η διαφοροποίηση στην ισχύς του μοτέρ μιας πομώνας, αφενός είναι καθοριστικός παράγοντας καθορισμού του κόστους της άρδευσης, μιας και είναι σε άμεση συσχέτιση με την κατανάλωση του ρεύματος, αλλά η ισχύς δύναται να καθορίσει και την επιλογή της καλλιέργειας. Για παράδειγμα η υψηλότερη ισχύ 120-150 βατ, μπορεί να αποβεί καταστρεπτική και είναι αποτρεπτική για καλλιέργεια βαμβακιού λόγω ευαλωτότητας του ανθού. Οι χρήστες των κλειστών δικτύων είναι ευνοημένοι από τους χρήστες των κλειστών δικτιών ή με γεωτρήσεις διότι έχουν νερό σε αφθονία και χωρίς περιορισμούς και φραγμούς. Οι ενδιαφερόμενοι αναφέρθηκαν στην σύγκριση αυτή παρουσιάζοντας και περίπτωσης ’κλοπής’ νερού από το κλειστό δίκτυο, με τη χρήση λαστίχων πολλών χιλιομέτρων. Η μεγάλη διαφοροποίηση στο κόστος αλλά και στη διαθεσιμότητα της άρδευσης οδήγησε κάποιους αρδευτές της περιοχής, στους οποίους αν και ήταν κοντά στο κλειστό δίκτυο, δεν είχε όμως επεκταθεί σε αυτούς, να απολαμβάνουν τα προνόμια του δικτύου με την χρήση λάστιχων, τα οποία συνδέαν στο κλειστό από απόσταση.
Αποσπασμα 1
“εμείς σαν ΤΟΕΒ Θεσσαλιώτιδος έχουμε δύο τρόπους άρδευσης. Μάλλον τρείς. Ο ένας είναι από τις γεωτρήσεις. Έχουμε 200 γεωτρήσεις, μαζί με τα αντλιοστάσια που είναι 3. Δεύτερος αυτός ο τρόπος που είναι και ο καλύτερος είναι το κλειστό δίκτυο του Σμοκόβου. Το οποίο είναι και πάρα πολύ οικονομικό και πολιτισμένο. Δηλαδή πας με το παπούτσι σου στο χωράφι να κάνεις δουλειά. Και τρίτος τρόπος άρδευσης είναι τα ανοιχτά από της εκφορτίσεις από το κλειστό, ανοίγουνε και πέφτει σε κανάλια και από εκεί τα αντλιοστάσια το βγάζουν το νερό έξω. Αρκετοί εκπρόσωποι ΤΟΕΒ που είχαν εμπειρία από την χρήση του κλειστού δικτύου, αναγνώρισαν την αναγκαιότητά του στην διαφύλαξη του νερού και στην εξοικονόμησή του σε σχέση με το ανοιχτό δίκτυο.”
(Από τις εκφορτίσεις του κλειστού δικτύου)
Αποσπασμα 2
“-μέσα στο κλειστό μπαίνει και αυτοί που είναι εντός δικτύου ας πούμε, άλλοι βάζαν λάστιχο εδώ και το βγάζαν 1000 μέτρα πιο πέρα
-Επειδή υπήρχε η έλλειψη παρακολούθησης εκμεταλλεύονταν το κλειστό για να μεταφέρουν το νερό σε περιοχές που δεν θα είχαν τρόπο να ποτιστούν;
– περνάει το δίκτυο σε αυτούς αλλά δεν περνάει κοντά. Απλώνει το λάστιχο και παίρνει νερό. Μπορώ να σου πω σε ορισμένες φορές είναι και αρκετά μακριά.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 3
“άμα γίνει το κλειστό, είναι Πολιτισμός! Είναι πολιτισμός και εξοικονόμηση κατά 70-80% και στο οικονομικό κομμάτι θα πάρει αέρα όλος ο κόσμος. Ένας που ποτίζει τώρα στο κλειστό έχει 300 στρέμματα θα πληρώσει 3*7 =21, άρα 2.100 ευρώ με τα αντίστοιχα στρέμματα ένας στις γεωτρήσεις και ένας στο χωριό που είναι ακόμα χειρότερα γιατί, έχει όλο μεγάλα μοτέρ τα περισσότερα, λίαν επιεικώς θα σου πω 90 ευρώ το στρέμμα. ΛΙΑΝ ΕΠΙΕΙΚΩΣ, θα θέλει 21.000, μέσα σε δύο χρόνια ο αντίστοιχος παραγωγός θα τον έχει καπελώσει 40.000 ευρώ, μπορείς να κάνεις μια αγορά, έναν εξοπλισμό, παίρνω ένα μεταχειρισμένο ελαφρός.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Στην περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, το ΤΟΕΒ Θεσσαλιώτιδος, ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση ΤΟΕΒ στην Καρδίτσα και μέσα στα μεγαλύτερα σε έκταση δράσης σε όλη την Θεσσαλία. Η έλλειψη νερού αποτελεί μία μεγάλη αδικία που δημιουργεί προσκόμματα στην ομαλή άρδευση της περιοχής που εξυπηρετεί το ΤΟΕΒ. Όπως αναφέρουν οι εκπρόσωποί του ΤΟΕΒ, ακόμα και στην τεχνητή λίμνη του Σμοκόβου, όπου αποτελεί ένα από τα βασικά υδατικά αποθεματικά για την άρδευση της περιοχής, η στάθμη τα τελευταία χρόνια ελαττώνεται επικίνδυνα. Αυτό δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στον διαμοιρασμός της άρδευσης των περιοχών που εξυπηρετεί το ΤΟΕΒ ως διαχειριστές του νερού της λίμνης του Σμοκόβου. Από τα 148,5 εκάτ. κμ που κράτησε ο Σμόκοβος το 2023, το 2024 κατάφερε να κρατήσει από βροχοπτώσεις μόνο 91 εκάτ. κμ, ενώ οι αρδευόμενες εκτάσεις παραμένουν σταθερές με τις ανάγκες να υπολογίζονται περίπου στα 80 εκάτ. κμ., εκ των οποίων εξυπηρετούνται τα 270.000 στρέμματα που αρδεύονται από το ΤΟΕΒ, καθώς και 30.000 εκτός ευθύνης του (ΤΟΕΒ Εκκάρας και το ΤΟΕΒ Νέο Μοναστηρίου), αλλά που το ΤΟΕΒ ως διαχειριστής της λίμνης οφείλει να τα εξυπηρετήσει. Τέλος μια ιδιόμορφη διανεμητική αδικία που αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο ΤΟΕΒ σε σχέση με την γεωγραφική του θέση διαχείρισης, είναι ότι κοντά στις Σοφάδες υπάρχει εγκατεστημένος καταυλισμός Ρομά, ο οποίος αποτελεί και έναν από τους μεγαλύτερους κατά αναλογία κατοίκων στην Ελλάδα.
Αποσπασμα 1
“– Τώρα εκεί που ήταν μπορεί να έχει καεί το μοτέρ, να πήρε νερό πάνω, γιατί πηγαίνανε θηρευτές, μετάλλων και τα παίρνουν, τον χαλκό το σίδηρο, έχουν αποπάνω μία τρύπα, όταν πάθει ζημιά ο γερανός να κατεβάσει το συρματόσχοινο να το βγάλει, όσο είναι ένα μεγάλο τραπέζι … Αλλά δεν αφήνουν αυτοί τίποτα. Έχουμε και πολλές ζημιές μέσα, και μέσα στη σεζόν. Πηγαίνουν τώρα, καλοκαίρι 10 Ιουλίου 20 Ιουλίου που τα φυτά τότε θέλουν πολύ νερό, είναι στην πότιση, πηγαίνουν και βγάζουν, κόβουνε καλώδια, τι να πάρουν τώρα 2,3,5 ευρώ, ρε ελάτε εδώ να σας τα δώσω εγώ. Μετά δεν κάνουν μόνο ζημιά, οι γεωτρήσεις που είναι εδώ κοντά στις Σοφάδες, απέναντι όπως μπαίνεις στο δεξί μας χέρι, την μέρα τις φτιάχνουμε το βράδι την ξαναχαλάνε. Μιλάμε για τραγική κατάσταση, έρχεται εδώ ο κόσμος, και λέω τι να σας κάνουμε; “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“– Τελειώνει η αρδευτική σεζόν τέλος Αυγούστου, Σεπτέμβρη μέχρι Ιούνιο που έβρεχε 10 μήνες, πήρε 7 εκατ. μόνο, επειδή είχε ξέρα. … Σε κάθε επαφή που έχω με κυβερνητικούς αξιωματούχους τους λέω, κύριοι, ολοκληρώστε το κλειστό γιατί ο κάμπος αυτός θα ξεραθεί να μείνει άνυδρος, θα ρθεί η μέρα που δεν θα έχει νερό.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε από τους εκπροσώπους, είναι ως προς την ισότιμη μεταχείριση των ΤΟΕΒ από την Πολιτεία, δηλαδή η συμπερίληψη. Η συμπερίληψη και η αναγνώριση των τοπικών αναγκών και μικρότερων σε έκταση και δυναμικότητας ΤΟΕΒ σε κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν το μέλλον των αρδευτών μιας κοινότητας. Υπάρχει η αίσθηση ότι τα μεγαλύτερα σε γεωγραφική έκταση ΤΟΕΒ και εκείνα που βρίσκονται γεωγραφικά εγγύτερα στα κέντρα διοίκησης της πολιτικής εξουσίας, λαμβάνουν μια προνομιακή μεταχείριση, τόσο στην επίλυση των προβλημάτων τους, καθώς και προτεραιοποιούνται ως προς τις διάφορες αποφάσεις. Οι εκπρόσωποι των ΤΟΕΒ αυτών θεωρούν ότι και λόγω της χιλιομετρικής τους απόστασης από το πολιτικό κέντρο της Θεσσαλίας [Λάρισας], τους δίνεται η αίσθηση ότι αποκλείονται και δεν λαμβάνουν μέρος σε σημαντικές αποφάσεις, στις οποίες πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν η εγγύτητα και οι διαπροσωπικές σχέσεις. Τα ΤΟΕΒ αναγνώρισαν την προσπάθεια της Πολιτείας να βοηθήσει στην αποκατάσταση από τις πληγές, αλλά παρατηρούν κάποιοι εκπρόσωποί τους ότι το ζήτημα παραμένει για τις μικρότερες και πιο αποκεντρωμένες περιοχές που βρίσκονται πιο μακριά από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Αποσπασμα 1
“- εννοώ αν βλέπετε ότι σας αντιμετωπίζουν ισότιμα συγκριτικά και με άλλα μεγαλύτερα ΤΟΕΒ;
– σίγουρα υπάρχει κάποια προτεραιοποίηση
– από την εμπειρία σας;
– τώρα εντάξει είναι λίγο λεπτό, ίσως κάποια είναι πιο ψηλά
– το λέω γιατί ο αντιπρόεδρος είπε κάποια πράγματα όπως ότι αν ένα μέρος από τα κονδύλια του Ταυρωπού είχε γίνε εδώ θα είχαν λυθεί όλα τα προβλήματα
– άμα υπήρχε θα είχαν ξεκινήσει πολλά.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“- έχουμε 130-140 μηχανήματα, το 100% είναι κατεστραμμένο.
– για τις καταστροφές πως βλέπετε το ζήτημα, αν σας πιέζουν τα μέλη σας
– μας πιέζουν αυτό τώρα συζητήσαμε γιατί σε 10 μέρες βάζουνε πεπόνια πρέπει να κάνουν προεργασία και πρέπει να γίνουν μερικές αποκαταστάσεις.
– εμείς έχουμε ξεκινήσει ήδη, άτυπα ότι υπάρχει από τα δικά μας χρήματα, αλλά αυτά τα βασικά τα πρώτα. Παίρναμε τον Υπουργό τηλέφωνο δεν μας το σήκωνε.
– εδώ όλη η Θεσσαλία είναι πνιγμένη γίνεται της τρελής.
– αυτό το λένε και άλλες διοικήσεις ότι παρατυπούνε για να ποτίσει ο κόσμος. Ενώ λένε ότι όλα θα τα κάνει η κυβέρνηση κεντρικά
– δεν γίνεται, θα σου πω τι έκανε η κυβέρνηση για αυτό λένε κυβερνάνε. πήγαμε Νοέμβρη Δεκέμβρη πότε πήγαμε, έφτασε τώρα ο Μάρτιος δεν σου έδωσε χρήματα αλλά τι λέει όμως; Θα σου δώσω εγώ, επειδή γιατί; Γιατί εμείς έχουμε την αγροτική λύση, οι ΤΟΕΒ λειτουργούν σαν ιδιωτικού δικαίου θεσμικά, και τι κάνουμε; Έχουμε 2-3 προσφορές αυτές και παιδιά κοιτάχτε να δείτε επειδή η άλλη είναι φθηνή, δεν βγαίνουμε στην μέση και οι δυό και τέλος, θέλετε καλώς δεν θέλετε την παίρνει ο Χ,Ψ και τελειώνει το θέμα.
– αυτά γίνονται μέσα σε 2-3 μέρες
– τα υπουργεία θέλουν 2-3 μήνες και ενστάσεις κτλ
– και μας λέγαν κάντε γρήγορα για να πάρετε λεφτά. Το πρώτο 15ημερο θα σας βάλουμε λεφτά.. τίποτα δεν είδαμε”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Η ανάγκη αμεσότητας με τους παραγωγούς νοηματοδοτήθηκε από την πλειονότητα των ενδιαφερόμενων μερών ως μια ενδεχομενική αδικία, στην περίπτωση απομάκρυνσης της διοίκησης από τα ΤΟΕΒ, σε μία πιθανή κεντρικοποιημένη οργάνωση του νέου φορέα διαχείρισης για τις αρδεύσεις (Ο.Δ.Υ.Θ.). Η διαμεσολάβηση και η αμεσότητα των ΤΟΕΒ είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων των αρδευτών σε περίπτωση συγκρούσεων για την προτεραιότητα στην άρδευση, για την διαθεσιμότητα και διαμοιρασμό των διαθέσιμων υδατικών αποθεμάτων, αλλά και για την οργάνωση του κύκλου της άρδευσης. Υποστηρίχθηκε σε αυτό το πλαίσιο ότι ένα μεγάλο έλλειμα που θα μπορούσε να καλύψει ο νέος οργανισμός είναι αυτό της σχεδίασης και υλοποίησης νέων υποδομών που είναι κρίσιμες για την άρδευση, όπως κρίνεται κατά τόπους με βάση τις τοπικές ανάγκες της κάθε περιοχής. Αλλά όπως επισημάνθηκε από τους εκπροσώπους του ΤΟΕΒ, δεν θα πρέπει να χαθεί η αμεσότητα με την οποία λειτουργεί σήμερα η άρδευση, καθώς είναι κρίσιμος παράγοντας για την ομαλή λειτουργία της παραγωγής. Σε μία πιθανή ενοποίηση των ΤΟΕΒ κάτω από μία ενιαία διοίκηση, θα υπάρξει το ζήτημα της ανισότητας, καθώς ένα χαρακτηριστικό κοινό που εκφράστηκε από τους εκπροσώπους ήταν ότι οι αρδευτικές ανάγκες έπρεπε να εξυπηρετούνται άμεσα ειδικά όταν δημιουργείται το πρόβλημα, καθώς το χρονικό διάστημα που παραμένει είναι κρίσιμο για να μην χαθεί η παραγωγή και κατά επέκταση πληγεί το εισόδημα των αρδευτών που έχουν το πρόβλημα.
Αποσπασμα 1
“- για την ενοποίηση πιστεύετε λοιπόν ότι θα έλυνε τα ζητήματα;
– εγώ πιστεύω ότι δεν θα είναι αποδοτικός στις δικές μας, εκτός της έδρας του
– τη Λάρισα εννοείτε
– ναι την Λάρισα, αυτό πιστεύω. Διότι σαφέστατα ότι γίνεται, εμείς εδώ έχουμε την έδρα του Δήμου του ΤΟΕΒ Σελάνων μεγάλη έκταση, και το διαχειριζόμαστε εμείς με τον πρόεδρο από εδώ και πάλι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε, φανταστείτε να απευθυνόμαστε στην Περιφέρεια στην Λάρισα και να μην μπορούν να συνεργαστούν, δεν ακουγόμαστε, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα … υπάρχουν πολλοί ΤΟΕΒ αυτοί που είναι βιώσιμοι ,αυτοί που πληρώνουν είναι 8, θα έπρεπε να μπορούν να διαχειριστούν το κομμάτι τους αυτόνομα, να μπορεί το ΤΟΕΒ Σελλάνων, που ξέρουμε καλύτερα το χώρο που διαχειριζόμαστε, [οι αρδευτές] να μπορούν να απευθύνονται σε αυτόν τον ενιαίο φορέα για αυτό το συγκεκριμένο ΤΟΕΒ, δεν ξέρω πως θα γίνετε και να τα αξιοποιεί αυτός ανάλογα με τα προβλήματα που έχει. Δεν μπορεί να ξέρει στη Λάρισα τι γίνεται εδώ, όπως εμείς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι γίνεται στο ΤΟΕΒ Ταυρωπού στη Λάρισα , Σοφάδων δεν γνωρίζουμε. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“-ο νέος φορέας για μας για μένα δηλαδή θα μας επηρεάσει λίγο να δούμε πως θα γίνει, δεν ξέρουμε κι όλας πως θα γίνει. Αν φύγει το ΤΟΕΒ θα έχουμε προβλήματα. Αν φύγει από δω να πάει που, θα χαθεί η αμεσότητα με τον παραγωγό
– άρα βάζετε το ζήτημα της αμεσότητας, το πλάνο αυτό μέχρι στιγμής είναι για κεντρικοποίηση
– αλλά άμα φύγει από εδώ θα υπάρχουν προβλήματα
– αλλά θεωρείτε ότι θα πρέπει να υπάρχει κατά τόπους ως παρατήματα
– καλό θα ήταν για τη διευκόλυνση των παραγωγών. Στα μεγάλα τουλάχιστον εντάξει τα πιο μικρά μπορούν να ενσωματωθούν, το δικό μας στου Ταυρωπού”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Η αδυναμία ρύθμισης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για αγροτική χρήση από την Πολιτεία παράλληλα την αδυναμία προτεραιοποίησης των ΤΟΕΒ για την χρηματοδότηση ενεργειακών έργων που θα συμβάλουν στην ενεργειακή τους αυτονόμηση (ενεργειακός συμψηφισμός ή άλλη μορφή διασυνδεδεμένων δικτύων ή αυτόνομων με μπαταρία) αναγνωρίζεται ως μια κομβική αδικία αναγνώρισης που οδηγεί στην αύξηση των λειτουργικών πάγιων εξόδων μιας καλλιέργειας που στηρίζεται στην άρδευση με γεώτρηση. Σημειώθηκε επίσης ότι η αυξανόμενες τιμές του ηλεκτρισμού λειτούργησε αποτρεπτικά στην άρδευση με γεώτρηση, όπου σχεδόν διπλασιάστηκε το κόστος. Η επέκταση του κλειστού δικτύου, δηλαδή πέρα του 30% που είναι προγραμματισμένο και έχει χρηματοδότηση από τα προγράμματα ΣΔΙΤ, είναι κομβικής σημασίας για την μείωση της αδικίας που υφίστανται οι αρδευτές της περιοχής διαχείρισης του ΤΟΕΒ, καθώς θα μειώσει σημαντικό κόστος, αφού θα υπάρχει η δυνατότητα εξοικονόμησης τόσο του διαθέσιμου νερού, αλλά και κυρίως τις απαιτήσεις για ηλεκτρισμό.
Αποσπασμα 1
“-το δίκτυο να γίνει κλειστό δίκτυο, για να μειώσουμε το κόστος, γιατί έχουμε μεγάλο κόστος το ρεύμα
– πόσα σας βγαίνει εσάς στην άρδευση το κόστος; Το στρέμμα και πως ως ΤΟΕΒ κάνετε την τιμολόγηση;
– φέτος το 2023 βγήκε στα 43 ευρώ το κόστος, Βγήκε στα 26 ευρώ το ρεύμα και 17 τα λειτουργικά του ΤΟΕΒ
– χαμηλά είναι σχετικά με τα άλλα ΤΟΕΒ, ούτε εσείς έχετε δίκτυο ηλεκτρικό σωστά;
– εξαρτάται πέρυσι με τη ρήτρα είχε έρθει 36 ευρώ, από 200.000 στο σύνολο της χρονιάς πήγε στα 370.000 δύο χρονιές. Το 2022 και βγαίνει και πάνω από 30 ευρώ. Γενικά εκεί κυμαίνεται και τώρα με την υπογειοποίηση θα μειωθεί περισσότερο.
– πόσο περίπου
– Από 7-8 μέχρι 10 ευρώ το στρέμμα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Η πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις και ευκαιρίες για επένδυση στο δίκτυο αποτελεί μια διανεμητική αδικία που χαρακτηρίζει τόσο τα μικρότερα σε έκταση ΤΟΕΒ, όσο και εκείνα που τα πάγια έξοδά τους, όπως το κόστος του ηλεκτρισμού, αφήνει λίγα περιθώρια για περεταίρω επενδύσεις στο δίκτυο από τα διαθέσιμα αποθεματικά του Οργανισμού. Οι επενδύσεις για την συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό του δικτύου είναι κομβικές ενέργειες για την διασφάλιση της σταθερότητας του δικτύου αλλά και για την εξοικονόμηση της κατανάλωσης του νερού. Η πρόσβαση σε χρηματοδοτικά πλαίσια, απαιτεί την κατάρτιση τεχνικών μελετών και ένα πλήθος άλλων γραφειοκρατικών αναγκών που ξεπερνούν τις δυνατότητες αυτών των ΤΟΕΒ. Μέρος (30%) του δικτύου του ΤΟΕΒ Σελλάνων είναι σε διαδικασία υπογειοποίησης, ένα πρόγραμμα που θα λύσει σημαντικές αδικίες στους αρδευτές που θα ωφεληθούν από αυτό. Στο τμήμα που θα εξυπηρετήσει, με την επιλογή των τμημάτων να γίνεται σε σημαντικές αρτηρίες οι οποίες εξυπηρετούν πολλαπλούς αρδευτές, θα υπάρχει σημαντική εξοικονόμηση ύδατος, όπου θα είναι διαθέσιμο στο υπόλοιπο δίκτυο. Στα όρια μεταξύ των ιδιοκτησιών θα τοποθετηθεί ειδικό τεμάχιο υδροληψίας από σιδερένιο σωλήνα, προκειμένου να συνδέονται και να αποσυνδέονται οι παραγωγοί μόνοι τους για να αρδεύουν τα αγροτεμάχιά τους, μέσω τηλεδιαχείρισης. Παράλληλα θα εγκατασταθούν και ηλεκτρικοί πίνακες με inverter ,για τον τηλεχειρισμό του αντλιοστασίου από οποιαδήποτε απόσταση. Με το νέο σύστημα θα είναι δυνατή η μείωση του κόστους άρδευσης από τα 45 στα 25 ευρώ για τα σημεία εξυπηρέτησης.
Αποσπασμα 1
“- είναι ανοιχτό, αυτό είναι το κακό, αλλά έχουμε κάνει σχετική μελέτη για κλειστό… 30% μονο, οι 70 από τις 138 (γεωτρήσεις) ήτανε να κάνουμε, καθυστέρησε τώρα πάμε για 40…επιλέξαμε εμείς συγκεκριμένες τοποθεσίες, τις 78
– με ποια κριτήρια κάνατε την προτεραιοποίηση;
– με τα σχέδια, κοιτάξαμε ποιες ήταν πιο πολλές γεωτρήσεις και ποιες εξυπηρετούν τα περισσότερα στρέμματα… δε μας δίναν περισσότερα χρήματα”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης σε κάθε περιοχή, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Στην ευρύτερη περιοχή των Σελλάνων η άρδευση στηρίζεται αποκλειστικά με γεωτρήσεις, διότι δεν υπάρχει σχετική πρόσβαση σε επιφανειακά ύδατα ή κάποια σύνδεση με τις τοπικές τεχνητές λίμνες του Πλαστήρα ή του Σμοκόβου. Μία σημαντική αδικία που υφίστανται οι αρδευτές της περιοχής συγκριτικά με αρδευτές της ανατολικής Θεσσαλίας ή ακόμα και από άλλες περιοχές της ΠΕ Καρδίτσας, είναι ότι καθώς στην περιοχή υπάρχουν και αρκετές ιδιωτικές γεωτρήσεις, η αρδευτική περίοδος περιορίζεται το αργότερο μέχρι μέσα Αυγούστου. Αυτό συμβαίνει διότι έχει παρατηρηθεί ότι το νερό δεν επαρκεί για την επέκταση αυτής της περιόδου αφού, τόσο οι γεωτρήσεις του ΤΟΕΒ όσο και οι ιδιωτικές μοιράζονται τους ίδιους υδατοφόρους ορίζοντες και προκειμένου να δημιουργηθεί κάποια φθορά στις εγκαταστάσεις, οι ίδιοι οι παραγωγοί επιλέγουν να ολοκληρώσουν την άρδευσή τους.
Αποσπασμα 1
“-το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ιδιωτικές πομώνες, αυτό σας δημιουργεί πρόβλημα ως προς τη διαχείριση του νερού η ακόμα και τη διάθεσή του; Αν τραβάνε όλοι από τον ίδιο υδατοφόρο ορίζοντα
– ναι ναι, γιατί είμαστε πιο βαθιά εμείς. Τον Αύγουστο επειδή πέφτει το νερό, σε ορισμένες γεωτρήσεις υπάρχει θέμα
– του ΤΟΕΒ γεωτρήσεις;
– όχι και του ΤΟΕΒ και ιδιωτών, αλλά πέφτει η στάθμη από όλους στα 15-20 μέτρα αυτές σταματάνε τον Αύγουστο. Εμείς ποτίζουμε μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου εδώ.
– αυτό ισχύει και εκτός ΤΟΕΒ ή υπάρχει διαφοροποίηση;
– αυτοί που ποτίζουν με ιδιωτικά, μέχρι τέλος Αυγούστου βαριά ποτίζουν μέχρι 15-16.
– είναι σε συνεννόηση με τον ΤΟΕΒ αυτό;
– όχι δεν τους φτάνει το νερό για παραπέρα. Και τότε καταπονείτε και η γεώτρηση και κάνει καθίζηση, διότι άμα βγάλει άμμο πάει καταστράφηκε, επομένως την ταπώνεις, από το να χάσω την γεώτρηση. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Στην περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, το ΤΟΕΒ Σελλάνων, εξυπηρετεί αρδευτές από τέσσερεις δήμους (Μουζακίου-Φαλκαδόνας-Καρδίτσας-Παλαμά), μέσω γεωτρήσεων. Το σύνολο της έκτασης που δραστηριοποιείτε είναι 112.000-120.000 στρέμματα, με 138 γεωτρήσεις σε 10 αγροκτήματα. Από το 2016 και μετά, όπως επισήμαναν οι εκπρόσωποι του ΤΟΕΒ, άρχισε να πέφτει δραματικά η στάθμη των υπόγειων νερών, από τα 30-75 μέτρα που είχαν συνηθίσει, φτάσανε στα 300 μέτρα που πρέπει να κατέβει το στέλεχος της γεώτρησης, με παράλληλη μείωση της πίεσης της άρδευσης. Η δραματική αυτή μείωση του υδροφόρου ορίζοντα, οδήγησε αρκετούς παραγωγούς να εγκαταλείψουν τις αρδευόμενες καλλιέργειές τους, επιλέγοντας είτε ξερικές είτε εγκαταλείποντας εντελώς την παραγωγή. Βάση των εκτιμήσεων των εκπροσώπων της περιοχής, από τα 120.000 στρέμματα που ήταν στην αρμοδιότητα διαχείρισης του ΤΟΕΒ, εν έτη 2024 μόνο τα 11.000 πλέον αρδεύονται, λόγω του δυσβάσταχτου κόστους της παραγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις μειώθηκε ο κύκλος των αρδεύσιμων καλλιεργειών στους τρείς μήνες, όπου το διαθέσιμο νερό μπορούσε να υποστηρίξει μια παραγωγή ανάλογα με την χρονιά και τις συγκυριακές βροχοπτώσεις.
Αποσπασμα 1
“-εγώ ποτίζω με συγκεκριμένο τρόπο
– ποιος είναι αυτός;
– ε είναι στάνταρ αυτός με γεωτρήσεις με πίεση
– αλλαγές έχετε δει στη πίεση;
– στην αρχή έχει περισσότερη πίεση μετά πέφτει, είναι ανάλογα πως πάει η χρονιά”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“- στο ξεκίνημα, τώρα αρδεύουν περίπου 10.000 στρέμματα 11.000 από τα 120,000 στρέμματα που έχουμε στη δικαιοδοσία μας
– πολύ λίγα είναι τα αρδευόμενα
– ναι το πολύ 10-15%
– γιατί έτσι;
– γιατί φύγαν, βρήκαν άλλους τρόπους όταν ανέβηκε το κόστος, με μικρά αρτεσιανά κανάλια… υπόγεια όλα, τίποτα άλλο, δεν έχουμε άλλη σύνδεση και φτάνουμε τα 300 μέτρα βάθος
– είναι πολύ βαθιά ήταν πάντα έτσι; Ή από ένα σημείο και μετά άρχισαν να πέφτουν
-δηλαδή ο υδροφόρος έπεσε από ένα σημείο και μετά, από το 2016 και μετά
Φ: πιο πριν πόσα περίπου πήγαινε η πομώνα;
-στα 30-75 παίρναμε εμείς το νερό, η τρύπα έφτανε πιο κάτω αλλά επειδή υπήρχαν στρώματα και με τα χρόνια πέφτει αναγκαζόμαστε και κατεβάζουμε πιο χαμηλά το σκέλος “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Οι ελλιπείς συνθήκες εξισορρόπησης του ανταγωνισμού στο κόστος παραγωγής προκύπτει μέσα από διαφορετικές πρακτικές άρδευσης σε κάθε περιοχή, αποτελεί μια διανεμητική αδικία καθώς συνδέεται άμεσα με τις διαθέσιμες υποδομές, την γεωγραφική θέση των αρδευτών. Ο τρόπος άρδευσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την αύξηση ή μείωση του κόστους παραγωγής. Αν και στην ευρύτερη περιοχή της Καρδίτσας, η άρδευση στηρίζεται αποκλειστικά στα ανοιχτά δίκτυα με τσιμεντάβλακα, δηλαδή με κατάκλιση, όπου το κόστος άρδευσης είναι ιδιαίτερα χαμηλό και δεν ξεπερνά τα 4-8 ευρώ. Όμως το δίκτυο είναι απαρχαιωμένο ως προς την έκτασή του, καθώς χρονολογείται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και έχει μεγάλες απώλειες ύδατος. Επιπλέον λόγω εμμονικών επιλογών προηγούμενων διοικήσεων του ΤΟΕΒ, δεν υπάρχει ηλεκτρικό δίκτυο διαθέσιμο για τους αρδευτές του Ταυρωπού. Με τις συνεχόμενες αυξήσεις του πετρελαίου (που χρησιμοποιούν για τις καλλιέργειες οι παραγωγοί αντί του ηλεκτρικού ρεύματος) τα τελευταία χρόνια, το πρόβλημα της ενέργειας, συνεχίζει να αποτελεί μια διανεμητική αδικία για τους αρδευτές του ΤΟΕΒ, που τους αυξάνει ραγδαία το κόστος παραγωγής, παρά το ιδιαίτερα χαμηλό αρδευτικό τέλος, ιδιαίτερα κατά την πρώιμη ανάπτυξη των φυτών της καλλιέργειάς τους (βαμβάκι, καλαμπόκι). Τα προγράμματα ανάπτυξης στάγδην άρδευσης με 70% επιδότηση που προγραμμάτισαν την διετία 2006-2007 κάποιες νομαρχίες, δεν υλοποιήθηκαν στον Ταυρωπό διότι ήταν αδύνατο να εφαρμοστούν και να υιοθετηθούν από τους παραγωγούς, αν δεν είχε επιλυθεί πρώτα το ζήτημα του εξηλεκτρισμού. Επιπλέον λόγω της κατάκλισης έχει παρατηρηθεί μεγάλη πτώση της γονιμότητας του εδάφους που αυξάνει αντίστοιχα τα κόστη της παραγωγής σε ορυκτά καύσιμα και λιπάσματα. Με το κλειστό υπογειοποιημένο δίκτυο, η μελέτη του οποίου έχει εγκριθεί και βρίσκεται σε διαδικασία δημοπράτησης (ΣΔΙΤ-ΥΔΡΩΡ 2, έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) θα επιλυθούν οι αδικίες αυτές, διότι το δίκτυο, λόγω μορφολογίας (βαρυτικό) σχεδιάστηκε να έχει έχει φυσική πίεση για τις αρδεύσεις με μηδενική ενέργεια.
Αποσπασμα 1
“- είμαι παραγωγός, κάποια στιγμή ερχόμενος εδώ, περνώντας από τα πανεπιστήμια και τα λοιπά, αποφάσισα να ασχοληθώ πιο ενεργά επιχειρηματικά με τη γεωργία. Λοιπόν το πρώτο πράγμα που έβλεπα ήταν το κόστος παραγωγής. Μπορεί το δίκτυο να είναι βαρυτικό και να είναι ανοιχτό, όμως αυτό το δίκτυο μέχρι να φτάσουν τα φυτά μέχρι ένα σημείο, πρέπει να ποτισττούν με τεχνική βροχή, η τεχνητή βροχή θέλει ενέργεια! Λοιπόν θέλει ενέργεια, η ενέργεια εδώ δεν υπάρχει πουθενά εξηλεκτρισμός, γραμμές ρεύματος δεν υπάρχουν μέσα στα χωράφια.
– με πετρέλαιο
– Πετρέλαιο, μέχρι να φτάσεις να κάνεις έξι ποτίσματα για να τα φτάσεις σε αυτό το στάδιο είναι 8 με 10 ευρώ το στρέμμα κόστος πετρελαίου, φτάνεις λοιπόν στα 50 ευρώ συν το τρακτέρ τις ώρες που καταλαβαίνετε οι αποσβέσεις του μηχανήματος και τα λοιπά που επιβαρύνουν το κόστος αυτό. Και ενώ λένε ότι στον Ταυρωπό που έχουν πολύ νερό, έχουν φθηνό αρδευτικό τέλος, τέσσερα ευρώ πάγιο και τέσσερα ευρώ αυτοί αρδευτικό, βεβαίως αυτό οι ανατολικό θεσσαλοί, τώρα να μπαίνουμε στην γεωγραφικά, λένε τη μισή αλήθεια. Δεν την ανέδειξε ποτέ την πραγματικότητα ο άλλος, γιατί όταν υπήρχαν τα προγράμματα εξηλεκτρισμού όλα έγιναν στην ανατολική Θεσσαλία, επειδή είχε μεγαλύτερα προβλήματα, δεν είχε νερό και τα λοιπά, όλα τα χρήματα εξηλεκτρισμού έπεσαν εκεί από τις νομαρχίες. Και εδώ σε μας, έπεσαν στα εκτός δικτύου Ταυρωπού τα λεφτά αυτά. Γιατί οι προηγούμενοι από εμάς εδώ στη διοίκηση, τι λέγανε: δεν θέλουμε εμείς καμία παρέμβαση μια χαρά έχουμε νερό, εμείς ποτίζουμε με κατάκλιση. Μετά από ένα σημείο έβαζαν τα σιφόνια οι παραγωγή που είναι δωρεάν το νερό αυτό. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“-Ενδιαφέρον το βλέπω, αλλά σου κάνω μία πρόβλεψη ***. όλους δώσε τους δωρεάν λάστιχα ένα 5% θα το βάλει μέσα στον Ταυρωπό σε λειτουργεία. Γιατί μου λέει; γιατί το λάστιχο θέλει ενέργεια και πρέπει πρώτα να τους λύσεις το πρόβλημα της ενέργειας και μετά να τους λύσεις το θέμα του αρδευτικού συστήματος. Ενώ το σιφόνι θέλει μηδέν ενέργεια, είναι η ευκολία, για τον παραγωγό θα τον οδηγήσεις με την πολιτική. Πω, Πω μου λέει τι λες τώρα, έχεις δίκιο λέει ο ***. λέω αυτοί δεν έχουν να βάλουν πετρέλαιο το καλοκαίρι, ούτε εξηλεκτρισμό κάνατε λέω. Αφού τους προτείναμε εμείς και αυτοί τότε εδώ λέγαν πως δεν θέλουν, τους έδινα προγράμματα εξ-ηλεκτρισμού και έλεγαν αυτοί οι δικοί μας εδώ πέρα: Δεν θέλουμε εμείς παρεμβάσεις στον τόπο μας στον Ταυρωπό μια χαρά είμαστε, έχουμε τα κανάλια μας έχουμε έτσι έχουμε αλλιώς, έλεγαν στο συμβούλιο. Δεν λέω ότι είχαν ευθύνη απολύτως γι αυτό τα έπαιρνε η Λάρισα.
– τότε τα καρούλια δεν είχαν αρχίσει να μπαίνουν εδώ πέρα;
– το καρούλι θέλει ενέργεια.
– ναι αυτό λέω ούτε το καλό καρούλι είχε αρχίσει;
– υπάρχουνε καρούλια, αλλά το καρούλι θέλει πετρέλαιο.
– θέλει πετρέλαιο αλλά είχαν μπει;
– είχαν. υπήρχανε μπεκ, καρούλια και σιφόνι. Και σήμερα τα ίδια υπάρχουν. Το σιφόνι αφού μεγαλώσουν τα φυτά , από τα μέσα της αρδευτικής περιόδου γιατί δεν αντέχουν (τα φυτά) κατάκλιση στα πρώτα στάδια αυτά. Εξ ανάγκης δηλαδή γιατί αλλιώς από την πρώτη στιγμή με κατάκλιση θα πότιζαν να ξέρετε! Για αυτό και βλέποντας όλο αυτό το πράγμα ή θα πήγαινες με τον εξηλεκτρισμό ή όχι. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Δύο βασικές διανεμητικές αδικίες που αντιμετώπιζαν οι αρδευτές του Ταυρωπού από την διαχείριση των υδάτων προηγούμενων διοικήσεων, ήταν ο ισότιμος διαμοιρασμός στην άρδευση, η διαφάνεια του διαμοιρασμού και ο εκσυγχρονισμός του δικτύου (από ανοιχτό σε κλειστό). Ο εκσυγχρονισμός του δικτύου πραγματοποιείται σήμερα με την υλοποίηση της υπογειοποίησης του υπάρχοντος δικτύου, το οποίο εντάχθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΥΔΡΩΡ 2), έπειτα από ολοκληρωμένες μελέτες που σχεδιάστηκαν και ολοκληρώθηκαν από τον Οργανισμό, με την παράλληλη στελέχωση του Οργανισμού από νομικό εκπρόσωπο και μηχανικό. Στις μελέτες εγγράφτηκαν τόσο τωρινές όσο και μελλοντικές ανάγκες της άρδευσης ως προς την πίεση του βαρυτικού δικτύου στις υδροληψίες, όπως η δυνατότητα εγκατάστασης τεχνητής βροχής. Οι δύο πρώτες αδικίες, επιλύθηκαν με πόρους, προσωπικό χρόνο και γνώση των ιδίων μελών της τωρινής διοίκησης του οργανισμού. Στα πρώτα στάδια πραγματοποιήθηκε η εκτενής καταγραφή των μελών και των αναγκών σε άρδευση του οργανισμού. Σε δεύτερο επίπεδο καλλιεργήθηκε στους αρδευτές του δικτύου η κουλτούρα της «προγραμματισμένης ζήτησης» νερού, ενώ σε δεύτερο στάδιο για την διασφάλιση της διαφάνειας στον κύκλο άρδευσης μεταξύ των παραγωγών, σχεδιάστηκε από τα μέλη του Οργανισμού εφαρμογή η οποία καθόριζε το πρόγραμμα της άρδευσης με βάση τη ζήτηση, αλλά παράλληλα έδινε τη δυνατότητα της «ζωντανής» παρακολούθησης των ενεργών αρδεύσεων.
Αποσπασμα 1
“-οπότε αυτό το σύστημα τι είχε σαν συνέπεια στο διαχείριση νερού;
– η συνέπεια ήταν ότι πέτυχε καταρχήν σταθερότητα στις παροχές,
– αυτό είναι πολύ σημαντικό
– άρα στα καταληπτικά σημεία υπάρχει μία σταθερή κατάσταση και δεν πειράζει κανένας τίποτα, όπως ξεκινάει το πρωί υπάρχει όλη τη μέρα συμφωνούνται κάποιες παροχές και τα λοιπά επίσης βάλαμε τους υδρονομείς στη λογική του να μάθουν τους παραγωγούς να παραγγέλουν το νερό. Μέχρι τότε το δίκτυο αυτό ήτανε ελεύθερης ζήτησης, όποιος πήγαινε έβγαινε εκεί πέρα κτλ. Τώρα το έχουμε κάνει με «ωρολόγιο πρόγραμμα» όπως λέει η μηχανικός μας δεν το ήξερα σαν όρο, τώρα το υιοθέτησα και εγώ όπου ξέρει από πριν τις ανάγκες για να μπορέσουμε να πετύχουμε καλή διαχείριση να αυξήσουμε το efficiency.
– οι ανάγκες με βάση τα στρέματα τη ζήτηση
– και τον καιρό “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“- άρα δημιουργείτε και μια κουλτούρα καλής πρακτικής;
-οι ίδιοι το επιδιώκουν. Καλά τους κάνετε λένε. Και έχουμε δύο χρόνια τώρα που το κάναμε, το ανεβάσαμε [την εφαρμογή] στο play store μπορούν να το κατεβάσουν και οι παραγωγοί με δικαιώματα view μόνο, χωρίς να μπορούν να βλέπουν προσωπικά δεδομένα, για να παρακολουθούν τι γίνεται στο τετράγωνό τους πως διαμορφώνεται ο κύκλος πως έρχονται οι σειρές
– άρα θα μπορούν να ελέγχουν και τους διπλανούς τους;
-έτσι έχεις μία αίσθηση ελέγχου και διαφάνειας, βλέπουν από μόνοι τους και επίσης επειδή έπαιρνα τους υδρονομείς συνέχεια τηλέφωνο, γιατί για αυτούς ήταν black box αυτό , τώρα το βλέπουν. Δε χρειάζεται να τον πάρουν τηλέφωνο, έπαιρναν τρεις μέρες νωρίτερα: ποιος ποτίζει απόψε τον έλεγε τον άλλο. Ενώ τώρα βλέπει ανοίγει κτλ. Βέβαια τώρα το χρησιμοποιούν κάποιοι νέοι σε ηλικία που έχουν smart phone και τέτοια, αλλά σιγά σιγά, εγώ έχω βρεθεί στο καφενείο που λέει ο άλλος: για κοίτα τώρα ποιος ποτίζει εκεί πέρα λέει, εσύ που ξέρεις, για να μην πάρω τον υδρονομέα να τον ξυπνήσω τέτοια ώρα. Αυτό είναι κτίσιμο δικό μας μέσα στα 5 αυτά χρόνια. Αν δεν έχεις αυτά τα εργαλεία λοιπόν και να πας από εκείνη την κατάσταση σε αυτήν , δεν μπορείς να βελτιώσεις και τη διαχείριση.
-έτσι φτιάχνει και μόνο του τη σειρά του κύκλου άρδευσης. “
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Απόσπασμα 3
“- βεβαίως να σας πω επίσης ότι το ότι υπήρξε ειρήνη έξω στο δίκτυο ευνόησε τους καλούς παραγωγούς, γιατί ο καλός παράγωγός και πριν, παρόλο που ήταν πληρωμένος που μπορεί να ήταν και κοντά στη διοίκηση και αυτός δεν μπορούσε να ποτίσει, διότι όταν γίνονταν φασαρία και πήγαινε ο άλλος μπροστά, έχανε και αυτός, δεν μπορούσε δηλαδή να υπάρξει ειρήνη για να ωφεληθούν όλοι, καταλαβαίνετε. άρα από την πρώτη χρόνια υπήρξε μία ηρεμία έξω αφού έμπαιναν στην σειρά, βελτιώθηκαν οι κύκλοι από την πρώτη χρόνια, όμως δεν μπορούσαμε αν δεν αναπτύξουμε άλλες μεθόδους αυτοματοποίησης καλύτερους τρόπους καταγραφής
– δεν υπήρξαν τότε;
– τίποτα, εγώ ειδικά την πρώτη χρόνια αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι να καταγράψω, να κάνω ανάλυση του συστήματος πώς κάνουμε στις μελέτες, αναλύεις πρώτα το σύστημα καταγράφεις για να δεις μετά τι μπορείς να συνθέσεις για να κάνεις ένα μοντέλο. Άρα η πρώτη χρονιά για μένα ήταν παρακολούθησης και με βάση τις αποφάσεις που πήραμε να μπορέσουμε να αναλύσουμε το σύστημα να κάτσουμε όλο το χειμώνα για τον οργανωθούμε και έτσι λειτουργήσαμε και μετά πήγαμε σε κάποια πράγματα.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Στην περίπτωση της Περιφερειακής Ενότητας Καρδίτσας, το ΤΟΕΒ Ταυρωπού, ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση ΤΟΕΒ στην Καρδίτσα και μέσα στα μεγαλύτερα σε έκταση δράσης σε όλη την Ελλάδα. Το δίκτυο άρδευσης είναι ανοιχτό και αγγίζει τα 886 χλμ. τσιμεντένιου δικτύου εξυπηρετώντας μια έκταση 160.000 στρεμμάτων γύρω από την πόλη της Καρδίτσας, εκ των οποίων τα 114.750 αρδευόμενα (με κατάκλιση). H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Το ΤΟΕΒ δεν έχει ζήτημα επάρκειας νερού, καθώς αποτελεί τον διαχειριστή και τον πρώτο αποδέκτη της υδροληψίας από την Λίμνη Πλαστήρα. Όμως καθώς η Λίμνη Πλαστήρα από το 1976 μέχρι και σήμερα, νοηματοδοτήθηκε από τους κρατικούς φορείς ως μια κρίσιμη υποδομή για την καταπολέμηση της λειψυδρίας και τα φαινόμενα ξηρασίας που παρατηρούνταν στην περιοχή της Θεσσαλίας, τα αποθέματά της λίμνης διαμοιράζονταν και σε άλλους αποδέκτες στον Δήμο Καρδίτσας, αλλά και στις περιοχές των Σελλάνων, του Τιτανίου, της Φαλκαδόνας μέχρι και την Λάρισα (ενίσχυση Πηνειού). Σε αυτό το πλαίσιο η μη εξοικονόμησή της κατανάλωσης που γίνεται από τον δικαιούχο διαχειριστή και πρώτο αποδέκτη της υδροληψίας της λίμνης, αποτελεί εν δυνάμει μια διανεμητική αδικία για τις άλλες περιοχές στις οποίες διαμοιράζεται άτυπα τα διαθέσιμα αποθέματα. Η πρακτική αυτή, δημιουργούσε μεγάλη πίεση στην διανομή του νερού ακόμα και εντός του δικτύου διαιωνίζοντας διανεμητικές αδικίες και μεταξύ των μελών του ΤΟΕΒ που για πολιτικούς ή άλλους λόγους δεν ήταν αρεστοί σε προηγούμενες διοικήσεις, μια κατάσταση που υπήρχε μέχρι και το 2016. Η ορθολογική και διαφανείς διαχείριση της άρδευσης, με έναν σταθερό κύκλο άρδευσης τις 7 ημέρες, ήταν από τα πρώτα ζητήματα που επιλύθηκαν για τον δίκαιο διαμοιρασμό αυτού του πόρου, δια της τήρησης της ημερήσιας καταγραφής και της ηλεκτρονικής παρακολούθησης με μετρητές στη συνέχεια.
Αποσπασμα 1
“- τότε με την διαχείριση του νερού δεν γινόταν κάθε χρόνο σωστά, δινόταν το νερό όπως είπε και ο *** στην αρχή, σε άτομα τα οποία ήταν δικά τους, το νερό δινόταν, δεν ξέρω πόσο σίγουρο είναι αυτό, αλλά δινόταν μάλλον σε άλλα ΤΟΕΒ, σε άλλους δήμους ίσως σε άλλες περιοχές… ήταν πρόβλημα, υπήρχε πρόβλημα μεγάλο για το νερό
-δηλαδή πιστεύεις ότι ο κύκλος γίνεται σωστότερα και πιο ορθολογικά
…βλέπετε, αυτό είναι το δίκτυό μας, η τριτεύουσα εδώ και τα κλειδιά και περνάει μπροστά από όλα αυτά τα χωράφια εδώ δημιουργείται ένας κύκλος άρδευσης, δηλαδή θα ποτίσει μία αυτό το χωράφι, μία άλλη μία ο άλλος, μία ο άλλος, για να γυρίσουν όλοι αυτοί και να ξανα-ποτιστεί το ίδιο χωράφι. έκανε πάνω από 15 μέρες. Σήμερα φτάσαμε τον κύκλο σε κάτω από 8 μέρες, σκεφτείτε με 40 – 45 βαθμούς στο καλοκαίρι να μεσολαβήσουν 17 μέρες, παθαίναν λοιπόν ζημία από την έλλειψη νερού και τις υψηλές θερμοκρασίες.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Αποσπασμα 2
“- δεν είχαν νερό, έτσι; Δεν είχαν οι συγκεκριμένοι νερό, αλλά είχαν κάποιοι άλλοι μέσα στον ΤΟΕΒ νερό;
– κάποιοι που ήταν κοντά στη διοίκηση ποτίζουν όποτε θέλουν.
– άρα υπήρχαν αδικίες και εντός του ΤΟΕΒ;
– μα αυτό λέμε, εσύ μπορούσες να ποτίσεις δύο φορές, ενώ εγώ μία.
– εσείς όμως το βλέπατε τον κύκλο
– ναι αλλά δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα γιατί και τη μία που θα πότιζες, αν δημιουργούσες θέμα δεν θα πότιζες… Είχε πει στον υδρονομέα ο **** :Αυτόν «ξέρανε τον»! και δεν του διναν καθόλου νερό, τον έβαζαν σε σειρά να ποτίσει και κάτι πάθαινε τάχα το δίκτυο και έτσι έκλεινε τα κλειδιά και του έλεγε (ο υδρονομέας) δεν μπορώ να σας δώσω, πήγαινε για μία ώρα νερό, ενώ αυτός ήθελε οχτώ για να ολοκληρώσει την άρδευση. Του έλεγαν, δυστυχώς δεν γίνεται χάθηκε η μέρα ο επόμενος.. περίμενε 10 με 15 μέρες, έπαιρνα 500 kg παραγωγή. Δικαστήρια ιστορίες.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
Απόσπασμα 3
“Είναι πιο ευνοημένες, έχουμε δύο λίμνες μεγάλες κτλ και έχουμε τη λίμνη πλαστήρα δίπλα, γιατί εμείς είμαστε ο πρώτος υποδοχέας του νερού από τη λίμνη Πλαστήρα , άρα θεωρητικά αυτός που είναι μπροστά στη σειρά είχε περισσότερο νερό σύμφωνα με την παλιά λογική που εγώ δεν την υιοθετώ, αλλά λέμε τώρα πώς γινόταν η όλη η ιστορία μέχρι τότε. Θεωρητικά λοιπόν έχεις στην κεντρική υδροληψία πολύ νερό, αλλά στο χωράφι το νερό αυτό, δεν έφτανε με τους όρους τους σύγχρονους της διαχείρισης.
– τι σημαίνει αυτό;
– αυτό σημαίνει ότι ή θα πλημμυρίζω τη μία μέρα, όταν ενδεχομένως δεν το χρειαζόταν το χωράφι, μετά μπορεί να περίμενα 25 μέρες να ξαναέρθει η σειρά μου, γιατί τα νερά πηγαίναν όπου ήθελαν στους ψηφοφόρους, τους… Πήγαιναν και έλεγαν: εσύ δεν ποτίζεις, εσύ δεν ποτίζεις, εσύ δεν ποτίζεις γιατί είσαι απλήρωτος, ποτίζει ο άλλος. Ωραία μέχρι εδώ. Φτάνουμε λοιπόν Ιούνιος τώρα με 40 βαθμούς, καίγεται η καλλιέργειά σου εσένα, δεν έχεις λεφτά μες στην τσέπη γιατί Ιούλιο μήνα είναι όλοι άφραγκοι και τα λοιπά, τι καταλαβαίνετε εσείς ότι θα κάνει, μία αρκετά σημαντική μερίδα των παραγωγών; έπιανε τον υδρονομέα τον βούταγε μέσα και του λεγε: σε πνίγω τώρα, ή ερχόταν εδώ μέσα στα γραφεία με την καραμπίνα, εδώ κάθε μέρα ερχόταν αστυνομία, είχε αυτή σαν πρώτη λύση… Ο άλλος λίγο πιο ήπιος και πονηρός έβρισκε άλλη λύση! πιο αποτελεσματική λύση! Έπιανε τον υδρονομέα. Το δίκτυο αυτό λειτουργεί με 24 υδρονομείς και 5-6 επόπτες. Τον έπιανε λοιπόν παραπέρα, ενώ χρωστούσε εδώ στον οργανισμό 5- 6.000€, προτιμούσε να δώσει 100-200€ στην τσέπη του υδρονομέα και ο υδρονομέας του έλεγε: δεν μπορώ τώρα την ημέρα, το βράδυ όμως άνοιγε το νερό. Ενώ θα φαίνεται στο χαρτί ότι ποτίζει ο *** που είναι πληρωμένος, θα βάλω εγώ την καταγραφή.”
(Απόσπασμα συνέντευξης με εκπρόσωπο ΤΟΕΒ της ΠΕ Καρδίτσας)
–
–
H έλλειψη νερού ή η ανεπάρκεια διαθεσιμότητας νερού που συναντάται ιδιαίτερα στους καλοκαιρινούς μήνες λόγω τοπικών ιδιαιτεροτήτων [εξαντλημένοι υδροφόροι ορίζοντες, λειψανδρία], είναι μία διανεμητική αδικία με την έννοια ότι σχετίζεται με τον ισότιμο διαμοιρασμό των πόρων και της πρόσβασης σε αυτούς. Στην περίπτωση του νομού Μαγνησίας και του ΤΟΕΒ με επωνυμία «Λίμνης Κάρλας», που εξυπηρετεί αρδευτές από Βελεστίνο – Στεφανοβίκειο – Ριζόμυλο, η πρόσβαση στο αρδευτικό δίκτυο της Κάρλας είναι κομβικής σημασίας για την οικονομική βιωσιμότητα των αγροτών της περιοχής. Η επανασύσταση της Λίμνης Κάρλας, στη Θεσσαλία για στην ευρύτερη ανάπτυξη της περιοχής ξεκίνησε να υλοποιείται με εθνικούς πόρους και συγχρηματοδότηση από το Γ’ ΚΠΣ και το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα “Περιβάλλον” και συνεχίστηκε με πόρους του ΕΣΠΑ 2007-2013 και του ΕΠ Περιφέρειας Θεσσαλίας. Η μη πρόσβαση σε υποδομές όπως το δίκτυο της Κάρλας, οδηγεί στην αξιοποίηση του υπόγειου υδροφορέα της περιοχής, δηλαδή την χρήση γεωτρήσεων κατά την επιλογή αρδευόμενων καλλιεργειών. Η χρήση γεωτρήσεων πέρα ότι αυξάνει την πίεση στον υδατοφόρο ορίζοντα, που οδηγεί στην σταδιακή αύξηση του βάθους άρδευσης, καθιστά και τους αρδευτές ευπαθείς και πιο ευάλωτους συγκριτικά με άλλους αρδευτές που χρησιμοποιούν εναλλακτικούς τρόπους άρδευσης όπως απευθείας από το δίκτυο (προς επέκταση) της Κάρλας. Επίσης η δυνατότητα της πρόσβασης στο δίκτυο της Κάρλας είχε και άμεσες επιπτώσεις ως προς την επιλογή ποικιλιών που συσχετίζονται με την αύξηση του αγροτικού εισοδήματος (βαμβάκι, καλαμπόκι, μηδική), ενώ όπως αναφέρουν οι αρδευτές της περιοχής, σε περιπτώσεις που έπρεπε να στηριχθούν στις γεωτρήσεις, και όχι στο δίκτυο της Κάρλας, περιόριζαν τις αρδευόμενες εκτάσεις που έσπερναν από «φόβο» μήπως δεν λειτουργήσουν οι πομόνες τους, ή μην τυχόν δεν επαρκεί το νερό για να καλύψει τις ανάγκες τους για μια παραγωγική σοδειά, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην μερική σπορά σιτηρών (ξερικές καλλιέργειες).
Π: οι γεωτρήσεις ξεκινήσαν στην αρχή από τα 100 μέτρα, περίπου, και τώρα τελευταία φτάσαμε στα 280-350 έπεσε πάρα πολύ ο υδατοφόρος ορίζοντας. Αυτό το πράγμα σταμάτησε στο Ριζόμυλο πρώτα, σαν βασικό πυρήνα που λειτούργησε το δίκτυο της Κάρλας, σταμάτησε η άρδευση από τις γεωτρήσεις και άρχισε ο υδροφόρος ορίζοντας να ανεβαίνει. Από ότι μετράμε από μόνοι μας στις γεωτρήσεις μας που είχαν στάθμη τα 100 μέτρα, τώρα ανέβηκε στα 60 περίπου μέτρα, ανέβηκε η στάθμη.
Π: ναι αναγκαστήκαμε να περιορίσουμε την αρδευτική μας έκταση, και κατά συνέπεια μίκρυνε και το έσοδό μας. Αναγκαστήκαμε να σπέρνουμε πολλά σιτηρά. Κάπου τα πηγαίναμε μισά – μισά και πάντα με τον φόβο , θα πάρει μπροστά; Θα βγάλει νερό; Δεν θα βγάλει νερό; Είναι μια κατάσταση τραγική.
Π: τεράστια αβεβαιότητα, χτυπούσε η καρδιά σου. Πήγαινες στο χωράφι και κοίταζες από μακριά: θα το δω να ποτίζει ή έπαθε καμιά ζημιά; Μέχρι να φτάσεις εκεί καρδιοχτυπούσες. Και μέχρι να πάρει μπροστά πάλι καρδιοχτυπούσες. Αν θα συνεχίσει.
Γ: αυτό πήγα να ρωτήσω δεν είναι λίγο παράδοξο αυτό; Αντιφατικό; Αφου ξέρατε ότι δεν θα έχετε ενδεχομένως νερό πήγατε σε ένα αρκετά υδρογιοβόρο φυτό;
Π: υδροβόρος με το κύκλωμα της Κάρλας, είχαμε νερό, το ρίχναμε περισσότερο, όσο ποτίζαμε με τις δικές μας πομόνες φροντίζαμε να ρίχνουμε λιγότερο, κατά συνέπεια είχαμε μικρότερες παραγωγές.
Γ: όλες μαζί ναι, έχει και ΤΟΕΒ ο Ριζόμυλος έχει κάποιες γεωτρήσεις;
Π: έχει ΤΟΕΒ ο Ριζόμυλος, έχει 15-17 γεωτρήσεις του ΤΟΕΒ ο Ριζόμυλος και ιδιωτικές γύρω στις 100.
Π: λόγω του εδάφους, γιατί το έδαφος μετακινείτε κάτω, με μικροδονήσεις κάτω που δεν τις αντιλαμβανόμαστε καν. Έκλειναν. Ή έπεφτε η στάθμη, ήσουν υποχρεωμένος να κατεβάσεις κι άλλο. Κι έφτανε κρεμασμένος η γεώτρηση στα 150 μέτρα , κρεμασμένα τα μηχανήματα. Οπότε τα υδραυλικά πλήγματα που δέχονται ο κινητήρας μαζί με την στήλη της πομόνας, κόβαν τα καλώδια, καιγόταν, δεν είχε την απαραίτητη αντοχή έπρεπε να αλλάξεις μοτερ.. έπρεπε 1002 να κάνεις να πούμε. Έπρεπε να κάνεις ανακατασκευή όλης της εγκατάστασης. Και εκτός αυτού, λόγω του μεθάνιού, γιατί ορισμένες περιοχές έχουν μεθάνιο , σάπιζαν οι περιφερειακές σωλήνες. Σάπιζαν και κατά συνέπεια κλείνανε.
Π: συστολή, οπότε σου μάγκωνε και τα μηχανήματα μέσα, άχρηστη η γεώτρηση ξανά από την αρχή.
Γ:πως το λύσατε [την καθίζηση];
Π: με οικονομικούς τρόπους. Απλώς αναγκαζόσουν επειδή είχες την παραγωγή σε εκκρεμότητα, στην μέση, αναγκαζόσουν ταχύτατα να κάνεις άλλη γεώτρηση με άλλα γειτονικά συγκροτήματα. Δηλαδή στην περίπτωση τη δική μου να σου περιγράψω που έχω 4 γεωτρήσεις, λοιπόν, και μια στιγμή χάλασαν και οι 4.
Η υποχρεωτικότητα στον Συνεταιρισμό Ζαγοράς αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και συζητήσιμα στοιχεία της λειτουργίας του. Παρότι τυπικά η ένταξη στον συνεταιρισμό είναι εθελοντική, στην πράξη, όποιος επιλέξει να συμμετάσχει, δεσμεύεται από ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων υποχρεωτική παράδοση του 100% της παραγωγής στον συνεταιρισμό, παραμονή για τουλάχιστον 15 χρόνια και επιβολή ποινών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Η ύπαρξη τέτοιων ρητρών συνοδεύεται ακόμα και από ιστορικά παραδείγματα δικών και κατασχέσεων για παραβάσεις. Ωστόσο, αυτό το καθεστώς δεν συνιστά αδικία από μόνο του — αντιθέτως, όπως καταγράφεται στη συνέντευξη, λειτούργησε ως βασικός μοχλός ανάπτυξης και επιτυχίας του συνεταιριστικού εγχειρήματος. Η υποχρεωτικότητα εξασφάλισε τη συλλογικότητα, την ενιαία τήρηση των πρωτοκόλλων, την ποιότητα, τη διαφάνεια και, κυρίως, την εμπιστοσύνη των αγορών. Χωρίς τη δέσμευση αυτή, δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί η ολοκληρωμένη διαχείριση, ούτε οι καινοτομίες, ούτε η σταθερότητα στην ποιότητα που καθιστά το Ζαγορίν αναγνωρίσιμο προϊόν. Η σημαντική παρατήρηση εδώ είναι ότι, αν και το σύστημα είναι αυστηρό, η υποχρεωτικότητα στη Ζαγορά έχει νομιμοποιηθεί από την ιστορική του επιτυχία και τη συναίνεση της βάσης. Όπως σημειώνεται, οι παραγωγοί είναι εξοικειωμένοι με την πειθαρχία, γνωρίζουν τις συνέπειες και αποδέχονται το καθεστώς ως απαραίτητο. Η συμμετοχή σε συλλογικά σχήματα δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο σε προαιρετική συμμόρφωση όταν διακυβεύεται η συλλογική φήμη και η διαπραγματευτική δύναμη στην αγορά. Συνεπώς, πρόκειται για μια αυστηρή αλλά λειτουργική μορφή εσωτερικής «πειθαρχίας», η μπορεί να φέρει στοιχεία διαδικαστικών αδικιών.
«-Στο συνεταιρισμό Ζαγοράς υπήρξε από πολύ παλιά, ίσως και από τη δεκαετία του 30, η ρήτρα της υποχρεωτικότητας. Δηλαδή, στο 100%. Ο συνεταιρισμός είναι εκούσια ένωση αγροτών. Άμα θες εγγράφεσαι, δεν σε υποχρεώνει κανένας. Αλλά, αν αποφασίσεις να εγγραφείς, πρέπει να παραμείνεις τουλάχιστον δέκα χρόνια, έλεγε το παλιό καταστατικό, τώρα το έχουμε κάνει δεκαπέντε. Επί απειλή ποινικής ρήτρας. Δηλαδή, αν δώσεις τα προϊόντα σου έξω…
–60 λεπτά ένα κιλό…
–Δύο ευρώ τα κάστανα. Πολλά λεφτά.
–Υπάρχει υποχρεωτικότητα…
–Φανταστείτε ότι οι νόμοι περί συνεταιρισμών δεν έχουν κατορθώσει ακόμα να το κατακτήσουν αυτό πανελλήνια. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε βάλει 80%, τώρα άλλαξε έγινε 65%, 100% δεν τολμάει κανένας.
–100% έχει μόνο η Ζαγορά σε όλη την Ελλάδα.»
«Υπάρχει η περιοχή όλη είναι χαρτογραφημένη. Πού υπάρχουν συσκευές, σε τι αποστάσεις, τα πάντα όλα, πού υπάρχουν παγίδες. Υπάρχει και το [] που τα ελέγχει όλα αυτά τους γεωπόνους μας.»
«-Οπότε δεν απαιτείται κάποια ας πούμε διαβούλευση έτσι μεταξύ των παραγωγών;
-Έγινε με απόφαση συνελεύσεως. Είναι υποχρεωτική η εφαρμογή.
-Αφού έχει κατακτηθεί η υποχρεωτικότητα δεν υπάρχουν προβλήματα τώρα που έχει να πει ο παραγωγής. Εγώ δεν το θέλω.
-Όχι.
-Μπορεί να παραπονιούνται καμιά φορά αλλά δεν μπορούν να κάνουν και διαφορετικά.
-Πρέπει να αλλάξει η απόφαση συνέλευσης.»
Το φιρίκι αποτελεί μια από τις αρχαιότερες ποικιλίες μήλου που καλλιεργούνται στο Πήλιο και συγκεκριμένα στη Ζαγορά, με καταγεγραμμένη παρουσία από τη δεκαετία του 1860. Παρά την ιστορική, οικολογική και λειτουργική του σημασία, παραμένει στο περιθώριο της επίσημης ταυτότητας του συνεταιρισμού και του εμπορικού brand «Ζαγορίν». Η καθυστέρηση στην ένταξή του στο ΠΟΠ (μόλις το 2010, δεκατέσσερα χρόνια μετά την κατοχύρωση του Στάρκινγκ και του Γκόλντεν) δείχνει θεσμική αδράνεια και εμπορική αδιαφορία. Δεν προωθήθηκε πρωτογενώς από τον τοπικό συνεταιρισμό αλλά από εξωτερικό φορέα (ΕΑΣ Πηλίου), ενώ στην πράξη δεν έχει κατοχυρωθεί ως κεντρικό στοιχείο του brand, ούτε προβάλλεται συστηματικά. Το φιρίκι είναι κρίσιμο για τη βιολογική λειτουργία του συστήματος, καθώς λειτουργεί ως επικονιαστής. Η μείωση της καλλιέργειάς του προκάλεσε προβλήματα στην καρπόδεση άλλων ποικιλιών. Παρ’ όλα αυτά, η ποικιλία αντιμετωπίζεται ως δευτερεύουσα ή «δύσκολη», λόγω των καλλιεργητικών απαιτήσεων και της αραιής καρποφορίας. Αυτή η προσέγγιση συνιστά αδικία μη-αναγνώρισης για τους παραγωγούς που επιμένουν να καλλιεργούν φιρίκι, επενδύοντας σε παραδοσιακή γνώση και στην αγροβιοποικιλότητα. Είναι επίσης αδικία για την ίδια την ποικιλία, που δεν αναγνωρίζεται ως ισότιμο ποιοτικό προϊόν ούτε τιμολογιακά ούτε συμβολικά.
«Η παλιότερη ποικιλία από τις υπάρχουσες σήμερα φαίνεται να είναι το μήλο φιρίκι, για το οποίο υπάρχουν πηγές ότι καλλιεργούταν ήδη από την δεκαετία του 1860. Ο τόπος είχε φήμη ευρύτερα για προϊόντα υψηλής ποιότητας, λόγω εδάφους και μικροκλίματος. Συνεπώς, μήλα καλλιεργούνταν από παλιά, όχι αποκλειστικά όμως […]Τα φιρίκια μπολιάζουν. Με το Στάρκινγκ.»
«-Το φιρίκι είναι επικονιαστής. […]
-Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε λόγω πολλών φιρικιών. Όταν κοπήκαν τα φιρίκια φάνηκε η ζημιά, τη δεκαετία του 70, περάσαν χρονιές, δηλαδή, χωρίς καρπόδεση καθόλου. […]
-Επεκτείνονταν τα κόκκινα, μειώνονταν οι φιρικές, αυτό που σας είπε κι ο διευθυντής. Αυτό που σας είπε και ο Πρόεδρος. Οπότε έπρεπε να βρουν τι τα επικονιάζεται. Είναι κυρίαρχο ζήτημα. Άρα αυτή την πορεία την ακολουθεί μετά τη σύγχρονη, μετά το ογδόντα.
-Γιατί επιλέξατε το Γκόλντεν, αντί για το φιρίκι;
-Γιατί το φιρίκι έχει κάθε δεύτερο χρόνο. Κάθε δεύτερη χρονιά.
-Δεν εγκαταλείφθηκε όμως το φιρίκι.
-Δεν εγκαταλείφθηκε. Είναι και δύσκολο σαν δέντρο. Ήταν πιο δύσκολο και μεγάλα δέντρα γίνονταν. Ήταν πιο δύσκολο να καλλιεργηθεί.»
«-Το 96 πήραμε λοιπόν το Στάρκινγκ και την Γκόλντεν και το φιρίκι ήρθε αργότερα το 2010. Εκεί την προσπάθεια την έκανε η Ένωση Πηλίου τότε με τη βοήθεια μας, εκεί ενέταξε όλο το Πήλιο. Γιατί το φιρίκι δεν καλλιεργείται μόνος στην Ζαγορά, καλλιεργείται μια χαρά και πολύ καλή ποιότητα στη Βυζίτσα και στις Μιλιές. […]
– Να πούμε για το φιρίκι ότι πάλι το 80% της Μαγνησίας το φιρίκι που διακινείται από τη Μαγνησία φεύγει από εδώ, από τον συνεταιρισμό παρότι είναι όλο το Πηλίο.»
Το ΠΟΠ μήλο της Ζαγοράς αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο επιτυχημένες προσπάθειες θεσμικής αναγνώρισης τοπικού προϊόντος στην Ελλάδα, προσφέροντας ιστορικά αναγνωρισιμότητα, πρόσβαση στην αγορά και συγκριτικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς. Ωστόσο, η δυναμική του αυτή συνοδεύεται σήμερα από μια αδικία μη-αναγνώρισης, καθώς η εμπορική και συμβολική ταυτότητα που έχει παγιωθεί γύρω από το μεγάλο κόκκινο Στάρκινγκ δεν αντανακλά την ποικιλομορφία της τοπικής παραγωγής. Παρότι στον φάκελο ΠΟΠ έχουν ενταχθεί και άλλες ποικιλίες, όπως το Γκόλντεν και το φιρίκι, στην πράξη δεν έχουν καταφέρει να αναδειχθούν ισότιμα. Η δημόσια εικόνα του Ζαγορίν και το μεγαλύτερο μέρος του μάρκετινγκ εξακολουθούν να προβάλλουν αποκλειστικά το “μεγάλο, κόκκινο μήλο”, αφήνοντας τις υπόλοιπες ποικιλίες στη σκιά. Ακόμα περισσότερο, οι νεότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται σήμερα –όπως η Ρουαγιάλ Γκαλά και η Φούτζι– δεν μπορούν καν να ενταχθούν στο ΠΟΠ, λόγω θεσμικών περιορισμών που απαιτούν ιστορικότητα τουλάχιστον 25 ετών. Αυτό σημαίνει ότι ορισμένες σύγχρονες καλλιεργητικές πραγματικότητες είναι αόρατες για το θεσμικό πλαίσιο και άρα δεν αναγνωρίζονται ούτε οικονομικά ούτε συμβολικά. Η μη αναγνώριση αυτών των ποικιλιών και των παραγωγών που τις καλλιεργούν δεν είναι ουδέτερη: αποκλείει ανθρώπους, γνώση και δυναμικές από την επίσημη ταυτότητα της περιοχής. Αντί το ΠΟΠ να λειτουργεί ως πλατφόρμα ένταξης και προσαρμογής, μετατρέπεται σε εργαλείο καθήλωσης και μονομέρειας, υπονομεύοντας την ίδια την ποικιλομορφία που κάποτε προσπάθησε να προστατεύσει.
«-Τον φάκελο τον διαμορφώσατε εσείς, τον διαμόρφωσε η Περιφέρεια και πώς πήρατε την απόφαση να το κυνηγήσετε αυτό το κομμάτι. Γιατί είναι δύσκολο.
– Είναι στρατηγική απόφαση, του διευθυντή.
-Ναι, ναι. Γιατί το 96 ήταν πολύ πρώιμα τα πράγματα, ακόμα δεν υπήρχε και… Στα πρώτα. Μα στο πρώτο κύμα είμαστε εμείς. Μα μαζί με τη Φέτα. Φανταστείτε ότι είμαστε το πρώτο μήλο στην Ευρώπη που πήρε ΠΟΠ, όχι στην Ελλάδα. Οπότε ήταν κυριολεκτικά να συλλάβεις τη σπουδαιότητα του πράγματος πριν αυτό. Σήμερα είναι, το ξέρει, πολύς κόσμος και το εκτιμάει, ότι όταν ένα προϊόν είναι ΠΟΠ, ακόμα και να το πληρώσεις κάτι παραπάνω και τα λοιπά. Τότε ήταν άγνωστη η έννοια. Απλώς λάβαμε τα σημεία των καιρών λίγο νωρίτερα. Ή αρκετά νωρίτερα. Και συμπτωματικά την ίδια χρονιά που υποβάλαμε φάκελο ΠΟΠ και πήραμε για την κατοχύρωση, την ίδια χρονιά επικολλήσαμε και το ετικετάκι με το εμπορικό σήμα πάνω στο μήλο.
-Και αυτό είναι το καινοτομία, ας πούμε.
– Απίστευτη. Το 96 είναι κυριολεκτικά τομή. Εγώ έχω πει σε συνεντεύξεις μου ότι η ιστορία του συνεταιρισμού μου είναι προ και μετά. Τουλάχιστον στο εμπορικό κομμάτι. Η ετικέτα ήταν μείζον θέμα. Ακόμα σπουδαιότερη γιατί έδωσε αναγνωρισιμότητα στο προϊόν και δυνατότητα να το διαφημίσεις επώνυμα. Και να το αναγνωρίζει και ο καταναλωτής. Μας έδωσε δυνατότητα να βγούμε στην τηλεόραση. Δεν υπήρχε πριν. Χωρίς την ετικέτα, χωρίς ταυτότητα, τι να διαφημίσεις. Μήλα από τη Ζαγορά, ΟΚ. Πώς θα τα πάρει ό άλλος;»
«Ο φάκελος κυριολεκτικά έγινε… Μόνοι μας το περάσαμε. Η γεωπόνος που είχαμε τότε κι εγώ, εντάξει υπήρχαν βέβαια στοιχεία. Βοηθούσε η ιστορικότητα του προϊόντος. Όλα αυτά που αναφέραμε πριν και οι ιδιαίτερες συνθήκες. Ακόμα και το νερό του ποτίσματος, ότι γίνονταν με κατάκλιση, ο τρόπος που κλάδευε ο κόσμος, ότι γίνονταν οι δουλειά με τα χέρια, οργανοληπτικά, χαρακτηριστικά.»
«Τώρα τελευταία υπάρχει τάση με το ΠΟΠ που σας έλεγα. Ναι θα σου βάλω την γκάμα, ποια άλλα έχουν ΠΟΠ. Το Γκόλντεν και το φιρίκι. Μα έχουν και άλλα πράγματα.»
«- Μακροπρόθεσμα ναι. Υπάρχουν σήμερα αλυσίδες ας πούμε που σχεδόν είναι προϋπόθεση στο ΠΟΠ για να το… Να σε βάλουμε μέσα. Υπόψη ότι ΠΟΠ τότε πήραμε για το Στάρκινγκ και το Γκόλντεν, δεν είχαμε ακόμα τις πιο νέες ποικιλίες. Στην πορεία έχουν μπει και καινούριες ποικιλίες τώρα, η Ρουαγιάλ Γκαλά, η Φούτζι. […]
-Όχι. Και να κάνουν προσπάθεια να τις βάλουν είναι προϋπόθεση πρέπει να εξασφαλίσουν ιστορία τουλάχιστον 25 χρόνων. Για να μπορείς να κάνεις αίτηση να τις εντάξεις. Επίσης είναι στο όριο τώρα αυτές που σας είπα.»
Παρότι η Ζαγορά διαθέτει πλούσια αγροτική ποικιλομορφία – με ακτινίδια, φιρίκια, Γκόλντεν, Φούτζι, Ρενέτ, αχλάδια, κεράσια και κάστανα – η επίσημη στήριξη, η εμπορική προώθηση και το branding επικεντρώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην κόκκινη ποικιλία. Όπως δηλώνεται στη συνέντευξη, το 85-90% της παραγωγής και της εμπορικής στρατηγικής περιστρέφεται γύρω από το Στάρκινγκ, ενώ όλα τα υπόλοιπα προϊόντα περιορίζονται στο περιθώριο. Η μη αναγνώριση δεν είναι μόνο εμπορική, αλλά και θεσμική και πολιτισμική. Ορισμένες ποικιλίες όπως το Γκόλντεν μπήκαν στο ΠΟΠ μαζί με το Στάρκινγκ, αλλά ποτέ δεν έλαβαν την ίδια στήριξη ή προβολή. Άλλες, όπως το φιρίκι ή το πετιμέζι από φιρίκι, ενώ έχουν τοπική αξία και υψηλή ποιότητα, παραμένουν αόρατες στις αλυσίδες και στην ευρύτερη αγορά. Παρότι η περιοχή καλλιεργεί μία σειρά από προϊόντα, εξίσου ποιοτικά και γευστικά, η παραγωγή έχει «κλειδώσει» στο κόκκινο μήλο και συνεχίζει να υπερπροβάλλεται, καθώς αποτελεί το κεντρικό μήνυμα branding. Μπορεί να μην προωθείται ευθέως ο παραγκωνισμός κάποιων προϊόντων, αλλά όταν η υπεραξία των διαφορετικών προϊόντων δεν προβάλλεται ούτε θεσμικά ούτε στην αγορά, ενισχύεται η μονοκαλλιέργεια και να περιορίζεται η βιώσιμη πολυμορφία του αγροτικού τοπίου, μαζί με τις λιγότερο προβεβλημένες και υποστηριζόμενες καλλιέργειες στη Ζαγορά.
«- Το Στάρκινγκ είναι τώρα η αιχμή του δόρατος. Από το 60 και μετά, είναι η αιχμή του δόρατος. Πάντα η Ζαγορά καλλιεργούσε κι άλλο προϊόντα, έτσι, και σήμερα. Έχουμε και αχλάδια, έχουμε και ακτινίδια, κάστανα, κεράσια.
-Αλλά μιλάμε… Όλες οι προσπάθειες έχουν πέσει κυρίως από το Στάρκινγκ, έτσι.
-Όλα τα άλλα είναι το 10-15% και το 85-90% είναι η κόκκινη ποικιλία. Για να έχουμε μία αίσθηση.
-Υπάρχουν και άλλες ποικιλίες μήλου. Δηλαδή, υπάρχει το Φιρίκι… Γκόλντεν.
– Γκόλντεν. Γκόλντεν. Φούτζι, Ρενέρ.
-Το Γκόλντεν είναι η αλήθεια ότι αυτή την πορεία την ακολουθεί, γιατί είναι επικονιάστρια ποικιλία. Αλλά είναι πολύ μικρή η ποσότητα. Δηλαδή, μαζί ήρθαν στην παλιά Μιτζέλα τα μπόλια. Μαζί γίναν ΠΟΠ, άμα δείτε το ΠΟΠ μας έχει και το Γκόλντεν. Την ακολουθεί την πορεία, αλλά είναι ποσότητα πολύ μικρή. Αλλά απαραίτητη.»
«-Υπάρχει μια ομπρέλα, μια βεντάλια προϊόντων σε μικρότερες ποσότητες. Για πολλά χρόνια οι μεγάλες αλυσίδες μου παίρναν ένα κόκκινο ξέρο. Τίποτα άλλο. Μετά το 17 άρχισα να… Με αγώνα πολυετή δηλαδή να το επεκτείνω, να λέω ότι και τα άλλα τα προϊόντα είναι άξια. Βέβαια η παγίδα είναι διπλή γιατί κι εγώ αν κάνω διαφήμιση τηλεόραση, συνήθως θα δείξω το κόκκινο. Έτσι.
-Έχουν το brand name που λέμε όμως το…
– Αν δείξεις την γκάμα ίσως το διασπάσεις το μήνυμα.»
Η αυξημένη τιμή του Ζαγορίν αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό της εμπορικής του ταυτότητας και φαίνεται να έχει γίνει αποδεκτή τόσο από τους παραγωγούς όσο και από τους καταναλωτές. Πρόκειται για συνειδητή στρατηγική που βασίζεται στην ποιότητα, τη φήμη και τη διαφοροποίηση του προϊόντος και δεν υπάρχουν ενδείξεις διαφωνίας ή ενόχλησης από την πλευρά των παραγωγών – αντιθέτως, αναγνωρίζεται πως η τιμή λειτουργεί υπέρ της αναγνωρισιμότητας και της θέσης του προϊόντος στην αγορά. Ωστόσο, από μια διανεμητική σκοπιά, μπορεί να σημειωθεί ότι η αυξημένη τιμή ενδέχεται να περιορίζει την πρόσβαση σε καταναλωτές με χαμηλότερο εισόδημα, μειώνοντας τη δυνατότητα να επωφεληθούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα από ένα ποιοτικό, ελληνικό προϊόν. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει μια εν δυνάμει διανεμητική ανισότητα, όχι λόγω πρόθεσης, αλλά ως αποτέλεσμα της τοποθέτησης του προϊόντος στην αγορά. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι ο συνεταιρισμός φαίνεται να λαμβάνει υπόψη αυτή τη διάσταση, καθώς υπάρχουν διαθέσιμες πιο οικονομικές κατηγορίες (όπως τα μικρόκαρπα μήλα), που προσφέρουν την ίδια ποιότητα σε χαμηλότερη τιμή. Αυτό δείχνει μια προσπάθεια να καλυφθεί μεγαλύτερο φάσμα καταναλωτών και να διατηρηθεί μια σχετική ισορροπία ανάμεσα στην εμπορική στόχευση και την κοινωνική προσβασιμότητα. Συνεπώς, ενώ η αυξημένη τιμή μπορεί θεωρητικά να συνδέεται με διανεμητική αδικία, στην πράξη φαίνεται να αντισταθμίζεται εν μέρει από τις εναλλακτικές επιλογές που προσφέρονται στο πλαίσιο του ίδιου του brand.
«-Για την τιμή αν εσάς σας απασχολεί ότι είναι πιο ακριβό το Ζαγορίν στο ράφι και αν το θέλετε να είναι πιο ακριβό να ξεχωρίσει ή αν θα προτιμούσατε με αν υπήρχε η δυνατότητα να μειωθεί η τιμή του, να αυξηθεί η κατανάλωση ή αν έχετε στόχο να αυξήσετε την παραγωγή.
-Γι αυτό […], για να είναι πιο ακριβό. Έχει εμπεδωθεί πλέον και στην κατανάλωση δηλαδή. Ξέρει όλος το Ζαγορίν είναι ακριβότερο από το Καστοριάς διαχρονικά, και να είναι διατεθειμένος να το πληρώσει. Το θέμα είναι να τον πείσεις ότι αξίζει να το πληρώσει. Φαίνεται ότι τον έχουμε πείσει σε γενικές γραμμές τον καταναλωτή.»
Η εφαρμογή της Ολοκληρωμένης Διαχείρισης στον συνεταιρισμό Ζαγοράς είναι καθολική και χαιρετίζεται, καθώς συνοδεύεται από ένα αυστηρό σύστημα συμμόρφωσης, το οποίο περιλαμβάνει και οικονομική υποτίμηση των προϊόντων για όσους δεν ακολουθούν τα προβλεπόμενα πρωτόκολλα. Χαρακτηριστικά, όταν ορισμένοι παραγωγοί αρνήθηκαν να ενταχθούν ή δεν κατάφεραν να εφαρμόσουν τις απαιτήσεις της ολοκληρωμένης διαχείρισης, έλαβαν με χαμηλότερη τιμή στο προϊόν τους – για παράδειγμα, ενώ η τιμή για τους υπόλοιπους ήταν 60 λεπτά, εκείνοι έλαβαν 55 ή και λιγότερα. Αν και το πλαίσιο αυτό εξασφαλίζει πειθαρχία και ενιαία ποιότητα, δημιουργεί ταυτόχρονα μια διανεμητική αδικία. Οι παραγωγοί που δεν μπορούν να συμμορφωθούν –συχνά όχι από άρνηση ή αδιαφορία, αλλά εξαιτίας περιορισμένων πόρων, ηλικίας, δυσκολιών πρόσβασης στην εκπαίδευση ή τεχνική υποστήριξη– καταλήγουν να έχουν μικρότερο εισόδημα, τη στιγμή που ενδεχομένως έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Η ποινή λειτουργεί ως επιπλέον επιβάρυνση, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο, καθώς οι λιγότεροι πόροι συνεπάγονται λιγότερες δυνατότητες συμμόρφωσης, άρα μελλοντικά θα αντικατοπτριστεί σε ακόμη χαμηλότερη τιμή.
Η οικονομική ανισότητα που προκύπτει δεν αφορά μόνο το παρόν, αλλά επηρεάζει και τη μελλοντική δυνατότητα των παραγωγών να παραμείνουν στο σύστημα. Χωρίς επαρκές εισόδημα, δεν μπορούν να επενδύσουν σε εξοπλισμό, πιστοποιήσεις ή τεχνική βοήθεια. Έτσι, η διαφορά στη συμμόρφωση καταλήγει να διευρύνει το χάσμα μεταξύ πιο ισχυρών και πιο αδύναμων μελών, καθιστώντας την εφαρμογή των κανόνων άνισα κατανεμημένη στην πράξη.
«-Γίνονται, αυτό λέω. Γίνονται εκπαιδεύσεις. Δηλαδή, είναι σε ένα καλό επίπεδο θεωρείτε το κομμάτι της εφαρμογής αυτού των πρακτικών Ολοκληρωμένης διαχείρισης; […]
-Είναι σε άριστο επίπεδο. Αν καταλάβετε ότι εδώ είναι 800 μέλη, τα οποία πρέπει να πειθαρχήσουν και τα 800.
-Μα αυτό είναι το τρομακτικό, το πώς μαζεύονται.
-Ο κόσμος έχει συνηθίσει σ’ αυτό το πράγμα. Έμαθε ότι πρέπει να ακολουθείς τις οδηγίες του γεωπόνου…
-Έτσι, υπάρχει μια μακρά πρακτική. Υπάρχει μια μακρά πρακτική και υπάρχει και υποχρεωτικότητα. Υπάρχει και μια αυστηρότητα. Δηλαδή, ο Διονύσης και πολλοί το ξέρουν από εδώ, δώσαν στην ολοκληρωμένη, που δεν θέλανε να μπουν κάποιοι, υπήρχαν ποινές. Δηλαδή, αν βγάζαμε μια εκκαθάριση, μια τιμή μήλου, πόσο ήταν, ξέρω εγώ τώρα, λέμε 60 λεπτά, οι παραγωγοί που δεν ακολούθησαν την ολοκληρωμένη εκείνη την χρονιά, πήραν 55.
-Και παρακάτω, εσείς καταλάβετε, ο κόσμος… Ο συνεταιρισμός έχει πολύ αυστηρό καταστατικό, πολύ αυστηρές ποινές, πολύ αυστηρούς όρους, είναι κάτι που κράτησε το κόσμο…»
Αν και η καταστροφή από την κακοκαιρία «Ντάνιελ» ήταν φυσικό φαινόμενο, οι επιπτώσεις της δεν κατανέμονται ισότιμα σε όλους τους παραγωγούς. Η απώλεια του 10% του φυτικού κεφαλαίου στη Ζαγορά δεν έχει την ίδια σημασία για έναν μεγάλο και για έναν μικρό παραγωγό. Οι μικροί παραγωγοί, με περιορισμένο και κατακερματισμένο κλήρο, λειτουργούν συχνά στα όρια βιωσιμότητας και δεν διαθέτουν τα οικονομικά περιθώρια να απορροφήσουν τέτοιες ζημιές. Για αυτούς, η απώλεια ενός 10% μπορεί να ισοδυναμεί με απώλεια ολόκληρης της χρονιάς σε εισόδημα ή ακόμα και με αδυναμία κάλυψης βασικών υποχρεώσεων. Η αδικία εντείνεται όταν απουσιάζει η αντίδραση της Πολιτείας στην αποκατάσταση των ζημιών. Παρότι ο Δήμος Ζαγοράς έλαβε δράση ώστε να συλλεχθεί η παραγωγή έγκαιρα και να σωθεί μέρος της εσοδείας, ακόμα δεν υπάρχει πλάνο σχετικά με τις αποζημιώσεις. Έτσι, το φυσικό φαινόμενο μετατρέπεται σε διαδικαστική και διανεμητική αδικία, που ενισχύει την ήδη άνιση θέση των πιο ευάλωτων στο παραγωγικό σύστημα.
«-Καταστροφές στις καλλιέργειες υπήρξαν στα δέντρα;
-Ναι, ναι…
-Σε κάποιες ολοκληρωτικά. Σε κάποιες.
-Έχουμε χάσει το 10% του φυτικού κεφαλαίου μας. Χάθηκε και ένα μεγάλο κομμάτι της παραγωγής από μέρη που δεν μπορέσουν να συγκομιστούν. Αλλά σταθήκαμε όρθιοι.
-Ε με τον μικρό κλήρο δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις.
-Δεν έχεις και πολλά περιθώρια να χάσεις περισσότερα.
-Δεν είναι λίγο το 10%.»
Η περιοχή της Νοτιοδυτικής Μαγνησίας βρίσκεται στη νοτιότερη πλευρά της Θεσσαλίας, αποτελείται από τους οικισμούς Πτελεός, Πηγάδι, Αμαλιάπολη, Νηές, Αχίλλειο και υπάγεται στον Δήμο Αλμυρού. Μέχρι το 2010, οι παραπάνω περιοχές υπαγόταν στον Δήμο Πτελεού, όταν και ο τελευταίος συνενώθηκε στα πλαίσια του σχεδίου “Καλλικράτης” με τον Δήμο Αλμυρού.
Ο Πτελεός λειτουργούσε ιστορικά και ως εμπορικό, γεωργικό και διοικητικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή, με έντονη ελαιοκομική και αλιευτική δραστηριότητα, ειδικά στην παραθαλάσσια Αμαλιάπολη. Στο ημιορεινό ανάγλυφο κυριαρχεί η καλλιέργεια της ελιάς, σε βαθμό σχεδόν μονοκαλλιέργειας, με την ιστορία της να κρατάει από τα αρχαία χρόνια.
Στην καρδιά αυτού του τοπίου βρίσκεται ο ελαιώνας που έχει αναπτυχθεί και επιβιώσει για τουλάχιστον τρεις χιλιετίες. Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, η ελιά και ο καρπός της κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην τοπική οικονομία, κοινωνία και κουλτούρα.Ο Πτελεός αναφέρεται στην Ιλιάδα ως πατρίδα του Πρόθοου, διοικητή των Μυρμιδόνων. Η καλλιέργεια της ελιάς σε αυτά τα εδάφη έχει τεκμηριωθεί διαχρονικά και αποτυπώνεται τόσο σε αρχαιολογικά ευρήματα όσο και σε παραδοσιακές πρακτικές που διασώζονται μέχρι σήμερα. Η μαζική συστηματική καλλιέργεια, με μπολιάσματα άγριων ελιών, ξεκινά γύρω στο 1750, ενώ οργάνωση μέσω ελαιοκομικών συνεταιρισμών ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα, δίνοντας πνοή σε μια συλλογική μορφή αγροτικής οικονομίας. Οι καλλιέργειες ξεκινούν από ένα υψόμετρο σχεδόν 400 μέτρων και φτάνουν μέχρι τις παράκτιες περιοχές του Παγασητικού. Ο αριθμός των δέντρων υπολογίζεται στο 1.000.000 δέντρα, σχηματίζοντας μια συνεχή αγροτοδασική μάζα περίπου 100.000 στρεμμάτων, με την πλειοψηφία των ελαιόδενδρων να είναι ποικιλίας Αμφίσσης, μπολιασμένη σε αγριελιά. Η ελαιοκομία στην περιοχή είναι ο βασικός αγροτικός πυλώνας για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και παρά τις δυσκολίες (έλλειψη μηχανοποίησης, ξηρικές καλλιέργειες, δυσπρόσιτες περιοχές), η πλειοψηφία των εργασιών γίνεται ακόμη χειρωνακτικά.
Η μονοκαλλιέργεια φαίνεται να εντάθηκε από τις δεκαετίες του 1960 κι έπειτα, με μαρτυρίες να τονίζουν την σημασία που είχαν για τον τόπο κι άλλες καλλιέργειες, όπως είναι τα βύσσινα και τα μήλα. Όμως οι τοπικές πιέσεις έστρεψαν την προσοχή στη συγκεκριμένη καλλιέργεια, οδηγώντας τις υπόλοιπες στην έκλειψη. Ωστόσο, ακόμα εντός των κτημάτων υπάρχουν κομμάτια αυτής της βιοποικιλότητας, αφού φιλοξενούνται φαρμακευτικά φυτά και άγρια λουλούδια, και πλήθος ειδών πανίδας, όπως πτηνά, έντομα (κυρίως μέλισσες), μικρά θηλαστικά και ερπετά. Εντός της περιοχής εντοπίζονται και ιστορικά μνημεία, όπως είναι το κάστρο των Ιωαννιτών Ιπποτών αλλά και τα παραδοσιακά πετρόκτιστα τοιχία, μία παλαιά πρακτική για συγκράτηση του εδάφους και προστασία από διάβρωση.
Ο Σύνδεσμος Παραδοσιακών Ελαιώνων Νοτιοδυτικής Μαγνησίας έχει συγκροτηθεί τα τελευταία χρόνια, με στόχο να αναστρέψει την φθίνουσα πορεία της τοπικής ελαιοκομίας, αξιοποιώντας την υψηλή ποιότητα των προϊόντων, την πολιτισμική αξία του τοπίου και την προοπτική καινοτομίας στην αγροδιατροφή. Στο δυναμικό του εντάσσονται 125 παραγωγοί με περίπου 225,000 ελαιόδενδρα. Στόχος του Συνδέσμου είναι η πιστοποίηση προϊόντων, η προσέλκυση επενδύσεων σε τυποποίηση και μεταποίηση, η εισαγωγή σύγχρονων πρακτικών marketing και η επιστροφή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, ώστε η ελαιοπαραγωγή να λειτουργήσει ως αναπτυξιακός μοχλός όλης της περιοχής. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται και στην ανάδειξη της θρεπτικής και υγειοπροστατευτικής αξίας των ελαιοκομικών προϊόντων, που πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα (Κανονισμός ΕΕ 432/2012), αλλά και στην αναγνώριση και ενίσχυση των βιοδραστικών τους ιδιοτήτων, μέσω της απόκτησης πιστοποιήσεων AFQ από μέλη του Συνδέσμου.
Περιοχές όπως ο Πτελεός, η Αμαλιάπολη, οι Νηές, ο Παλαιόπυργος, το Αχίλλειο και οι Άγιοι Θεόδωροι αποτελούν ζωντανά παραδείγματα ενός ιστορικού ελαιώνα, ο οποίος, μέσα από τον Σύνδεσμο, επιδιώκει την αναγνώριση του ως μεσογειακό αγρο-οικοσύστημα, το οποίο όχι μόνο διατηρείται αλλά και προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά προσδίδουν και ιστορική σημασία στον ελαιώνα, πέρα από τον τρόπο φύτευσης, κάτι που εντάσσεται στους νεότερους ορισμούς της έννοιας “παραδοσιακός ελαιώνας”.
Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ζαγοράς είναι ένας από τους παλαιότερους στην Ελλάδα και αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης της περιοχής. Υπήρξε η πρώτη επιχείρηση εμπορίας φρούτων που υιοθέτησε την πρακτική της επικόλλησης ετικέτας στα προϊόντα της, ενώ το μήλο Starking Ζαγοράς ήταν από τα πρώτα προϊόντα που απέκτησαν σήμα ΠΟΠ. Βασικό προϊόν του συνεταιρισμού είναι το μήλο, το οποίο διακινείται με το εμπορικό σήμα ZAGORIN.
Ο συνεταιρισμός, στον οποίο συμμετέχουν περίπου 800 παραγωγοί-μέλη, αναλαμβάνει το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας: από τη συγκομιδή και τη συντήρηση, μέχρι τη συσκευασία και την εμπορία των προϊόντων. Πρόσφατα επεκτάθηκε και στον τομέα της μεταποίησης, παράγοντας πετιμέζι από φιρίκια ΠΟΠ της περιοχής του Πηλίου.
Εδώ στη Ζαγορά, όποιος έχει όρεξη για δουλειά δεν θα πεινάσει.
Κατοχύρωση εμπορικού σήματος “Ζαγορίν” στο Υπουργείο Εμπορίου και στη συνέχεια, στις 12 Ιουνίου 1996, η απόφαση της Κομισιόν που μαζί με τη φέτα και άλλα 44 προϊόντα κατοχύρωσε το “Μήλο Ζαγοράς Πηλίου” ως ΠΟΠ που είναι κατοχύρωση αποκλειστικά για τον Συνεταιρισμό Ζαγοράς, με δυνατότητες ισχύος μόνο για την περιοχή από Πουρί έως μακρυράχη. Ήταν το πρώτο μήλο στην Ευρώπη, το μήλο δεν είναι ενα εξειδικευμένο προϊότον
Το αίτημα κατοχύρωσης ΠΟΠ για τα μήλα θεωρείται ¨κορυφαία πράξη” για μία ολόκληρη περίοδο του συνεταιρισμού που είχε ως ορόσημά την οικονομική εξυγίανση, μετά από εκτεταμένες κτιριολογικές και μηχανολογικές επενδύσεις, και με το άνοιγμα σε σύγχρονου τύπου διαφημισεις και Μπάντινγκ. Παράλληλα, η πρώτη πιλοτική εφαρμογή του συστήματος ολοκληρωμένης παραγωγής μήλων είναι μέσω του προγράμματος ΠΕΠΕΡ.
Οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στην προώθηση και την αναγνώριση του προϊόντος, γι αυτό εξασφαλίστηκε το εμπορικό όνομα, στην εξασφάλιση ΠΟΠ και στο ετικετακι, και αρχίσαν εάν ποιοτικό πρόγραμμα, το οποίο συνεχίστηκε και αργότερα για την ολοκληρωμένη παραγωγή. Μετασυλλεκτικό στάδιο έγινε συνεργασία με Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας, το Ινστιτούτο Βόλου, το περιφερειακό Κέντρο. Η προσπάθεια έγινε για να ελεγχθεί η ποιότητα μετασυλλεκτικά ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα.
ΤΟ ΠΟΠ είναι κατοχύρωση αποκλειστικά για τον συνεταιρσιμό με δυνατότητα ισχύος για Πουρί και μακρυράχη, αφού λόγω αντιπαράθεσης με την ΕΑΣ δεν κατέστη δυνατό να ενταχθεί όλο το Ανατολικό Πήλιο.
Σεπτέμβριος 1996 αγγλική εταιρία Sinclair για ετικετάκια.
1996- παγκόσμιο φαινόμενο σύμφωνα με το οποιο το 5% της εγχώριας απραγωγής ο συνεταιρισμός ήλεγχε την ελληνικη αγορα.
To 2003 επισημαίνεται η μικρή ανάκαμψη των ρενέδων, που έτεινε να εξαφανιστεί, και μεγάλο ενδιαφέρον για το φιρίκι.
5 Μαϊου 2004 έγκριση προγράμματος ολοκληρωμένης διαχείρισης και ττην ένταξη 2510 στρεμμάτων με μηλιές, σε συνεργσδία με την Αειφορική
Επέκταση απαραίτητη για επικράτηση στο πηλιορείτικο μήλο
Ο Συνεταιρισμός εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς
Τα προβλήματα που σχετίζονται με την παραγωγή του συνεταιρισμού Ζαγοράς έχουν νακάνουν σε μεγάλο βαθμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες των χειμερινών μηνών, μεαποτέλεσμα την καταστροφή ή την συρρίκνωση πολλών καλλιεργειών. Επιπλέονπροβλήματα αποτελούν: Ο κλήρος των 15 στρεμμάτων και η δυσχερής μορφολογία του εδάφους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το κόστος παραγωγής και να αποτρέπεται η άρδευση ή ηεκμηχάνιση της καλλιέργειας Το προβληματικό δίκτυο άρδευσης και η έλλειψη νερού για πότισμα τους καλοκαιρινούς μήνες Η καθυστέρηση των αποζημιώσεων για τις πληττόμενες καλλιέργειες Μικρές εκτάσεις στην ιδιοκτησία των αγροτών και χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα Οι τιμές δεν ανταποκρίνονται στις υψηλές προδιαγραφές και την ποιότητα των προϊόντων Δεν υπάρχουν κατώτερες εγγυημένες τιμές Οι αλλαγές στο σύστημα διάθεσης και εμπορίας του μήλου και η σημαντική πτώσητης τιμής του. Η σταδιακή εγκατάλειψη της καλλιέργειας του μήλου, καθώς ο πληθυσμός αποχωρεί από το Πήλιο (e-thessalia.gr, 2020; akroama.gr, 2020; thessalikigi.gr, 2020). Συναφή προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι αγρότες των υπόλοιπων περιοχών του Πηλίουκαι προστίθεται η φορολόγηση των αγροτεμαχίων, η μείωση του αφορολόγητου ορίου και ηπερικοπή στις επιδοτήσεις. Η έλλειψη λύσεων στα ζητήματα και τη στενότητα των νέωναγροτών θα προκαλέσει, ως εκ τούτου, διαρροή του νεανικού πληθυσμού και θα πλήξει περισσότερο την ύπαιθρο που ερημώνει.
Το Πήλιο είναι ένα βουνό της Θεσσαλίας, το οποίο εκτείνεται ως χερσόνησος στο Αιγαίο Πέλαγος. Το βασικό αγροδιατροφικό προϊόν της περιοχής είναι η ελιά και το ελαιόλαδο, ωστόσο σχετικά άγνωστο στην ευρύτερη Ελλάδα. Η ελαιοκαλλιέργεια στο Πήλιο ήταν ιδιαίτερα εξελιγμένη ήδη από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, το 1881. Η καλλιέργεια της ελιάς έχει βαθιές ρίζες στο Πήλιο, που πηγαίνει πίσω στην προεπαναστατική περίοδο. Η πρώτη προσπάθεια για συστηματική καλλιέργεια ελιάς στην περιοχή ανάγεται στα χρόνια της Ενετοκρατίας, δηλαδή στον 14ο αιώνα. Ωστόσο, η ευρύτερη επέκταση της ελαιοκαλλιέργειας σημειώθηκε προς το τέλος του 17ου αιώνα, όταν άρχισαν να δημιουργούνται εκτεταμένοι ελαιώνες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Γατζέας. Η επέκταση αυτή ολοκληρώθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την καλλιέργεια της ελιάς να καλύπτει πλέον τα περισσότερα πεδινά και ημιορεινά εδάφη του Πηλίου. Την ίδια περίοδο, η περιοχή του Πηλίου βίωνε έντονη οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη, η οποία οφείλεται και στο εμπόριο, μεταξύ άλλων, των αγροτικών προίόντων. Το αποτέλεσμα εκείνης της ανθηρής περιόδου είναι ευδιάκριτο από την εντυπωσιακή αρχιτεκτονική που διατηρούν τα χωριά μέχρι σήμερα.
Σήμερα, ο ελαιώνας του Πηλίου είναι εμβληματικός, όμως ο κλήρος είναι διάσπαρτος, αρκετά κτήματα είναι δυσπρόσιτα και η ενασχόληση με την ελαιοκαλλιέργεια πλέον αποτελεί δευτερογενής απασχόληση για τους περισσότερους παραγωγούς.
Η βασική ποικιλία ελιάς που καλλιεργείται είναι η Αμφίσσης, η οποία ανήκει στις μεγαλόκαρπες ποικιλίες και προορίζεται για βρώσιμη. Μάλιστα, οι ελιές Πηλίου είναι ΠΟΠ, με την εμπορική ονομασία “Κονσερβολιά Πηλίου Βόλου”. Η “Κονσερβολιά” είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην περιοχή, με την καλλιέργειά της να εκτείνεται γεωγραφικά από τη Βόρεια Εύβοια, τη Μαγνησία, τη Φθιώτιδα έως τη Φωκίδα, και πέρα από την κατανάλωσή της ως επιτραπέζια, αξιοποιείται και για ελαιοποίηση.
Παρά την κυριαρχία της ελαιοκαλλιέργειας, το Πήλιο δεν χαρακτηρίζεται από μονοκαλλιέργεια. Η γεωργική δραστηριότητα περιλαμβάνει επίσης την καλλιέργεια άλλων προϊόντων, όπως φρούτα και λαχανικά, ενώ η κτηνοτροφία και η αλιεία συμπληρώνουν το αγροτικό εισόδημα των κατοίκων. Ωστόσο, η ελαιοκαλλιέργεια παραμένει η κύρια γεωργική δραστηριότητα, με τις τιμές της βρώσιμης ελιάς να παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις, φτάνοντας τα 1,80 ευρώ για 110 κομμάτια.
Το Πήλιο χωρίζεται σε τέσσερις περιοχές: το Κεντρικό Πήλιο, το Δυτικό Πήλιο, το Ανατολικό Πήλιο και το Νότιο Πήλιο.
Το Χόρτο είναι το επίνειο της Αργαλαστής και γνώρισε άνθηση κατά τον μεσοπόλεμο, όταν λειτουργούσε ως διαμετακομιστικό κέντρο για την ελιά του Νότιου Πηλίου που εμπορευόταν από θαλάσσης.